Θα μπορούσαμε να μιλάμε για σενάριο μελό ταινίας με πρωταγωνιστές τον Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση. Ωστόσο η ιστορία του Ελληνα βασιλιά της μόδας στο Περού Γιώργου Στρατούρη είναι πέρα ως πέρα αληθινή. Ενας Ελληνας που από τα βουλκανιζατέρ των Μεγάρων κατέληξε να είναι ο σχεδιαστής μόδας διεθνών σταρ που πάτησαν το κόκκινο χαλί των Οσκαρ.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Αν και το πρόγραμμά του είναι πολύ επιβαρυμένο, έπειτα από περίπου δύο εβδομάδων προσπάθεια ο Γιώργος Στρατούρης άνοιξε την καρδιά του στην «Espresso» και μίλησε για το δικό του παραμύθι ζωής, το οποίο κατάφερε να κάνει πραγματικότητα χωρίς να έχει ούτε ένα ευρώ στην τσέπη του. Η συζήτησή μας έγινε μέσω Skype, με έντονη συναισθηματική φόρτιση από πλευράς του διάσημου Ελληνα σχεδιαστή, ο οποίος δεν σταματούσε να μας υπενθυμίζει την αγάπη του για τους γονείς του.
Πώς καταφέρατε να λάβετε τον τίτλο «βασιλιάς της μόδας» στο Περού;
Κανείς δεν γνωρίζει στη διαδρομή του πώς θα καταλήξει. Αυτό που σήμερα έχω καταφέρει δεν το είχα ποτέ στο μυαλό μου. Ξεκίνησα από το απόλυτο μηδέν. Είχαμε ένα κατάστημα βουλκανιζατέρ στα Μέγαρα μαζί με τον αδερφό μου. Από τα 18 μου έως τα 42 μου δούλευα εκεί. Ωστόσο, πάντα το όνειρό μου ήταν να γίνω σχεδιαστής μόδας. Ηταν ένας κρυφός πόθος αυτό και δεν το έβγαζα παραέξω από ανασφάλεια και ντροπή. Τα χρόνια εκείνα ήταν και πιο σκληρά. Αλλωστε, μέσα στα λάστιχα βουτηγμένος, τι θα μπορούσα να πω εγώ για τα όνειρά μου… Από την άλλη, πάντα είχα στο μυαλό μου να φύγω, να κάνω αυτό που θέλω πραγματικά. Ομως όταν ζεις σε μια πόλη όπου μεγάλωσες, γαλουχήθηκες και έχεις εκεί την οικογένειά σου, νιώθεις τύψεις να τα αφήσεις όλα και να φύγεις. Ολα αυτά όμως θεωρώ πως πηγάζουν από την ανασφάλειά μου να φύγω από το σίγουρο βουλκανιζατέρ στο άγνωστο που ήθελα να πάω εγώ. Στο βουλκανιζατέρ δούλευα πάρα πολύ, γιατί δεν ήμουν ευχαριστημένος με τη ζωή που ζούσα. Ημουν πολύ λυπημένος, θα έλεγα. Περνώντας τα χρόνια, όλο και αγχωνόμουν περισσότερο ότι δεν θα καταφέρω να κάνω ποτέ τα όνειρά μου πραγματικότητα.
Οι γονείς σας πώς πήραν την απόφασή σας αυτή να εγκαταλείψετε τα πάντα και να φύγετε;
Αν δεν έφτανα στον πάτο ψυχολογικά, δεν θα έκανα ποτέ αυτή την αλλαγή. Είχα φτάσει σε σημείο να υποφέρω από κατάθλιψη. Αρχισα θεραπεία και έπειτα από πέντε χρόνια θεραπεία, σε ηλικία 41 ετών, πήρα τη μεγάλη απόφαση, νιώθοντας πιο έτοιμος από ποτέ. Μια μέρα, όπως γυρνούσα σπίτι με το ποδήλατο, μπήκα μέσα και λέω του αδερφού μου: «Φεύγω! Δεν θα ακούσω τίποτα και κανέναν. Εγώ φεύγω». Τότε ήταν που είπα μέσα μου πως, αν δεν κάνω σήμερα το μεγάλο βήμα, δεν θα το κάνω ποτέ. Με έπιασε πανικός ότι δεν θα πραγματοποιήσω ποτέ τα όνειρά μου. Πήγα στον υπάλληλό μου και του πούλησα το αυτοκίνητό μου. Δεν είχα ούτε φράγκο στην τσέπη. Πήγα σπίτι, μάζεψα τα πράγματα και είπα και στους γονείς μου το «φεύγω». Εμειναν αποσβολωμένοι για ώρα να με κοιτούν. Την επόμενη μέρα ο πατέρας μου με πήγε στον προαστιακό με τις βαλίτσες στα χέρια. Δεν θα ξεχάσω τα κλάματα του πατέρα μου, έκανε σαν μικρό παιδί. Η διαδρομή εκείνη των πέντε λεπτών μού φάνηκε ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο.
Ξέρατε πού θα πάτε, ποιος ήταν ο προορισμό σας;
Ηθελα να πάω στο Βερολίνο όπου είχα κάτι φίλους εκεί. Πήγα για τρεις μήνες, ωστόσο πάντα ήθελα να πάω στο Περού, το οποίο είχα επισκεφθεί ως ταξιδιώτης πολλά χρόνια πριν. Εκεί είχα γνωρίσει μια κοπέλα, η οποία στην πορεία μού φάνηκε χρήσιμη. Φτάνω εκεί χωρίς να γνωρίζω τη γλώσσα, χωρίς να έχω λεφτά, χωρίς να έχω πού να μείνω. Κι εκεί με έπιασε άλλη ταραχή: συνειδητοποίησα τι τρέλα έχω κάνει. Αφησα τα πράγματά μου σε ένα δωμάτιο που βρήκα σε μια ταράτσα από ελενίτ. Εβραζε ο τόπος. Παίρνω τηλέφωνο έναν φίλο που είχα γνωρίσει από το ταξίδι μου και μου απαντάει: «Κάτσε εκεί που είσαι, μην κουνιέσαι». Με πήρε σπίτι του και μείναμε μαζί στο σπίτι με τη σύζυγό του και τα παιδιά του. Με ρώτησε διάφορα πράγματα και άρχισα να του λέω ότι θέλω να μάθω τη γλώσσα και να κάνω σχέδιο. Την επόμενη μέρα γράφτηκα σε σχολείο για την ισπανική γλώσσα. Κάθισα εκεί έναν χρόνο, μέχρι το 2012, και επέστρεψα στην Ελλάδα για κάποιους μήνες. Οσο κι αν με πίεσαν στην Ελλάδα να μείνω, είχα πει στον εαυτό μου ότι ο κύκλος αυτός είχε τελειώσει για μένα. Φτιάχνοντας το βιογραφικό μου, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα να γράψω και πολλά πράγματα, παρά μόνο ότι έχω δουλέψει στο βουλκανιζατέρ της οικογένειας. Τελικά, στο Περού βρήκα δουλειά σε μια αποθήκη με υπολογιστές. Μου έστειλαν ένα χαρτί για να πάρω τη βίζα και τον Απρίλιο του 2013 επέστρεψα στο Περού και έπιασα δουλειά.
Και από εκεί αρχίζει το παραμύθι σας;
Κι εκεί όμως δεν ήμουν ευχαριστημένος, γιατί ήθελα να κάνω σχεδίαση ρούχων. Ετσι έφτιαξα το σήμα που έχω και σήμερα στην εταιρία μας. Μόνο αυτό ήξερα να κάνω στον υπολογιστή. Περνώντας μια μέρα από έναν δρόμο, είχα δει ένα πολύ παλιό μαγαζί με υφάσματα, όπου έφτιαχναν κοστούμια στα μέτρα του πελάτη. Μπήκα μέσα και τους είπα για δουλειά. Ηταν ένα μαγαζί εντελώς παρατημένο. Στην αρχή δεν με δέχτηκαν. Ομως επέμεινα και τους είπα ότι δεν με νοιάζει αν θα μου δίνουν χρήματα, αλλά να δουν τη δουλειά μου. Με εμπιστεύτηκαν και άρχισα να φτιάχνω τις βιτρίνες, τα ράφια, τα πάντα. Μέσα σε έναν χρόνο το μαγαζί αύξησε τη δουλειά του 100%. Οι πελάτες σιγά σιγά με εμπιστεύονταν και ρωτούσαν εμένα για τα πάντα. Ομως τα χρήματα ήταν τόσο λίγα, που δεν έφταναν ούτε για το φαγητό μου. Ετσι, πήγα και βρήκα και ένα άλλο μαγαζί με υφάσματα, έκοβα κομμάτια υφασμάτων και τα έφτιαχνα μαντίλια. Από τα μαντίλια μεταπήδησα στα πουκάμισα. Ετσι σιγά σιγά έφυγα από το μαγαζί όπου εργαζόμουν και πήγαινα και πουλούσα τη δική μου πραμάτεια. Ημουν σε ένα ταξί με μια τσάντα στους δρόμους όλη μέρα. Μια μέρα μού τηλεφωνεί η κοπέλα που είχα γνωρίσει παλιά και η οποία εργαζόταν σε μεγάλη εταιρία, και μου έδωσε μια παραγγελία να αναλάβω να φτιάξω μαντίλια για όλες τις εργαζόμενες της εταιρίας όπου εργαζόταν και γραβάτες για τους υπαλλήλους. Αυτή ήταν η πρώτη δουλειά με την οποία πήρα οικονομική ανάσα. Ενα άλλο βράδυ μια κυρία που είχα γνωρίσει στο κατάστημα με τα υφάσματα όπου εργαζόμουν μου τηλεφωνεί και μου λέει: «Γιώργο, δεν σε βρήκα στο μαγαζί όπου σε είχα γνωρίσει. Μου έδωσαν το τηλέφωνό σου». Παντρευόταν και μου έδωσε να της ράψω το κοστούμι του συζύγου της και των παιδιών της από τον πρώτο γάμο, που ήταν μεγάλα πια. Τα κοστούμια αυτά είχαν τόση επιτυχία, που ο μάνατζερ γάμων, όταν τα είδε στον γάμο, ρώτησε πού τα έφτιαξε και μου τηλεφώνησε για συνεργασία για τους γάμους που αναλαμβάνει. Από τα λεφτά του γάμου αυτού νοίκιασα ένα πολύ καλό σπίτι στο κέντρο της Λίμα. Σιγά σιγά το διαμέρισμα αυτό το έκανα ατελιέ.
Σας αγάπησαν οι κάτοικοι της χώρας;
Πάρα πολύ. Πολύς κόσμος με είχε δει από πόσο χαμηλά ξεκίνησα και στις αποθήκες με τους υπολογιστές όπου πηγαινοερχόμουν νύχτα μέρα, αλλά και με τα μαντίλια που πουλούσα από μαγαζί σε μαγαζί. Κανείς δεν σου κάνει τη χάρη να σε αγαπήσει χωρίς να έχεις δώσει καλό αποτέλεσμα. Πλέον έχω φτάσει να έχω το πιο ακριβό προϊόν σε όλο το Περού και την περισσότερη πελατεία. Πριν από λίγους μήνες μεταφερθήκαμε σε νέο χώρο και πλέον φτιάχνουμε και παπούτσια στα μέτρα του πελάτη, έως και μανικετόκουμπα.
Σας λείπει η προηγούμενη ζωή σας;
Δεν τη θυμάμαι καν. Νομίζω ότι εδώ άρχισε η ζωή μου. Δεν το λέω με κακό πρόσημο. Απλώς εκεί δεν ζούσα. Ηταν ένας Γιώργος ο οποίος ζούσε για τους άλλους. Εδώ γνώρισα τον Γιώργο και αγάπησα τον Γιώργο. Ξεκίνησα από το μηδέν και πλέον λέω ότι το μηδέν αυτό είναι δικό μου. Ξεκίνησα με μια τσάντα του δρόμου κι έφτασα σήμερα σε αυτό που έφτασα.
Οι γονείς σας σήμερα σας λείπουν;
Είναι το μόνο που μου λείπει από τη ζωή μου εδώ. Ομως μπορώ να σου πω ειλικρινέστατα ότι ποτέ δεν είχα πιο ουσιαστική σχέση μαζί τους από αυτή που έχω σήμερα. Εχουμε μια επαφή πολύ πιο ουσιαστική και πραγματική απ’ ό,τι είχαμε όλα τα χρόνια που ζούσαμε μαζί. Πλέον με τους γονείς μου συζητάμε πολύ πιο ουσιαστικά πράγματα απ’ όσα συζητούσαμε όταν ήμασταν μαζί όλοι σε ένα σπίτι.
Στον δρόμο σάς αναγνωρίζουν οι Περουβιανοί;
Νομίζω ναι. Ολα αυτά τα χρόνια εγώ έδωσα περισσότερη προσοχή στο να δουλέψω και να ξαναφτιάξω τη ζωή μου. Μπορεί να σου φαίνεται παράξενο, τη μάρκα μου τη γνωρίζει σχεδόν όλος ο κόσμος εδώ, αλλά εγώ δεν πήγαινα για δημόσιες σχέσεις αυτά τα χρόνια για να με ξέρουν και προσωπικά. Ολα τα χρόνια ήμουν σπίτι δουλειά και δουλειά σπίτι. Εγώ βασικά ήρθα εδώ για να επενδύσω στη δουλειά μου και να καταφέρω να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα. Δεν με ενδιέφερε να βγαίνω, να πίνω και να γνωρίζω κόσμο.