Πειράζει που ο Γιάννης Φλωρινιώτης είναι και μεγάλη φίρμα; Προφανώς, κάποιους τους πείραζε, αφού την εποχή που μεσουρανούσε στη νυχτερινή Αθήνα τού έκαναν πόλεμο, βάζοντας εμπόδια στον δρόμο του. Ο λαμπερός καλλιτέχνης όμως δεν πτοήθηκε ποτέ, καθώς, όπως λέει, γεννήθηκε γι’ αυτήν τη δουλειά κι έβρισκε πάντοτε τον τρόπο να προχωρήσει.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
«Δεν έχω κανένα παράπονο από την επαγγελματική μου πορεία ούτε από την προσωπική μου ζωή. Εχω κάνει δυο τρανταχτές καριέρες, μια στο ελληνικό ρεπερτόριο, όπου έβγαλα 40 δίσκους, και άλλη μια στο ποντιακό τραγούδι, όπου υπήρξα πρωτοπόρος. Ημουν ο πρώτος καλλιτέχνης που πήρε χρυσό ποντιακό δίσκο. Και τι δεν έχω κάνε! Κινηματογράφο, θέατρο. Είμαι ένας ευτυχισμένος πατέρας τριών παιδιών, που αγαπώ και με αγαπούν! Είμαι χορτάτος, αλλά έχω ακόμη πολλές ιδέες και μεγάλη όρεξη» λέει ο ίδιος στην «Espresso» λίγο προτού αρχίσει την αφήγηση της μυθιστορηματικής ζωής του.
Είχατε δύσκολα παιδικά χρόνια;
Πολύ. Μεγάλωσα στη Φλώρινα. Ημασταν τρία αδέλφια, ο πατέρας μου έπαιζε λύρα και τραγουδούσε, Πόντιος. Πέθανε πολύ νέος, στα 27 του. Εγώ ήμουν τότε 5 χρονών. Η μάνα μου δεν μπορούσε να μας συντηρήσει, δεν την ήθελε κι η πεθερά της. Ετσι βρέθηκα αρχικά στη γιαγιά μου και μετά σε ορφανοτροφεία. Τρία άλλαξα μέχρι να ενηλικιωθώ. Τα αδέλφια μου από την άλλη δόθηκαν για υιοθεσία, αλλά με το που χώρισε το ζευγάρι που τα υιοθέτησε, κατέληξαν κι εκείνα σε ορφανοτροφεία.
Πού τραγουδήσατε για πρώτη φορά;
Στο κέντρο Μηλιές, δίπλα στο σπίτι μας, στη Φλώρινα. Το λέγανε έτσι γιατί στον εξωτερικό χώρο είχε όντως μηλιές. Τα καλοκαίρια, που έπαιρνα άδεια από το ορφανοτροφείο, σκαρφάλωνα στον μαντρότοιχο και έβλεπα τα προγράμματα. Επιπλέον μάθαινα απ’ έξω όλα τα τραγούδια που άκουγα στο ραδιόφωνο. Με πήγε εκεί η μάνα μου, έπειτα από δική μου επιμονή, και τραγούδησα ένα βράδυ λαϊκά και ελαφρά. Η φωνή μου άρεσε στον επιχειρηματία, αλλά ήμουν μόνο 14 ετών και είπε της μάνας μου να με ξαναστείλει στα 16. Ελα όμως που ένα βράδυ, που ήταν γεμάτο το μαγαζί του, «κλέφτηκαν» ο τραγουδιστής και η τραγουδίστρια που είχε, επειδή ο ίδιος απαγόρευε τις σχέσεις μεταξύ των καλλιτεχνών του, και ήρθε και με ζήτησε ο ίδιος. Ετσι ξεκίνησα. Εμεινα ενάμιση χρόνο εκεί και μετά δέχτηκα πρόταση από τη Θεσσαλονίκη.
Στη Θεσσαλονίκη τραγουδήσατε δίπλα σε μεγάλους ρεμπέτες, όπως ο Βαμβακάρης και ο Παπαϊωάννου. Πώς σας φέρθηκαν αυτοί οι μύθοι της μουσικής;
Με αγαπούσαν και με συμβούλευαν, γιατί ήμουν το γλυκό παιδί του μαγαζιού. Θυμάμαι ο Βαμβακάρης, επειδή είχε ζάχαρο, μου έλεγε: «Τώρα, που θα πας στην πατρίδα σου, τη Φλώρινα, φέρε μου ξινόμηλα, που έχετε ωραία εκεί». Πάντως, όποιος ρεμπέτης ερχόταν στο μαγαζί εγώ μάθαινα φαρσί τα τραγούδια του και όταν έφευγε, μου έλεγε το αφεντικό: «Ανέβα και πες τα εσύ τώρα, ξέρω πως τα έμαθες». Ετσι ανέβαινα στο πάλκο και τραγουδούσα ρεμπέτικα. Εμεινα τρεις σεζόν εκεί. Δεν ήθελε να φύγω με τίποτα ο επιχειρηματίας. Μάλιστα, ο πρώτος δίσκος που έκανα ήταν με ρεμπέτικα. Μου άρεσαν πολύ. Και τα λαϊκά. Πολύς κόσμος νομίζει ότι κάνω μόνο show, αλλά εγώ είμαι καθαρά λαϊκός τραγουδιστής.
Στη Θεσσαλονίκη δουλέψατε και με τη Ρίτα Σακελλαρίου;
Με τη Ρίτα βγαίναμε ντουέτο. Ηταν γνωστή τότε, αλλά δεν είχε κάνει ακόμα τις μεγάλες επιτυχίες της, όπως το «Ιστορία μου, αμαρτία μου». Βασικά, εγώ είχα παρτενέρ τη Μαριώ, την αρχοντορεμπέτισσα. Τότε Μαρία Σταματίου τη λέγανε, έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε, και μετά βγαίναμε μαζί και λέγαμε τα σουξέ της εποχής. Με τη Ρίτα λέγαμε κάποια ντουέτα επίσης, όπως το «Απόψε στις ακρογιαλιές» του Τσιτσάνη. Εκτός από τη Ρίτα όμως, είχα τη χαρά και την τιμή να δουλέψω με Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Γιώτα Λύδια, Δούκισσα, Διαμάντη, Λαμπράκη, Γαβαλά, Αγγελόπουλο, Μπιθικώτση, Περπινιάδη, με όλα τα μεγάλα ονόματα που υπήρχαν τότε, εκτός από τον Καζαντζίδη.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, έχοντας μετακομίσει στην Αθήνα πια, αρχίσατε να γράφετε ιστορία.
Πρώτα πήγα Αμερική και Καναδά. Θυμάμαι πήγαιναν τότε μόνο τα μεγάλα ονόματα σε αυτά τα μέρη, αλλά εμένα μου έγινε πρόταση και πήγα με μια παρτενέρ και ωραία τραγουδίστρια, με την οποία είμαστε μέχρι σήμερα αδελφικοί φίλοι, τη Λίζα Μουστάκα. Είχαμε μεγάλη επιτυχία τότε, μαζεύαμε τα δολάρια από τις πίστες, χαμός γινόταν. Δεν ήταν δηλαδή μόνο το καλό μεροκάματο, ήταν και η λεγόμενη «χαρτούρα», γέμιζε η πίστα με δολάρια. Από τα λεφτά που μάζεψα στην Αμερική αγόρασα ένα σπίτι στη μάνα μου, την οποία είχε δείρει τότε ο πατριός μου, και της είπα να τον εγκαταλείψει, πήρα και τα αδέλφια από τα ορφανοτροφεία και ένωσα πάλι όλη την οικογένειά μου.
Στην Αθήνα τα βρήκατε εύκολα τα πράγματα;
Καθόλου! Ηταν, θυμάμαι, μέση της σεζόν, και όσοι μου είχαν πει για δουλειά ήταν «κλεισμένοι». Με τα πολλά, βρήκα να τραγουδήσω στο χειρότερο μαγαζί της πόλης, ένα πολύ λαϊκό. Σκυλάδικα τα λέγανε τότε. Για να μπεις χρειαζόσουν κράνος και άμα έβγαινες ζωντανός, έκανες και τον σταυρό σου! Ελα όμως που το δικό μου το πρόγραμμα, με τα ελαφρολαϊκά τραγούδια και τα εκκεντρικά ντυσίματα, δεν άρεσε σε αυτήν την κατηγορία του κόσμου, με αποτέλεσμα να αρχίσουν σιγά σιγά να φεύγουν και να έρχονται άλλοι, όπως ζευγάρια και οικογένειες. Γέμιζε ασφυκτικά το μαγαζί κάθε βράδυ. Τρία χρόνια έμεινα εκεί, δεν με άφηνε ο επιχειρηματίας να φύγω. Μου έβγαζε περίστροφο κάθε φορά που ήταν να υπογράψω συμβόλαιο για την επόμενη σεζόν και μου έλεγε: «Υπόγραψε!» Στη συνέχεια όμως έβαλα στόχο να βρεθώ στα μεγαλύτερα μαγαζιά, όπως και έγινε. Πέρασα από τη Νέα Αθηναία, όπου έγινε χαμός, και μετά πήγα στα Δειλινά.
Δεχτήκατε σκληρή κριτική επειδή λανσάρατε τα shows και το εκκεντρικό ντύσιμο; Ηταν κάτι διαφορετικό…
Βέβαια, μα αυτό ήταν το πρόβλημά τους. Εγώ τα είχα ξεκινήσει από τη Φλώρινα όλα αυτά, απλά στην Αθήνα έγινε πιο επαγγελματικό το αποτέλεσμα, καθώς είχα χορογράφους, μπαλέτα και πιο φανταχτερά κοστούμια. Εγώ ήμουν πάντα της άποψης πως ο τραγουδιστής πρέπει να λάμπει. Ισως να με οδήγησε κι αυτό σε τούτη τη δουλειά. Πάντα μου άρεσε ό,τι άστραφτε. Ετρεχα σε μια βιτρίνα όταν έβλεπα κάτι να γυαλίζει. Ετσι και ο τραγουδιστής έπρεπε, για εμένα, να ξεχωρίζει πάνω στην πίστα. Επειδή, ωστόσο, έκανα μεγάλη επιτυχία τότε, ανάγκασα με τον τρόπο μου πολλούς καλλιτέχνες να σηκωθούν και να κινηθούν πάνω στην πίστα, ακόμη και να ντύνονται λίγο πιο προσεγμένα.
Είχατε βέβαια και συμμάχους, όλη η αφρόκρεμα της κοσμικής Αθήνας ερχόταν στα μαγαζιά όπου εμφανιζόσασταν.
Η Μελίνα Μερκούρη ήταν από τις πρώτες που με πίστεψαν, ερχόταν συχνά στη Νέα Αθηναία, όπως και άλλοι σταρ, η Αλίκη, η Τζένη, η Λάσκαρη, τα μοντέλα της εποχής, δημοσιογράφοι, ποδοσφαιριστές. Στη Νέα Αθηναία ξεκίνησα μαζί με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη. Εκείνη με έβαλε και στο θέατρο κι εγώ την πήγα στα μπουζούκια. Χορεύαμε και τραγουδούσαμε μαζί στο μαγαζί και κάναμε έναν άτυπο «διαγωνισμό» ποιος θα ντυθεί πιο εκκεντρικά.
Η Μελίνα σάς έφερε και τον Μάνο Χατζιδάκι στο μαγαζί;
Ναι, κι όταν ήρθε, εγώ έτρεμα από το τρακ. Θυμάμαι δεν κοιτούσε στην πίστα, είχε γυρίσει το κεφάλι του από την άλλη μεριά. Η Μελίνα τον σκουντούσε, εκείνος τίποτα. Επειτα όμως ήρθε στο καμαρίνι μουσικής και δεν θα ξεχάσω ποτέ τα λόγια του: «Δεν γύρισα, γιατί δεν ήθελα να δω ούτε τα μπαλέτα ούτε τα κοστούμια σου, αλλά ν’ ακούσω τη φωνή σου. Πιστεύω πως είσαι πολύ καλός τραγουδιστής και θέλω να σου κάνω μια εκπομπή, για να πεις τραγούδια πιο λιτά, με ένα όργανο ή a capella για να δουν την αξία σου αυτοί που σε κριτικάρουν». Πράγματι, μου έκανε μια εκπομπή και έγινε χαμός! Για δύο χρόνια έγραφαν εφημερίδες και περιοδικά. «Ενας μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής, που τραγουδάει με ήθος» είχε πει. Εκτοτε σαν να με μίσησαν όλοι οι τραγουδιστές και δεν ήθελε κανείς να συνεργαστεί μαζί μου. Ο Χατζιδάκις σκεφτόταν τότε να κάνει το «Οδός Ονείρων 2» με πρωταγωνιστή εμένα και δεν δέχτηκε κανείς να συμμετάσχει.
Ποιο είναι το πιο «τρελό» πράγμα που σας έχει συμβεί στην πίστα;
Μια φορά μια φίλη μου και γειτόνισσα, που τη λέγαμε «αρχόντισσα της Πειραϊκής», ανέβηκε στην πίστα και την ώρα που τραγουδούσα με φιλάει στο στόμα και μου τραβάει τη γλώσσα, την οποία και δαγκώνει με λύσσα! Κόντεψα να… μείνω. Νόμιζα πως μου την έκοψε!
Από τα τραγούδια που έχετε πει, ποιο είναι το αγαπημένο σας; Πέρα από τη «Φίρμα», που είναι πλέον κλασική…
Μου αρέσει πολύ και με εκφράζει το «Με το μικρόφωνο στο χέρι θα πεθάνω», που το λέω πάντα τελευταίο. Πιστεύω ότι θα γίνει έτσι, ότι δηλαδή θα τραγουδώ έως το τέλος. Πριν από έναν μήνα, ωστόσο, έκανα κι ένα τραγούδι με τον Ανδρέα Λάμπρου. Μέσα σε δυο κουπλέ και ένα ρεφρέν έχει χωρέσει όλη την καλλιτεχνική και προσωπική μου ζωή. «Κατάθεση ψυχής» λέγεται. Αυτό το τραγούδι είμαι εγώ.