«Αν μπορούσα να γράψω άλλα δέκα βιβλία, πάλι δεν θα χωρούσαν όσα τράβηξα αλλά και γεύτηκα στη ζωή μου», έλεγε ο Νίκος Ξανθόπουλος για την πολυκύμαντη καριέρα του αλλά και τη συναρπαστική ιστορία ζωής.
Από τον Νίκο Νικόλιζα
«Στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν να ‘μουν σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σα να ‘μουν παιδί τους. Ωρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω.
Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ενα με τον κόσμο, ένας με αυτούς. Δεν απέφευγα τους ανθρώπους, βρισκόμουν ανάμεσά τους, δίπλα τους, να τους νιώθω, να τους καταλαβαίνω, για να μπορώ και στα έργα μου να μιλάω για τους καημούς και τα προβλήματά τους, που ήταν και δικά μου παλιότερα. Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα» είχε εξομολογηθεί στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Οσα θυμάμαι και όσα αγάπησα», που κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις «Αγκυρα».
Διαβάστε επίσης: Θρίλερ με τη ταφή του Νίκου Ξανθόπουλου
Τα λόγια αυτά περικλείουν και τον άνθρωπο Ξανθόπουλο. Εναν λαϊκό καλλιτέχνη που ποτέ δεν ξέχασε τις ρίζες του. Ποτέ δεν ξέχασε ότι το επάγγελμα αυτό είναι σαν όλα τα άλλα και το κάνει απλώς για βιοπορισμό. Στη φτωχογειτονιά της Νέας Ιωνίας όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, παιδί προσφύγων που πάλευαν καθημερινά για το ψωμί τους, γνώρισε από πολύ νωρίς τι θα πει φτώχεια και στερήσεις.
Παρ’ όλα αυτά δεν το έβαλε κάτω και κυνήγησε τα όνειρά του. Έπαιξε ποδόσφαιρο με την ΑΕΚ στα εφηβικά του χρόνια. Ομως είχε πάντα ένα όνειρο: να γίνει ηθοποιός και να μοιάσει στον Μάνο Κατράκη που τον είχε πρότυπό του.
«Τον κάθε ρόλο του καταφρονημένου, του δυστυχισμένου, εγώ δεν τον έπαιζα σαν ρόλο, αλλά τον ζούσα. Γιατί όλα αυτά τα είχα βιώσει καλά στο πετσί μου» θα πει σε μία από τις πολύ σπάνιες συνεντεύξεις του, στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Το 1958 βγήκε πρώτη φορά στο πανί με την ταινία «Το εισπρακτοράκι».
Ωστόσο ο σκηνοθέτης και κινηματογραφιστής Απόστολος Τεγόπουλος θα δει στο πρόσωπο του Νίκου Ξανθόπουλου το απόλυτο ανδρικό είδωλο μιας εποχής, που όμοιό του δεν υπήρχε άλλο. Ούτε ο Νίκος Κούρκουλος, ούτε ο Γιώργος Φούντας μπορούσαν να παίξουν ρόλους που άγγιζαν βαθιά την καρδιά του απλού μεροκαματιάρη Ελληνα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έως και το 1974 ο Νίκος Ξανθόπουλος γίνεται το παιδί του λαού κόβοντας χιλιάδες εισιτήρια σε κάθε κινηματογραφική παραγωγή. «Αγάπησα και πόνεσα», «Είναι μεγάλος ο καημός», «Ο ζητιάνος μιας αγάπης», «Απόκληροι της κοινωνίας», «Καρδιά μου πάψε να πονάς», «Με πόνο και με δάκρυα», «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου»,
«Γιακουμής, μια ρωμαίικη καρδιά» και πλήθος άλλων μελό ταινιών ταυτίζονται απόλυτα με τον κατατρεγμένο Ελληνα, σε μια Ελλάδα που πάλευε να ανορθωθεί από τον πόλεμο και τις μετεμφυλιακές καταστάσεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι ταινίες με τον Νίκο Ξανθόπουλο ήταν ανάμεσα στις πέντε πιο εμπορικές ταινίες κάθε χρονιάς.
Γι’ αυτό άλλωστε ο Απόστολος Τεγόπουλος του έδινε γη και ύδωρ για να ολοκληρωθεί κάθε ταινία όσο το δυνατόν πιο σύντομα, με τις ουρές του κόσμου στα σινεμά της εποχής να φτάνουν εκατοντάδες μέτρα…