Ο Πάνος Κόκκινος αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της δεκαετίας του ’70, έχοντας κερδίσει τρεις φορές στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Από τον Βαγγέλη Καράλη
Σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, μιλάει στην «Εspresso» για τα φτωχικά χρόνια που μεγάλωσε, στον Βόλο, τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα, όπου ζούσε σε παγκάκι στο Πεδίον του Αρεως, αλλά και για τη γνωριμία του με τον Τομ Τζόουνς, ο οποίος του πρότεινε καριέρα στην Αγγλία! Σε μια ειλικρινή εξομολόγηση ζωής ο σπουδαίος καλλιτέχνης μας «ταξιδεύει» σε ιστορίες του παρελθόντος που συγκινούν και γοητεύουν.
Πώς θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια;
Γεννήθηκα στη Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα χωριό που φτιάχτηκε εξ ολοκλήρου από πρόσφυγες που ήρθαν από την Ανατολική Ρωμυλία. Η οικογένειά μου ήταν οικογένεια αγροκτηνοτροφική. Χρόνια δύσκολα, και οι γονείς μου, ο Γιώργος και η Μόρφω, πάσχιζαν μέρα νύχτα να μεγαλώσουν εμένα και τα άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια μου. Στο δημοτικό, ο δάσκαλος ανακάλυψε ότι έχω καλή φωνή και με έβαλε στη χορωδία του σχολείου, και κάπως έτσι άρχισαν όλα. Συνειδητοποίησα ότι με μάγευε η μουσική και ότι αυτό ήταν που ήθελα να κάνω. Αρχισα να πηγαίνω στην εκκλησία του χωριού και να ψέλνω, και τότε ο παπάς του χωριού, που του έλειπε ένας ψάλτης, αποφάσισε να με στείλει στον Μανώλη Χατζημάρκο, έναν μεγάλο δάσκαλο βυζαντινής μουσικής της εποχής εκείνης, για να μάθω να ψέλνω σωστά. Κάπως έτσι άρχισαν όλα. Ηταν ένας δρόμος χωρίς επιστροφή. Ωραίος, αλλά δύσκολος δρόμος.
Στα 17 σας αποφασίσατε από τον Βόλο να έρθετε στην Αθήνα. Πώς πήρατε αυτή την απόφαση;
Δεν με χωρούσε πια ο τόπος. Ηθελα να πάω στη μεγάλη πόλη, με τα πολλά φώτα. Ηθελα να κυνηγήσω το όνειρό μου και να γίνω τραγουδιστής. Οι γονείς μου προσπάθησαν να με αποτρέψουν, αλλά όταν είδαν ότι δεν γίνεται τίποτα, μου έδωσαν την ευχή τους, 50 δραχμές, μπήκα σε ένα φορτηγό ενός φίλου που έκανε δρομολόγια Βόλο – Αθήνα και βρέθηκα στην Αθήνα!
Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην πρωτεύουσα και πώς βιοποριζόσασταν;
Καταρχάς, το πρόβλημα της στέγης. Οταν κατέβηκα στην Αθήνα δεν είχα κανέναν να με φιλοξενήσει. Τα λιγοστά χρήματα που είχα δεν έφταναν με τίποτα για ξενοδοχείο και έτσι το πρώτο μου κατάλυμα ήταν ένα παγκάκι στο Πεδίον του Αρεως. Δεν με πείραζε, ήταν καλοκαίρι, ήμουν μέσα στα φώτα και στους ανθρώπους, γιατί, βλέπετε, στο χωριό δεν είχαμε ακόμα ρεύμα και έτσι, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, αισθανόμουν ασφαλής. Επίσης, ένας γέρος νυχτοφύλακας του πάρκου που με συμπάθησε φρόντιζε να μη με πειράξει κανείς. Ετσι ήταν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή. Φρόντιζαν ο ένας τον άλλον. Αρχισα να δουλεύω κάνοντας ό,τι έβρισκα μπροστά μου για να βγάλω τα προς το ζην. Οικοδομή, βοηθός υδραυλικού και πολλά άλλα. Ομως ο στόχος ήταν να σπουδάσω μουσική και να γίνω καλός τραγουδιστής. Ετσι πήρα την απόφαση και πήγα στο Εθνικό Ωδείο. Μια καθηγήτρια Φωνητικής με πέρασε από ακρόαση κάνοντάς μου διάφορες ασκήσεις για να δει την έκταση της φωνής μου και έκπληκτη φώναξε τον μεγάλο Μανώλη Καλομοίρη, που ήταν διευθυντής του Ωδείου, λέγοντάς του: «Ελάτε να ακούσετε μια φωνή!» Ο Καλομοίρης εντυπωσιάστηκε και καταλαβαίνοντας την οικονομική μου δυσπραγία, μου έδωσε υποτροφία και έτσι άρχισα να σπουδάζω κλασικό τραγούδι στο Εθνικό Ωδείο! Τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν ανέλπιστα καλά και μια μέρα μια συμμαθήτριά μου, η Δανάη, μαθαίνοντας ότι δεν είχα πού να μείνω, με σύστησε σε ένα φιλικό της ζευγάρι που δεν είχαν παιδιά, και εκείνοι αποφάσισαν να με φιλοξενήσουν μέχρι να σταθώ στα πόδια μου. Αυτοί οι άνθρωποι μου στάθηκαν σαν δεύτεροι γονείς μου και αυτό είναι κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ετσι, λοιπόν, με στέγη και τροφή εξασφαλισμένη, όλα ως διά μαγείας έγιναν πιο εύκολα.
Πώς άρχισε η καλλιτεχνική σας πορεία;
Εμαθα για το περιβόητο «Καφενείο των Μουσικών», όπου εκεί πέραν του ότι σύχναζαν πολλοί μουσικοί, ήταν και ένας τόπος για να δικτυωθεί κανείς και να βρει δουλειά στα κέντρα διασκέδασης. Εκεί γνώρισα έναν μαέστρο και μου είπε ότι για να βρω δουλειά σαν τραγουδιστής πρέπει πρώτα να αποκτήσω ρεπερτόριο. Ετσι άρχισα να μελετώ διάφορα ιταλικά και αμερικάνικα τραγούδια και όταν αισθάνθηκα έτοιμος, πήγα και τον ξαναβρήκα. Με άκουσε, του άρεσε πολύ η φωνή μου, και χωρίς καλά καλά να το καταλάβω άρχισα να τραγουδώ στα καμπαρέ της Τρούμπας, την κοιτίδα της τζαζ μουσικής στην Αθήνα εκείνης της εποχής. Μαγικός κόσμος, υπέροχοι καλλιτέχνες και φανταστική μουσική. Η τζαζ με συνεπήρε, με μάγεψε. Τα καμπαρέ αποτέλεσαν ένα μεγάλο σχολείο για εμένα και μου έδωσαν πολλά εφόδια για τη μετέπειτα καριέρα μου. Στη συνέχεια γνώρισα μια σπουδαία καλλιτέχνιδα εκείνης της εποχής, τη μεγάλη Καίτη Μπελίντα, και εκείνη με τη σειρά της με γνώρισε στον Γιάννη Βέλλα, έναν σπουδαίο συνθέτη εκείνης της εποχής με πολύ μεγάλες επιτυχίες στο ενεργητικό του, και άρχισε η συνεργασία μας. Ξεκινήσαμε από το Αλσος, το περιβόητο αναψυκτήριο στο Πεδίον του Αρεως, με κονφερασιέ τον σπουδαίο Γιώργο Οικονομίδη, ο οποίος υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής και φίλος μου, και έτσι όλα πήραν τον δρόμο τους. Copa Cabbana, Αίγλη Ζαππείου, Κάστρο, συνεργασίες με σπουδαίους μουσικούς, Μωράκη, Μαρκέα, Καστρινό, Κατσαρό, Πλέσσα στην Ελληνική Ραδιοφωνία, Ρένα Βλαχοπούλου, Γιάννη Βογιατζή και πολλούς άλλους, συνεργασίες που με βοήθησαν να γίνω σιγά σιγά γνωστός και να φτιάξω το όνομά μου ως τραγουδιστής. Αισθάνομαι πολύ τυχερός και τους ευχαριστώ!
Σημαντικό κεφάλαιο στη μουσική σας διαδρομή αποτελούν οι διακρίσεις σας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θα μας τις αναφέρετε; Τι αναμνήσεις έχετε από εκείνες τις στιγμές;
Εχω ήδη αρχίσει συνεργασία με τους Faces, ένα εξαιρετικό συγκρότημα που έφτιαξε ο αδελφός της συζύγου μου, ο Γιώργος Μπουλουγουράς, ο οποίος τότε έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε στο συγκρότημα και μετέπειτα, όπως όλοι γνωρίζουμε, έκανε μεγάλη καριέρα ως τραγουδιστής. Τα καλοκαίρια παίζαμε σε μεγάλα ξενοδοχεία στα νησιά και το καλοκαίρι του ’69 κάποια μέλη της επιτροπής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μού πρότειναν να τραγουδήσω δύο τραγούδια, το «Πικρό παράπονο» του Αλέκου Σπάθη και το «Εκείνη» του Τόλη Βοσκόπουλου. Το δέχτηκα με πολύ μεγάλη χαρά. Το φεστιβάλ εκείνες τις εποχές ήταν το καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς, συμμετείχαν οι μεγαλύτεροι Ελληνες τραγουδιστές, τεράστιες ορχήστρες με σπουδαίους μαέστρους και, βέβαια, ένα κατάμεστο Παλέ ντε Σπορ! Συγκλονιστική εμπειρία! Δεν είχα τραγουδήσει ξανά σε τόσο πολυπληθές κοινό, δεν είχα ξανατραγουδήσει με τόσο μεγάλη ορχήστρα. Μαγεία! Κέρδισα το πρώτο βραβείο με το «Πικρό παράπονο» και βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας με το «Εκείνη». Το 1970 κέρδισα το δεύτερο βραβείο με το «Σαν προσευχή» του Καστρινού, ένα πολύ δύσκολο και άκρως «φεστιβαλικό» τραγούδι, και το 1971 το τρίτο βραβείο με ένα τραγούδι δικό μου, τον «Ανεμο». Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με καταξίωσε στο ευρύ κοινό, γι’ αυτό και χρωστώ πολλά σε αυτόν τον θεσμό.
Εχετε γνωρίσει τον Πολ Μακ Κάρτνεϊ των Μπιτλς, τον Ενγκελμπερτ Χάμπερντινγκ και τον Τομ Τζόουνς. Πώς τους γνωρίσατε και τι θυμάστε;
Ηταν την εποχή που έπαιζα με τους Faces στα μεγάλα ξενοδοχεία στα νησιά. Η Ελλάδα προσέλκυε από τότε πολλούς vips και έτσι γνωρίστηκα και με τους τρεις. Ερχονταν στο club και μας άκουγαν, ανέβαιναν και τραγουδούσαν μαζί μας και κάναμε παρέα. Super stars χωρίς καθόλου έπαρση. Σπουδαίοι άνθρωποι!
Θα μας αναφέρετε κάποια ανέκδοτη ιστορία από τις συνεργασίες σας;
Ο Τομ Τζόουνς ήθελε να με πάρει μαζί του στην Αγγλία να κάνω καριέρα εκεί, γιατί πίστευε πολύ στη φωνή μου. Εγώ όμως δεν μπορούσα να πάω, γιατί μόλις είχα κάνει οικογένεια, και δεν βάζω τίποτα πιο πάνω από την οικογένειά μου.
Το 1974 και ενώ βρισκόσασταν στο απόγειο της επιτυχίας σας, αποφασίσατε να επιστρέψετε στη γενέτειρά σας, τον Βόλο. Πώς πήρατε αυτή την απόφαση;
Το ελαφρό τραγούδι εκεί γύρω στο ’74 άρχισε να παραχωρεί τη θέση του στο πιο λαϊκό τραγούδι. Ετσι αποφάσισα να κάνω μια στροφή στην καριέρα μου και να ασχοληθώ με τις επιχειρήσεις. Ανοιξα έναν πολυχώρο εκδηλώσεων, το Kokkinos club, και παράλληλα με τη διεύθυνσή του συνέχισα να τραγουδώ εκεί και να φιλοξενώ καλλιτέχνες που μου άρεσαν. Από το Kokkinos club, που λειτουργεί μέχρι σήμερα, έχουν περάσει σχεδόν όλοι!
Εχετε δύο γιους, τον Τόλη και τον Τζίνο Κόκκινο, που ακολουθούν τα βήματά σας ως καλλιτέχνες. Νιώθετε περήφανος για τη μουσική τους πορεία;
Αισθάνομαι πολύ περήφανος για τα παιδιά μου, γιατί εκτός από εξαιρετικοί μουσικοί με πολύ σοβαρές σπουδές, είναι και υπέροχοι άνθρωποι. Τους καμαρώνω και χαίρομαι σε κάθε τους επιτυχία!
Σήμερα πώς σχολιάζετε τη μουσική βιομηχανία που υπάρχει στη χώρα μας;
Πρόχειρη. Παρόλο που συνεχίζουν να γράφονται ωραία τραγούδια, παρόλο που υπάρχουν καταπληκτικοί τραγουδιστές και μουσικοί, αυτό που προβάλλουν είναι τραγούδια με σύντομη ημερομηνία λήξης. Μάλλον αυτό εξυπηρετεί κάποιους σκοπούς.