Επειτα από 68 ολόκληρα χρόνια στο τραγούδι, κατεβάζει ρολά. Και δεν θα ήταν σπουδαία είδηση, αν ένας από τους τελευταίους θρύλους του λαϊκοδημοτικού τραγουδιού δεν ήταν ο Κώστας Σκαφίδας, ο άνθρωπος που έχει «οργώσει» την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλα τα πανηγύρια φτάνοντας μέχρι τον Καναδά, την Αυστραλία, την Αμερική, τη Γερμανία και γενικά σε όλο τον απόδημο Ελληνισμό.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Σήμερα Σάββατο που διαβάζετε αυτή τη συνέντευξη ο μεγάλος βάρδος του δημοτικού τραγουδιού τραγουδάει τελευταία φορά δημοσίως σε ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της Αττικής, στον Ασπρόπυργο. «Δεν θέλω να με βλέπουν και να με λυπούνται πάνω στην πίστα. Αν και η φωνή μου αντέχει πολύ, ωστόσο θέλω να ξεκουραστώ και όσα χρόνια μού μένουν θέλω να τραγουδάω μόνο σε παρέες για τους φίλους μου» μας λέει συγκινημένος.
Τον 86χρονο Κώστα Σκαφίδα τον συναντήσαμε στον Μαραθώνα, ντυμένο με λευκά ρούχα και με καπέλο καπετάνιου. Εκεί έχει το καταφύγιό του στα 26 στρέμματα ενός επίγειου παραδείσου. Μέσα σε αυτό έχει δεκάδες οπωροφόρα δέντρα, εκκλησία, πισίνες, αλλά και τα πέντε παιδιά του, που είναι πάντα στο πλευρό του.
«Νομίζω μόνο ο Νίκος Ξανθόπουλος κι εγώ το καταφέραμε αυτό» μας λέει και χαμογελάει. Για τις νεότερες γενιές ο Κώστας Σκαφίδας είναι απλώς ένας «παλιός», καλός τραγουδιστής. Για το καλλιτεχνικό στερέωμα είναι μύθος, αφού στο ενεργητικό του έχει πάνω από 500 τραγούδια σε πρώτη εκτέλεση. «Το μεγάλο μου παράπονο είναι ότι δεν έχω ούτε έναν δίσκο δικό μου. Τους χαρίζαμε τότε που τους παίρναμε, και τώρα ψάχνω να βρω τα τραγούδια μου για να τα δηλώσω στο σωματείο να παίρνουμε κάνα φράγκο» λέει και γελάει. Σε μια εξομολόγηση αλλά και ιστορική στιγμή για το δημοτικό τραγούδι σήμερα, ο «Καζαντζίδης του δημοτικού τραγουδιού», όπως τον αποκαλούν, ανοίγει την καρδιά του και μιλάει για όλα.
Πού γεννηθήκατε, κύριε Σκαφίδα;
Γεννήθηκα στο Γαλάτσι από φτωχική οικογένεια, Νίκο. Για να ορθοποδήσω, έκανα τόσο πολλές δουλειές, που πρέπει να γράψω βιβλίο για να τις απαριθμήσω. Από 11 χρονών άρχισα να τραγουδάω τυχαία στο Μαρκόπουλο. Μετά είχα μπλέξει με κάποιους λαϊκούς τραγουδιστές, όπως ήταν ο Σκορδίλης.
Οι γονείς σας, φτωχοί;
Πάμφτωχοι. Ο πατέρας μου ήταν από τη Ρούμελη και η μάνα μου πέθανε όταν ήμουν εγώ έξι χρονών. Ημασταν τέσσερα αδέρφια.
Στο σχολείο ήσασταν καλός μαθητής;
Σχολείο; Και που πήγα λίγες τάξεις, δώρο άδωρον. Πήγα στο νυχτερινό στον Παρνασσό. Ομως δούλευα σε ένα κουρείο το πρωί και από την κούραση που είχα, όταν πήγαινα το βράδυ σχολείο, κοιμόμουν στα θρανία.
Νιώσατε φτώχεια εκείνα τα χρόνια;
Μόνο φτώχεια; Από πέντε ετών παιδί, ξυπόλητο, πουλούσα τσιγάρα στα στενά της Κυψέλης για να βγάλω ένα χαρτζιλίκι. Γύριζα στο σπίτι και τα πόδια μου έτρεχαν αίματα. Τι να σου πω τώρα. Πολύ άσχημες καταστάσεις. Η δική μου γενιά έφτιαξε την Ελλάδα. Γι’ αυτό θα πρέπει να μας ευγνωμονούν οι νεότερες γενιές. Οταν λοιπόν έφυγα από τις παρέες με τους λαϊκούς τραγουδιστές εκείνης της παλιάς γενιάς, που είχαν μπλέξει με ουσίες κ.λπ., τα παράτησα. Συνέχισα να δουλεύω στο κουρείο και μετά άνοιξα ένα δικό μου μικρό κουρείο. Ομως παράλληλα τραγουδούσα. Ετσι, αυτοδίδακτος. Δεν με έμαθε κανένας. Δηλαδή στην ηλικία των 17 ετών ακουγόταν παντού το… Συγκρότημα Σκαφίδα.
Εκείνη την εποχή ποιοι μεσουρανούσαν;
Ο Δημήτρης Ζάχος. Ο μεγάλος αυτός τραγουδιστής κατάφερε να επαναφέρει το δημοτικό τραγούδι σε όλη την Ελλάδα. Ηταν ο σταρ του δημοτικού τραγουδιού. Προτού βγει ο Ζάχος, ήταν οι παλιότεροι, όπως ο Παπασιδέρης, όμως το δημοτικό είχε αρχίσει να χάνεται. Ετσι, κόλλησα κι εγώ δίπλα στον σταρ Δημήτρη Ζάχο και συνεργαστήκαμε για πολλές δεκαετίες μαζί. Οπου πήγαινε ο Ζάχος έκλειναν οι δρόμοι. Είχε τέτοιο εκτόπισμα. Κάποια στιγμή ένας Κούτρας μού λέει: «Ρε Κώστα, σε ζητάνε στο Κριεκούκι να πας να τραγουδήσεις». Πράγματι, πηγαίνει το Συγκρότημα Σκαφίδας και, μόλις είδα ότι πήρα χρήματα που θα τα έβγαζα από το κουρείο σε δύο μήνες, παράτησα το κουρείο κι έκανα επάγγελμα το τραγούδι. Μετά με βλέπει ο Βασίλης Χειλάς, που είχε την περιβόητη Τριάνα του Χειλά, και μου κάνει πρόταση. Παιδί εγώ ακόμη, έτρεμα. Τότε φίρμες ήταν η Μαριάννα Χατζοπούλου και η Πόλυ Πάνου. Για να μπεις στην Τριάνα του Χειλά έπρεπε να είσαι τεράστιο όνομα. Αυτό μου έκανε καλό. Γιατί ανέβηκε τόσο πολύ το κασέ μου, που ούτε ο Ζάχος δεν το έπαιρνε εκείνη την εποχή. Ομως κι εγώ είχα τόσο σουξέ, που έρχονταν από όλη την Αττική για να ακούσουν τον Σκαφίδα.
Ποιος συνθέτης σάς πίστεψε και σας έδωσε την πρώτη μεγάλη σας επιτυχία;
Ο μεγάλος Κοκοτίνης. Τότε στην Columbia υπήρχαν οι «συμμορίες» και καθένας προσπαθούσε να επιβάλει τους δικούς του καλλιτέχνες. Ο Κοκοτίνης τούς λέει: «Εγώ θα φέρω τον Σκαφίδα γιατί τον θέλει ο κόσμος». Κάποιοι έπεσαν να τον φάνε, αλλά επιβλήθηκε και πήγα. Ο πρώτος δίσκος έκανε τεράστια επιτυχία και από τις δύο πλευρές. Εκτοτε κατάφερα να κάνω και κουμάντο στην Columbia. Επέβαλλα τους δικούς μου μουσικούς, γιατί η επιτυχία μου ήταν τεράστια. Θυμάμαι υπήρχαν φορές που δεν είχα τσιγάρο να καπνίσω από τη φτώχεια αλλά, όταν πήγαινα στο Καφενείο των Μουσικών, ήμουν ντυμένος στην πένα. Και όλοι πίστευαν ότι είμαι ο… Ωνάσης. (γέλια)
Με τον Καζαντζίδη υπήρξατε στενοί φίλοι…
Τον λάτρεψα και με λάτρεψε σαν αδερφό. Οταν άνοιξα το δικό μου μαγαζί, πρώτος μπήκε μέσα ο Καζαντζίδης να το δει και μετά εγώ. Κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι. Θυμάμαι μια φράση που μου έλεγε: «Κώστα, στο τραγούδι δεν υπάρχει ούτε πρώτος ούτε τελευταίος. Αυτά είναι γούστα. Αλλος γουστάρει τον Γαβαλά και άλλος εμένα». Εγώ τραγουδάω 68 χρόνια. Δεν ξέρω πώς τραγουδάω και τι τρόπος υπάρχει. Ξέρω όμως να ακούω καλά τα τραγούδια. Αν μου βάλεις κάποιον απέναντί μου, θα σου πω «αυτός τα λέει καλά». Το τραγούδι είναι έμφυτο. Δεν μαθαίνεται. Θυμάμαι τότε που βγήκα εγώ ήταν όλα τα ιερά τέρατα ζωντανά και τραγουδούσαν. Ο Μεϊντανάς τραγουδούσε εδώ και ακουγόταν μέχρι το κέντρο της Αθήνας. Ηταν ο Μήτσος Αραπάκης που δούλεψα μαζί του όσο λίγοι.
Στη σύγχρονη μουσική ιστορία δύο μπορούσαν να κάνουν αμανέδες: Περπινιάδης και Σκαφίδας. Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη τεχνική;
Με τον Περπινιάδη ήμασταν σαν αδέρφια. Δουλέψαμε μαζί μισό αιώνα. Είχαμε δώσει υπόσχεση, αν θα λείπει ο ένας από το μαγαζί, να μην πηγαίνει ούτε ο άλλος. Δεν υπάρχει ιδιαίτερη τεχνική. Υπάρχει η φλόγα που βγαίνει από την καρδιά και εκδηλώνεται ως φωνή.
Στη χρυσή εποχή που μεσουρανήσατε για ποιον καλλιτέχνη «έσπαγαν» οι πόρτες;
Γέμιζαν όλα τα μαγαζιά και δουλεύαμε εφτά μέρες την εβδομάδα. Εκείνος που γέμιζε στάδια ήταν ο Καζαντζίδης. Δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια σωστή φωνή.
Σας είπε ποτέ γιατί σταμάτησε το τραγούδι;
Με τον Καζαντζίδη ήμασταν «αδέρφια». Οταν λοιπόν έφυγε από το τραγούδι, τον ρωτάω όπως πίναμε τα κρασιά μας και μου απαντάει: «Κώστα, δεν μπορώ να ανεχτώ τους αγαπητικούς και τους μπράβους των νυχτερινών κέντρων που μου επέβαλλαν πού θα εμφανιστώ εγώ». Επίσης μου είπε με παράπονο: «Για ποιον να δουλέψω, ρε Κώστα; Παιδιά δεν έχω. Αρα σε ποιον να τα αφήσω;» «Εφυγε» πολύ πικραμένος από το θέμα του παιδιού.
Σας είπε τον λόγο που δεν έκανε παιδιά;
Το ξέρω όσο κανείς άλλος το θέμα αυτό. Οταν μάζευαν τους ιδεολόγους αριστερούς, με πήρε ένας συγγενής που ήταν μέσα στην Αστυνομία και μου είπε: «Πάρε τον Στέλιο και κράτησέ τον σπίτι σου μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα». Στον Διόνυσο μου λέει: «Σταμάτα εδώ». Σταματάω σε κάτι χαλάσματα όπου πετάλωναν μουλάρια τα παλιά χρόνια. Τον βλέπω και ανηφορίζει στα χαλάσματα. Επειτα από μισή ώρα επιστρέφει κλαμένος. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, πηγαίνουμε στο σπίτι και μου λέει: «Σε εκείνα τα χαλάσματα έπαθα τη ζημιά και δεν μπορώ να κάνω παιδιά». Τον είχε κλοτσήσει ένα μουλάρι κι έμεινε ανίκανος. Αυτό το μυστικό το ήξερα μόνο εγώ. Ούτε καν η μάνα του δεν το ήξερε. Τότε λοιπόν ο Στέλιος είχε μια κοπέλα από την Πρέβεζα και μου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Κάποια στιγμή η μάνα του η κυρα-Γεθσημανή μού έβαλε λόγια και μου έλεγε συνέχεια ότι ο Στέλιος πρέπει να χωρίσει από την κοπέλα αυτή. Σε μια κουβέντα μας λοιπόν πετάγομαι και της λέω: «Σου αρέσουν τα παιδιά;» Μου απαντάει: «Πολύ». Και μου ξεφεύγει και της αποκαλύπτω ότι ο Στέλιος δεν μπορεί να κάνει παιδιά. Το λέει στον Στέλιο εκείνη και αυτό ήταν το τέλος της σχέσης μας με τον Στέλιο. Γιατί στο υποσυνείδητο είχαν μπει τα λόγια της κυρα-Γεθσημανής που ήθελε να τον χωρίσει.