Ο Γιώργος Πάντζας φιλοξενήθηκε στην εκπομπή «Στούντιο 4» και μίλησε για την καριέρα, την οικογένειά του ενώ «λύγισε» όταν θυμήθηκε αγαπημένα του πρόσωπα ανάμεσά τους, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.
«Όταν γεννήθηκα εγώ, ήρθε η γερμανική κατοχή, στη συνέχεια η Ιταλική και ζήσαμε υπό κατοχή. Η μάνα μου κι ο πατέρας μου ήταν μορφωμένοι άνθρωποι. Ο πατέρας μου μιλούσε δύο γλώσσες. Δεν προχώρησε παραπάνω γιατί ήταν αριστερός. Εξορία 17 χρόνια Ήταν φοβερό να μεγαλώνεις και ο πατέρας σου να είναι στην εξορία. Ευτυχώς είχα κοντά μου τον θείο μου. Ο πατέρας μου επί κατοχής ήταν διωκόμενος. Τον έχω δει με βγαλμένα νύχια, μαχαιρωμένο, τέσσερις μήνες ετοιμοθάνατος ήταν, μαχαιρωμένος από Ιταλούς φασίστες και Έλληνες συνεργάτες τους», ανέφερε για τα παιδικά του χρόνια.
«Όταν λέω ότι είμαι 86 ετών αλλά αισθάνομαι το πολύ 70, σημαίνει ότι είμαι μια χαρά από υγεία, ψυχική και σωματική. Μπορώ και απ’ τη μέση και πάνω και απ’ τη μέση και κάτω. Μπορώ να είμαι φυσιολογικός 5-6 φορές την ημέρα», είπε με δόση χιούμορ. Με τη σύζυγό του είναι μαζί 44 χρόνια και δεν μπορεί να σκεφτεί τη ζωή του χωρίς εκείνη. «Μόνο στην σκέψη ότι δεν θα είναι δίπλα μου με πιάνει πανικός. Πιστεύω ότι η γυναίκα είναι το ωραιότερο πλάσμα που δημιούργησε ο κόσμος. Χωρίς τη γυναίκα η ζωή θα ήταν άδεια».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο στήριγμά του, τη γυναίκα που τον σημάδεψε και δεν ήταν άλλη από τη μητέρα του. «Το 1971 της αγόρασα σπίτι στο Παγκράτι, να φύγουμε πια από το νοίκι. Ήρθε κι ο πατέρας μου από την εξορία. Ξαφνικά ήρθε ο κεραυνός, το 1973, αρρώστησε με καρκίνο και μέσα σε 9 μήνες την έχασα. Δεν μου το είπε, μου το έκρυψε. Έφυγε το 1974 πριν προλάβει να ζήσει πολλά πράγματα που θα μπορούσα να της προσφέρω.
Στο κομοδίνο μου έχω τις φωτογραφίες της, κάθε μέρα μιλάμε. Έχω φτιάξει ένα εκκλησάκι στο όνομά της, Αγία Αικατερίνη, στην κυριολεξία». Φανερά συγκινημένος υπήρξε μόλις αναφέρθηκε στον Λάμπρο Κωνσταντάρα. «Είναι ο άνθρωπος στον οποίο οφείλω όλη την κινηματογραφική μου καριέρα. Με έβαλε στην πρώτη ταινία, τα “Ερωτικά παιχνίδια”. Μια μέρα έχουμε πάει κάπου εκεί στη Γλυφάδα να φάμε… Λαμπρούκο μου… Και μου λέει “Γιώργο μου δεν με χρειάζεσαι, τώρα μπορείς να πετάξεις μόνος σου”».