«Το μυαλό μου γυρίζει στις αναμνήσεις, όταν ήμουν νέα, όταν κάναμε όλες αυτές τις ταινίες. Τότε, ήμουν στο θέατρο με τους φίλους και είχαμε την ενέργεια να σηκωθούμε να διαβάσουμε, να γυρίσουμε ταινίες. Είχαμε το μέλλον μπροστά μας. Αυτήν τη στιγμή δεν έχουμε μέλλον. Περνάει από το μυαλό μου το παρελθόν. Και αυτό με στενοχωρεί τόσο μα τόσο πολύ…»
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Με αυτήν τη φράση η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, μία από τις πιο αγαπημένες ηθοποιούς της Ελλάδας, προμήνυε το τέλος της όταν πριν λίγους μήνες είχε αποφασίσει να μιλήσει για όλα όσα ένιωθε η ψυχούλα της στον υπογράφοντα. Κλεισμένη, λόγω προβλημάτων υγείας, μέσα στο πανέμορφο και πολυτελές σπίτι της στο Μαρούσι, η κραυγή αγωνίας που η μεγάλη πρωταγωνίστρια έβγαζε είτε σε φίλους είτε σε συγγενείς για το πώς ένιωθε η ίδια δείχνει ακόμα μια φορά τη μεγάλη μοναξιά του καλλιτέχνη όταν τα φώτα από τους προβολείς της δημοσιότητας δεν είναι πια πάνω του και ο ίδιος είναι ανήμπορος πλέον να κάνει όσα έκανε στο παρελθόν.
Ενα παρελθόν τόσο ένδοξο αλλά και τόσο επίπονο να το διαχειριστεί το μυαλό του κάθε καλλιτέχνη. Η αλήθεια είναι πως οι αναμνήσεις του παρελθόντος ήταν αυτές που «σκότωσαν» το αγαπημένο Δεσποινάκι της Ελλάδας. Και ας είχε δίπλα της τα αγαπημένα της ανίψια, που της στάθηκαν σαν παιδιά της. Και ας είχε καθημερινή τηλεφωνική επαφή με αρκετούς φίλους και παλιούς συναδέλφους της. Το μυαλό της αγαπημένης πρωταγωνίστριας στριφογύριζε σε εκείνα τα ανέμελα χρόνια που προσπαθούσε να εδραιωθεί στο καλλιτεχνικό στερέωμα δίπλα στους μύθους συναδέλφους της.
Δυστυχώς, η ευαίσθητη ψυχή της «αδερφής» της Αλίκης δεν άντεξε όλες αυτές τις αναμνήσεις και την Παρασκευή το μεσημέρι πέταξε ψηλά στους ουρανούς. Κοντά στην Αλίκη, στην Τζένη, στον Αλέκο, στον Ανδρέα και σε όλη την παλιοπαρέα. Τα μηνύματα απλών ανθρώπων που τη λάτρεψαν μέσα από τους κινηματογραφικούς της ρόλους πλημμύρισαν τα τελευταία εικοσιτετράωρα όλα τα μέσα.
Το παράπονο
Θα μπορούσα να γράφω ολόκληρες ημέρες για τον συναισθηματικό κόσμο της αγαπημένης Δέσποινας, καθώς είχα σχεδόν καθημερινή συνομιλία μαζί της τα τελευταία χρόνια. Το ίδιο και ο αγαπημένος της «Σπυράκος», ο Σπύρος Μπιμπίλας. Ωστόσο, πάντα μου εξέφραζε το παράπονο ότι είναι κλεισμένη μέσα σε ένα σπίτι και δεν μπορεί να πάει με τους φίλους της για έναν καφέ. «Πού να πάω; Ποιος να με πάει; Εχω πρόβλημα με τα πόδια μου. Αλλωστε οι περισσότεροι φίλοι μου έχουν πεθάνει και έχω μείνει μόνη» συνήθιζε να μου λέει, δείχνοντας πως η μοναξιά του καλλιτέχνη είναι πολύ βαριά υπόθεση. Από τις πιο πιστές φίλες της ήταν η Ρίκα Διαλυνά, με την οποία είχε συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία.
«Η Δέσποινα ήταν ο πιο καλοπροαίρετος άνθρωπος στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Ηταν φίλη καρδιάς. Και η καρδιά της ήταν από ατόφιο χρυσάφι. Οι αναμνήσεις του παρελθόντος ήταν αυτές που “διέλυσαν” το Δεσποινάκι μας» μου λέει, βαθιά συγκινημένη, μερικές ώρες μετά τον θάνατο της πολυαγαπημένης της φίλης, καθώς δεν θέλει να πιστέψει το φευγιό της. Και γυρίζουμε στο ρεπορτάζ. Ηταν λίγο μετά το Πάσχα όταν έχασα τα ίχνη της αγαπημένης Δέσποινας, με την οποία με συνέδεε μια φιλία χρόνων. Το τηλέφωνο στο σπίτι της στο Μαρούσι πλέον δεν απαντούσε και το κινητό της τηλέφωνο ήταν κλειστό. Με το αυτοκίνητο αποφασίζω να πάω στη γειτονιά της και να κάνω επιτόπιο ρεπορτάζ.
Ελάχιστοι είχαν καταλάβει πως κάτι περίεργο συνέβαινε με τη Δέσποινα και την υγεία της. Ενας από τους γείτονές της μας πληροφόρησε πως η Δέσποινα έχει μεταφερθεί σε ιδιωτική κλινική, προκειμένου να μπορέσει να επανέλθει και πάλι καλά στο σπίτι της. Το ίδιο μας επιβεβαίωσε και η αγαπημένη της ανιψιά, που στάθηκε δίπλα της βράχος όλο αυτό το διάστημα. Ωστόσο, ακόμα και μέσα στο θεραπευτήριο οι αναμνήσεις της αγαπημένης Δέσποινας ήταν σε εκείνα τα ένδοξα χρόνια που έζησε ως θεατρίνα.
Πριν από περίπου ενάμιση χρόνο η Δέσποινα σε μία από τις τελευταίες της συνεντεύξεις θέλησε να μιλήσει για τον ψυχικό της κόσμο και για το πώς η ίδια ένιωθε, κλεισμένη μέσα στο σπίτι της, όταν τα προβλήματα υγείας με τα πόδια της την ανάγκαζαν να παραμένει σε ένα «χρυσό κλουβί», όπως συνήθιζε να αναφέρει το σπίτι της. «Κάνω φυσικοθεραπείες με ένα παλικάρι, μπας και μπορέσω να σηκωθώ, να περπατήσω, να βγω και λίγο έξω» είναι οι πρώτες της λέξεις. Ανάμεσα σε αυτά τα λόγια ρωτάει και για τη δική μου υγεία. Πάντα το ενδιαφέρον της για τους φίλους της ήταν μοναδικό. Τη ρωτάω πώς νιώθει από τα φώτα της δημοσιότητας, να είναι κλεισμένη μέσα σε ένα σπίτι. Φαίνεται από τον τόνο της φωνής της πόσο υποφέρει από τη μοναχικότητα.
«Αγάπη μου, αυτό που νιώθω εγώ, αυτήν τη στιγμή το μυαλό μου γυρίζει στις αναμνήσεις, όταν ήμουν νέα, όταν κάναμε όλες αυτές τις ταινίες. Τότε ήμουν στο θέατρο με τους φίλους, είχαμε την παρέα, είχαμε την ενέργεια να σηκωθούμε να διαβάσουμε, να γυρίσουμε ταινίες. Είχαμε το μέλλον μπροστά μας. Αυτήν τη στιγμή δεν έχουμε μέλλον. Περνάει από το μυαλό μου το παρελθόν. Και αυτό με στενοχωρεί τόσο μα τόσο πολύ. Δεν είναι ότι δεν έχω δουλειά, αλλά ότι πέρασαν τα χρόνια και βαδίζουμε προς την κατιούσα πλέον» λέει, χωρίς να αναφέρει τη λέξη θάνατος, που την απέφευγε πάντα στις συνεντεύξεις της. Τη ρωτάω πώς περνούσε τις ημέρες των εορτών, όταν το σπίτι της ήταν γεμάτο κόσμο.
«Τις ημέρες αυτές είχα οικογένεια. Είχα την αδερφή μου, τον αδερφό μου, υπήρχαν τα παιδιά τους. Ηταν γεμάτο το σπίτι με κόσμο και αγάπη. Μια ζωή που προμήνυε το αύριο. Το καλύτερο. Τώρα για εμένα το αύριο δεν υπάρχει. Πάει προς το χειρότερο. Πλέον δεν έχω αδερφή, δεν έχω γονείς και υποφέρω. Και λέω “ο θεός να βάλει το χέρι Του” με όλες αυτές τις ασθένειες που υπάρχουν στον κόσμο. Είναι αυτό που έλεγαν κάποτε, “βγείτε οι πεθαμένοι, να μπούμε εμείς οι ζωντανοί”. Ομως η ζωή είναι γλυκιά, αγάπη μου, και πρέπει να σκεφτόμαστε αισιόδοξα». Τα λόγια της αγαπημένης Δέσποινας είναι γροθιά στο στομάχι, αν σκεφτεί κανείς πως, παρ’ όλα τα προβλήματα που η ίδια είχε, σκεφτόταν τους συνανθρώπους της με τόση αγάπη. Σε άλλο σημείο της συνέντευξης το αγαπημένο Δεσποινάκι της Ελλάδας μιλάει με περίσσια αγάπη για τις ανιψιές της, οι οποίες την περιέβαλλαν μέχρι το τέλος της με αγάπη και φροντίδα.
«Δοξάζω τον Θεό που έχω τις ανιψιές μου και τέτοιες άγιες ημέρες πηγαίνω στο σπίτι τους. Δεν μένω ποτέ μόνη. Ομως δεν είναι αυτό που μου λείπει από τη ζωή, αγάπη μου. Εκείνα τα χρόνια, εμείς οι καλλιτέχνες ήμασταν γεμάτοι και από τη δουλειά μας. Πηγαίναμε ανήμερα τα Χριστούγεννα να παίξουμε στα θέατρα, κόβαμε τις πρωτοχρονιάτικες πίτες, κάναμε γλέντια πάνω στη σκηνή και ψάχναμε να βρούμε το φλουρί για να μας βάλουν στις εφημερίδες. Με τη γέννηση του Χριστού γεννιόμασταν κι εμείς».
Η πολυαγαπημένη της ανιψιά Αννα Στυλιανοπούλου, μιλώντας για όσα βίωνε τα τελευταία χρόνια η υπέροχη θεία της Δέσποινα, θα πει: «Τους τελευταίους μήνες έπεσε πάρα πολύ ψυχολογικά και συναισθηματικά, έβλεπε τους αγαπημένους φίλους της να φεύγουν από τη ζωή και αισθανόταν μόνη στο κομμάτι αυτό. Νομίζω ότι αυτό που την “έριξε” πιο πολύ απ’ όλα ήταν το γεγονός ότι δεν δούλευε όσο δούλευε τα προηγούμενα χρόνια. Μέχρι και πριν από 6 χρόνια έκανε θέατρο, είχε γράψει και το πρώτο της βιβλίο. Ξαφνικά ένιωσε απομονωμένη. Στενοχωριέμαι που τη χάσαμε, θα ήθελα να την έχω για ακόμη 10 χρόνια κοντά μας».
Αν και η συνέντευξη της Δέσποινας στον υπογράφοντα αναφέρεται σε παρελθοντικό χρόνο, με την ίδια να πονάει για όσα σκέφτεται, δεν αρνείται να απαντήσει και για όσους της λείπουν. «Δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος που μου λείπει από τη ζωή μου. Μου λείπουν πολλοί άνθρωποι που ήταν μέρος της ζωής μου. Καταρχήν, μου λείπουν οι γονείς μου, μου λείπει ο αδερφός μου, ο γαμπρός μου που λάτρευα και που του έλεγα όλα μου τα μυστικά. Θυμάμαι έναν κρητικό στίχο που μου έλεγε πάντα “απ’ όλα τα κινούμενα η γλώσσα έχει χάρη, μα πρέπει ο νους να της κρατά σφιχτά το χαλινάρι”. Ο γαμπρός μου ο Βασίλης ήταν διάνοια. Και γι’ αυτό όταν πήγαινα να δώσω συνεντεύξεις πάντα αυτόν θυμόμουν και πόσο όμορφα μιλούσε. Και σε εκείνον τηλεφωνούσα πρώτα, να δω αν του άρεσε πώς μίλησα στο ραδιόφωνο. Ολες αυτές οι καταστάσεις με στενοχωρούν.
Γιατί πλέον δεν έχω κάποιον σκοπό να ζω. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και σήμερα όταν πηγαίνω κάπου δεν στερούμαι από την αγάπη του κόσμου. Αυτό όμως που είναι πολύ αρνητικό για εμένα είναι ότι δεν μπορώ να εμφανιστώ σε θέατρο, να είμαι κοντά με τους συναδέλφους. Να ανταλλάξω ευχές μαζί τους. Με όλα αυτά περνάω μια σοβαρή κατάθλιψη, γιατί στο σπίτι πλέον δεν έρχεται κανένας συνάδελφος. Φοβάμαι, βλέπεις, και για τις αρρώστιες» έλεγε σε αυτήν την εξομολόγηση ψυχής.
Για τη Δέσποινα η μόνη παρηγοριά τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν το δεύτερο βιβλίο που έγραφε, ενώ περίμενε με μεγάλη χαρά για το τελευταίο χειροκρότημα: «Γράφω πλέον το δεύτερο βιβλίο μου. Βρίσκομαι σχεδόν στο τέλος. Και θέλω να γίνει μια μεγάλη γιορτή για αυτό το βιβλίο, και εκεί να ακούσω το τελευταίο χειροκρότημα από τον κόσμο που με αγάπησε σαν τη δική του Δέσποινα».