Η νέα δραματική σειρά του Mega «Famagusta» αφορά την τούρκικη εισβολή στην Κύπρο το 1974.
Η Κοραλία Καράντη, η οποία πρωταγωνιστεί στην σειρά, παραχώρησε μια συνέντευξη στην εφημερίδα «Το Βήμα» και μέσα σε όλα, αναφέρθηκε στον τρόπο που η ίδια βίωσε τα γεγονότα στην Κύπρο το 1974, αλλά και στην επαγγελματική της πορεία.
Τι θυμάστε πιο έντονα από το καλοκαίρι του 1974;
Ω! Πριν από μερικούς μήνες είχαμε βιώσει τις φρικαλεότητες του Πολυτεχνείου και των γεγονότων που ακολούθησαν. Ήμασταν φορτισμένοι κι ευάλωτοι, με άγχος για το μέλλον. Η είδηση της εισβολής στην Κύπρο μάς συγκλόνισε. Θυμάμαι ότι καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας, εκεί βρισκόμασταν πάντα και συζητούσαμε για κάθε θέμα, και άκουγα τον πατριό μου να κάνει ανάλυση των πολιτικών εξελίξεων. Υπήρχε και η αγωνία της επιστράτευσης, θα στρατεύονταν συγγενείς και φίλοι. Μέσα στην αφέλεια της εφηβείας μου θυμάμαι ότι ήθελα να καταταγώ ως νοσοκόμα. Κάτι που όταν το σκέφτομαι τώρα μου φέρνει γέλια και κλάματα μαζί.
Μιλήστε μας για τη Χριστίνα, την ηρωίδα σας;
Η Χριστίνα έζησε τη φρίκη του πολέμου, του ξεριζωμού, την ακραία απώλεια. Το χάσιμο ενός παιδιού, ενός βυζανιάρικου, όπως έλεγαν παλιά, και με αυτό ήθελαν να πουν πιο πολλά από τη λέξη. Καταφέρνει μεν να συνεχίσει τη ζωή της αλλά αυτό που έχει ζήσει τη διαμορφώνει ολοκληρωτικά, την καθορίζει για πάντα. Σκεπάζει όπως-όπως τα τραύματά της για να μπορέσει να συνεχίσει να υπάρχει σαν σύζυγος, μητέρα άλλων παιδιών αλλά και σαν αυθύπαρκτη οντότητα, όμως οι αφορμές που δίνει πάντα η ζωή αναταράζουν τα μύχια της ψυχής της.
Είναι κι αυτή μια ανώνυμη γυναίκα της ιστορίας ενός πολέμου – πάνω στο πρόσωπό της μπορούμε να προβάλουμε τα πρόσωπα γυναικών από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης – που ενώ κουβαλάει αυτό που επιστημονικά σήμερα λέμε μετατραυματικό stress, στέκεται όρθια και προχωρεί. Την αγαπώ και θέλω πάρα πολύ να μπορέσω να αποδώσω ευδιάκριτα τα συστατικά που βρίσκονται στο ζυμάρι της, να την καταστήσω διάφανη στα μάτια του κόσμου.
Ρίχνοντας μια ματιά στο παρελθόν και στη μακρόχρονη πορεία σας στον χώρο της υποκριτικής, θα λέγατε ότι ήταν μια εύκολη διαδρομή;
Τίποτα δεν είναι εύκολο στη ζωή, νομίζω. Αυτή τουλάχιστον είναι η δική μου στάση απέναντι σε καθετί σημαντικό και η κυρίως απασχόληση είναι απόλυτα σημαντική, κυρίαρχη στη ζωή του καθενός μας. Η δουλειά του ηθοποιού είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, ειδικά όταν την παίρνει κανείς στα σοβαρά κι όταν τα κίνητρά του είναι καθαρά καλλιτεχνικά αλλά από την άλλη πρέπει να ζήσει κιόλας. Ήταν λοιπόν δύσκολος αυτός ο μακρύς, όπως λέτε, δρόμος και ακόμα εξακολουθεί να είναι και ναι, θα ήταν πολλά αυτά που θα άλλαζα (αν είχα τη δυνατότητα) στον τρόπο που συμβαίνουν τα πράγματα στη χώρα μας. Όχι βέβαια για προσωπικό όφελος τώρα πια, αλλά γι’ αυτούς που ακολουθούν.
Συνάδελφοί σας καταγγέλλουν ότι η επιλογή ηθοποιών σε σίριαλ και παραστάσεις γίνεται βάσει της δημοφιλίας τους στα social media. Μπορεί ένα σίριαλ να κάνει επιτυχία ή ένα θέατρο να γεμίσει με βάση τους followers;
Έχουν δίκιο όσοι διαμαρτύρονται. Το παιχνίδι των followers στα social media είναι marketing, είναι η ικανότητα να πουλάς τον εαυτό σου σαν προϊόν, πολλές φορές παραπλανώντας, χειραγωγώντας αυτόν που σε παρακολουθεί. Είναι πολύ κρίμα ένας άνθρωπος, ειδικά ένας νέος, να είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει αυτές τις διαδικασίες για να «παίξει» με ίσους όρους. Το να είσαι ικανός «παίκτης» των social media δεν έχει καμία σχέση με το να είσαι ένας πραγματικά άξιος ηθοποιός.