Αρχισε την καριέρα της από το μουσικό θέατρο σε ηλικία μόλις 13 ετών, συνέχισε δυναμικά στο πεντάγραμμο με αγγλόφωνες επιτυχίες, εξελίχθηκε σε πρώτο όνομα της ελληνικής ποπ σκηνής στα 90s, συνεργάστηκε με σχεδόν όλους τους κορυφαίους ερμηνευτές και δημιουργούς της χώρας, έγραψε τραγούδια σε ξένους σταρ όπως η Τζέσικα Σίμπσον, ήταν η πρώτη που απέκτησε fan club και website στην Ελλάδα.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Η Μαντώ δεν είναι απλώς μια σπουδαία καλλιτέχνις, αλλά μια ολόκληρη καλλιτεχνική κατηγορία μόνη της. Φέτος πρωταγωνίστησε στο «Reunion, the musical» στο θέατρο Παλλάς, συνέχισε ακάθεκτη να διδάσκει μικρούς και μεγάλους στο Ωδείο Τέχνης Φακανά και δήλωσε ακόμη μια χρονιά παρούσα και δισκογραφικά. Πριν από λίγες εβδομάδες βγήκε το νέο της τραγούδι «Ολα σου», σε μουσική Βασίλη Γαβριηλίδη και στίχους Αγγελικής Μακρυνιώτη, το οποίο ξεχώρισε αμέσως και προστέθηκε στη λίστα με τις επιτυχίες της, ενώ πρόσφατα έφερε πάλι στο προσκήνιο το σουξέ της «Μάταια», σε μουσική και στίχους Φοίβου, μέσα από μία «φρέσκια» ενορχήστρωση που κυκλοφορεί από την Panik Platinum και ακούγεται ξανά έπειτα από 27 χρόνια.
Ποιες εικόνες σού έρχονται πρώτες στον νου από την παιδική σου ηλικία;
Το πρώτο μου σπίτι, το πρώτο μου δωμάτιο, το πρώτο μου ζωάκι… όμορφες εικόνες. Μεγάλωσα αρχικά στους Αμπελόκηπους, όπου τελείωσα το δημοτικό κι έπειτα μετακομίσαμε οικογενειακώς στη Νέα Σμύρνη.
Κόρη του πιανίστα της τζαζ Νίκου Σταματόπουλου και της σοπράνο της Λυρικής Σκηνής Μαίρης Απέργη. Ηταν μονόδρομος για εσένα η ενασχόληση με τη μουσική;
Θεωρώ πως ήταν κάτι που «κληρονόμησα». Δεν μου είπαν ποτέ οι γονείς μου να γίνω τραγουδίστρια, αλλά επειδή ήμουν πολύ καλή μαθήτρια και σοβαρό παιδί θέλανε να γίνω δικηγόρος, να ξεφύγω δηλαδή από τη δική τους τη δουλειά. Το ταλέντο όμως ήταν εκεί πάντα και υπερίσχυσε όλων των άλλων, οπότε αποφάσισα ν’ ακολουθήσω κι εγώ τον ίδιο επαγγελματικό δρόμο.
Δεν έκανες ποτέ σκέψεις ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο; Ας πούμε, με την κολύμβηση, που έκανες πρωταθλητισμό για χρόνια…
Οχι. Υπήρξα κολυμβήτρια του Ολυμπιακού, είχα συμμετάσχει μάλιστα και σε αρκετά πρωταθλήματα, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησα διότι ήταν πολύ φορτωμένο το πρόγραμμά μου. Ασχολούμουν με πάρα πολλά πράγματα ταυτόχρονα: μαθήματα μουσικής, ξένες γλώσσες, ωδείο, σχολείο, αθλητισμός. Συν ότι στα 13 μου άρχισα να δουλεύω κιόλας, αρχικά ως ηθοποιός σε μιούζικαλ και μετέπειτα ως επαγγελματίας τραγουδίστρια. Επρεπε, λοιπόν, κάποιες δραστηριότητες να κοπούν, δεν υπήρχε χρόνος για όλα.
Σε ηλικία 13 ετών, όπως ανέφερες, πρωτοεμφανίστηκες στο θέατρο, συμμετέχοντας στη μουσική παράσταση «Jesus Christ Superstar». Τι θυμάσαι από αυτήν την εμπειρία;
Αυτό που έχω να πω αρχικά είναι πως πήγα για ακρόαση κρυφά από τους γονείς μου. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, αλλά με τραβούσε κάτι προς τα εκεί. Θα έλεγα πως το τραγούδι με διάλεξε. Πήγα, λοιπόν, στην ακρόαση του «Jesus Christ Superstar», με άκουσε ο Μίμης Πλέσσας και με πήρε στην παράσταση. Το να αρχίζω την καριέρα μου με ένα τέτοιο έργο και με τόσο σημαντικούς συντελεστές μόλις στα 13 μου χρόνια ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία.
Δυσκολεύτηκες μπαίνοντας τόσο μικρή σε μια τόσο ανταγωνιστική δουλειά;
Δεν μπορώ να πω ότι συνάντησα κάποιο πρόβλημα λόγω της ηλικίας μου. Από μικρή ήμουν επαγγελματίας, σοβαρή στη δουλειά μου, συνεπής, πειθαρχημένη. Κι έτσι με έβλεπαν και οι άλλοι. Αλλωστε μεγάλωσα σε ένα σπίτι με καλλιτέχνες και ήξερα κάποια πράγματα για το πώς λειτουργεί αυτό το επάγγελμα.
Για μια περίοδο συστηνόσουν καλλιτεχνικά ως Mandy. Πώς έγινες Μαντώ;
Αδαμαντία έχω βαφτιστεί και με φώναζαν πάντα Μαντώ, από μωρό. Οταν όμως βγάλαμε την πρώτη μου αγγλόφωνη δισκογραφική δουλειά, το «Feel me up», η οποία κυκλοφόρησε και στο εξωτερικό, το όνομα Μαντώ δεν… καθόταν καλά στ’ αυτιά των ξένων. Ετσι το κάναμε Mandy.
Σπούδασες στο Μπέρκλεϊ, ένα από τα μεγαλύτερα μουσικά κολέγια στον κόσμο. Ηταν δύσκολη «πίστα» αυτό για εσένα;
Οχι, ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Στο Μπέρκλεϊ έμεινα για ενάμιση χρόνο περίπου. Πήγα εκεί μόλις τελείωσα το λύκειο και η επιθυμία μου τότε ήταν να ζήσω μόνιμα στην Αμερική. Ηθελα να γίνω καλλιτέχνις στο Broadway, είχα τέτοια όνειρα, τόσο για το μουσικό θέατρο όσο και για την ποπ σκηνή. Εμεινα μερικά χρόνια στις ΗΠΑ και γύρισα εδώ όταν έκανα το πρώτο μου ελληνόφωνο άλμπουμ. Οχι οριστικά όμως, για μια δεκαετία περίπου πηγαινοερχόμουν.
Στα 90s καθιερώθηκες και στην Ελλάδα ως ποπ ερμηνεύτρια. Το περίμενες ότι θα γινόσουν η νούμερο ένα στην ποπ σκηνή;
Ηταν κάτι που προέκυψε τυχαία, αλλά μου άρεσε πολύ το γεγονός ότι ήρθε μια νέα μουσική πνοή στην Ελλάδα, ένας διεθνής ήχος με ελληνικό στίχο. Ηταν κάτι καινούργιο για τα εγχώρια δεδομένα, που το κάναμε τότε εδώ μόνο ένας δυο καλλιτέχνες. Αυτό το μουσικό ρεύμα ο κόσμος το αγάπησε πολύ και φυσικά μου ήταν αδύνατο να το αφήσω λόγω της Αμερικής, γιατί ερχόταν η μια επιτυχία πίσω από την άλλη, ενώ είχα και τρομερή υποστήριξη από τις δισκογραφικές εταιρίες που ανήκα.
Εχεις δώσει συναυλίες σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Ποια ήταν η στιγμή που ένιωσες δέος πάνω στη σκηνή έχοντας τον κόσμο απέναντί σου;
Οταν έπαιξα στη Νέα Υόρκη, στο Madison Square Garden, μαζί με τον Δημήτρη Μητροπάνο, με τον οποίο κάναμε τότε περιοδεία στις ΗΠΑ και ήταν από κάτω περίπου 15.000 θεατές και κρατούσαν όλοι ελληνικές σημαίες. Αυτό είναι κάτι που δεν είχα βιώσει ποτέ ξανά μέχρι τότε, πραγματικά αισθάνθηκα δέος και έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου.
Το 2000 ένα από τα τραγούδια που είχες γράψει στην Αμερική, το «Where you are», δόθηκε στην Τζέσικα Σίμπσον κι εσύ ως συνθέτρια μπήκες στα αμερικανικά charts. Πώς βίωσες αυτή την επιτυχία;
Στην Αμερική έγραφα τραγούδια όχι μόνο για εμένα, αλλά και για άλλους καλλιτέχνες. Ενα από αυτά ήταν και το «Where you are». Ο παραγωγός με τον οποίο συνεργαζόμουν το έβαλε στην Τζέσικα, το άκουσαν, τους άρεσε πολύ και το χρησιμοποίησαν. Εγινε όντως μεγάλη επιτυχία, πήρε και βραβείο. Βέβαια εμένα το όνειρό μου ήταν να κάνω εγώ επιτυχία στην Αμερική ως τραγουδίστρια, αλλά αυτό δεν προέκυψε γιατί γύρισα στην Ελλάδα. Δεν έμεινα εκεί όταν έπρεπε, δηλαδή μετά την επιτυχία του τραγουδιού μου που είπε η Τζέσικα. Εγώ τότε ήμουν έγκυος στον γιο μου και έκανα οικογένεια. Οι συγκυρίες δεν βοήθησαν στο να κάνω περισσότερα πράγματα έξω σαν τραγουδίστρια, αλλά πιο πολύ σαν δημιουργός.
Υπήρξαν ποτέ ακραίες αντιδράσεις θαυμασμού προς το πρόσωπό σου, σε σημείο να φοβηθείς;
Σε σημείο να φοβηθώ, όχι. Εχουν υπάρξει όμως κάποιες ακραίες εκφράσεις θαυμασμού, όπως να έχουν κάνει τατουάζ με το πρόσωπό μου, να θέλουν ένα κομμάτι από το ρούχο μου ή μια τούφα από τα μαλλιά μου, να μην μπορώ να φύγω από συναυλία λόγω του πλήθους, τέτοια πράγματα…
Κεφάλαιο Eurovision. Τι κρατάς και τι πετάς από τη συμμετοχή σου με το «Never let you go» το 2003…
Κρατάω τα πάντα, θεωρώ πως ήταν μια μαγική στιγμή στην καριέρα μου, μια εμπειρία συγκλονιστική που αξίζει πραγματικά να τη ζήσει κάθε καλλιτέχνης. Γενικά μου άρεσε πολύ, απλά θα ήθελα να υπήρχε μεγαλύτερη υποστήριξη όσον αφορά τη συμμετοχή μας τότε. Από κει και πέρα εγώ είμαι καλλιτέχνις και πήγα να ερμηνεύσω, γι’ αυτό και επέλεξα ένα κομμάτι το οποίο μπορούσε να αναδείξει τις φωνητικές μου ικανότητες και όχι κάτι που να ήταν, ας πούμε, γραμμένο για Eurovision.
Μίλησέ μου για το «Reunion, The Musical» της Θέμιδας Μαρσέλλου που πρωταγωνίστησες φέτος μαζί με τους Πωλίνα, Κώστα Μπίγαλη και Σοφία Βόσσου.
Καταρχάς να πω ότι τα τελευταία χρόνια συνεργάστηκα κι άλλες φορές με τη Θέμιδα Μαρσέλλου. Ημουν στη «Μελωδία της Ευτυχίας» πέρυσι και δυο μήνες αργότερα έπαιξα και στο «Frozen», όπου εκείνη είχε κάνει κάποιες μεταφράσεις. Οταν γεννήθηκε η ιδέα για το «Reunion», να κάνουμε δηλαδή ένα μιούζικαλ με τα τραγούδια μας, τηλεφώνησα στη Θέμιδα, η οποία ενθουσιάστηκε. Κάθισε αμέσως και έγραψε το σενάριο, έκανε και το κάστινγκ και κάπως έτσι δημιουργήθηκε αυτό το έργο, που είναι υπέροχο. Πήγε πολύ καλά, άρεσε στον κόσμο και ευελπιστούμε να το συνεχίσουμε και τον χειμώνα.
Τι θα άλλαζες, αν μπορούσες, στη μουσική βιομηχανία;
Θα ήθελα να επανέλθει με κάποιο τρόπο το φυσικό προϊόν. Θα μου άρεσε πολύ να συμβεί αυτό, διότι πλέον γίνονται όλα ψηφιακά. Προφανώς είμαι άνθρωπος της εποχής μου και μου αρέσει η τεχνολογία, αλλά είναι διαφορετικό το να πάρεις στα χέρια σου ένα CD ή ένα βινύλιο, να βλέπεις πάνω στο εξώφυλλο τους συντελεστές… Αυτή τη μαγεία την έχουν χάσει οι νεότερες γενιές.
Ενα τυπικό 24ωρό σου πώς κυλάει;
Δεν κάνω κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι θα έκανε μια άλλη γυναίκα. Ασχολούμαι με το σπίτι μου, κάνω τις δουλειές μου, τα ψώνια μου. Μου αρέσει στη ζωή μου να είμαι απλή, μου αρέσει να είμαι πρώτα μαμά και μετά όλα τ’ άλλα. Την ώρα της δουλειάς φυσικά είμαι η Μαντώ. Υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική μου ζωή, ανάμεσα στην καλλιτέχνιδα και στη γυναίκα.