«Τελειώνω. Δεν υπάρχει χρόνος πια για τέτοια». Αυτή είναι η τελευταία φράση με την οποία ο Ντίνος Καρύδης τον περασμένο Μάιο προμήνυε τον θάνατό του και ουσιαστικά ήθελε να μας προετοιμάσει για τη μετάβασή του στην άλλη ζωή.
- Από τον
Νίκο Νικόλιζα
Ανθρωπος φιλοσοφημένος, γεμάτος αγάπη για την υποκριτική τέχνη, δύσκολα σου χαλούσε χατίρι όταν ήταν να εμφανιστεί σε κάποια αξιοπρεπή εκπομπή ή να δώσει συνέντευξη. Αν και ταλαιπωρημένος τα τελευταία χρόνια με την υγεία του, ο Ντίνος Καρύδης πάλεψε γενναία τόσο με την κατάθλιψη που τον είχε ζώσει και τον ταλαιπωρούσε όσο και με τις αναμνήσεις που του τριβέλιζαν το μυαλό. Οποιος ήταν διαδικτυακός του φίλος και παρακολουθούσε όσα έγραφε κατά καιρούς αντιλαμβανόταν πως η μόνη παρηγοριά του σε τούτο τον κόσμο ήταν η σύζυγός του και η κόρη του Σμαράγδα.
Τον περασμένο Μάιο και ενώ μας συνέδεαν μακροχρόνια γνωριμία και αλληλοεκτίμηση αποφάσισα να του κάνω την πρόταση να κάνουμε ριμέικ από τις σκηνές της θρυλικής ταινίας «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», που είχε γυριστεί στις πρώην εγκαταστάσεις του εργοστασίου της Πειραϊκής Πατραϊκής στη Νέα Πέραμο. Είχε προηγηθεί ένα δημοσίευμα της «Espresso», στο οποίο είχαμε αναφερθεί στη μετατροπή των παλιών εγκαταστάσεων της Πειραϊκής Πατραϊκής σε βιομηχανία ζαχάρεως. Εκείνος το είχε δει και χωρίς να χάσει ούτε λεπτό σήκωσε το τηλέφωνο να με ενημερώσει πώς γυρίζονταν τότε εκείνες οι σκηνές με την Αλίκη, τον Δημήτρη, τον Κωνσταντάρα. Φαινόταν ότι νοσταλγούσε το παρελθόν και τους παλιούς του φίλους.
Λίγες ημέρες αργότερα και ενώ έχω ενημερώσει την εκπομπή της Ζήνας Κουτσελίνη «Αλήθειες με τη Ζήνα» ότι σκοπεύω να κάνω αυτά τα γυρίσματα με τον Ντίνο Καρύδη, του τηλεφωνώ. Τον ακούω πολύ κουρασμένο και πεσμένο ψυχολογικά. «Ακου, αγόρι μου. Το ξανασκέφτηκα. Ο Ντίνος, δυστυχώς, δεν μπορεί πια. Με πονάνε τα κόκαλα, με δυσκολία σηκώνομαι από το κρεβάτι. Νικόλα, τελειώνω. Πάνε πια αυτά» μου λέει.
Πίστεψα ότι ήταν ακόμα ένα από εκείνα τα διαδικτυακά ξεσπάσματα που έκανε προκειμένου να κερδίσει την προσοχή όλων εμάς που τον είχαμε φίλο. Του ανέφερα ότι θα τον ενοχλήσω ξανά τον Ιούλιο. Για πολλές ημέρες τα τηλέφωνα ήταν σχεδόν νεκρά. Καμιά επαφή μαζί του. Αργότερα έμαθα ότι πλέον ο Ντίνος δύσκολα θα μπορέσει να επιστρέψει όπως όλοι τον ξέραμε: όρθιος, δυνατός και γεμάτος όρεξη να μας λέει από εκείνες τις όμορφες ιστορίες του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου.
Με τον Ντίνο Καρύδη ήρθαμε πολύ κοντά τον Ιούνιο του 2018, στο μεγάλο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία, στο Σύνταγμα, στο οποίο ήμουν παρών, όταν ξυλοκοπήθηκε άγρια και μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην Εντατική Μονάδα νοσοκομείου έπειτα από το εγκεφαλικό που υπέστη.
Το πρωτοσέλιδο της «Espresso» τότε έκανε τον γύρο του διαδικτύου, με τους Ελληνες να περνούν ώρες αγωνίας για τον αγαπημένο ηθοποιό, ο οποίος είχε βρεθεί στη συγκέντρωση για να διαδηλώσει για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Τα προβλήματα υγείας που του άφησε έκτοτε όλη αυτή η κατάσταση οδήγησαν και στον θάνατό του, καθώς, όπως ο ίδιος έλεγε, δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το αναπνευστικό αλλά και το εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη τότε.
Επαιζε τα πάντα
Ο Ντίνος Καρύδης αναμφισβήτητα, όπως έλεγε και ο μεγάλος σκηνοθέτης Νίκος Φώσκολος, ήταν ο ηθοποιός που θα μπορούσε να παίξει τα πάντα από ρόλους, καθώς το παρουσιαστικό του ήταν ιδιαίτερα χαρισματικό και ιδιόμορφο, σε σχέση με τους άλλους ηθοποιούς.
Γέννημα θρέμμα της Αθήνας, ο Ντίνος Καρύδης ήταν αριστούχος της δραματικής σχολής. Ο ίδιος, μάλιστα, ήταν περήφανος για όσα πέρασε με τις μεγάλες φτώχειες πριν και μετά τον πόλεμο του ’40. «Οι γονείς μου, δύο ορφανά παιδιά, μπορεί να μην είχαν να μου προσφέρουν υλικά αγαθά, μου προσέφεραν όμως το δώρο της αξιοπρέπειας και με έμαθαν να θέτω την αγάπη ως κυρίαρχο παίκτη στο παιχνίδι της ζωής. Θυμάμαι ότι το πρώτο δώρο που μου έφερε ο πατέρας μου ήταν ένα κομμάτι ψωμί με βούτυρο και ότι γεμάτος έκπληξη γύρισα και του είπα “δικό μου είναι όλο αυτό;” Θυμάμαι ακόμη ότι στην α’ δημοτικού είχα ερωτευτεί ένα κοριτσάκι, τη Στέλλα, μόνο και μόνο επειδή φορούσε… λουστρίνια. Θυμάμαι ότι είχα ζητήσει από τον Αγιο Βασίλη να μου φέρει ένα ποδήλατο, που δεν μου το έφερε ποτέ. Μέναμε σε ένα απάνθρωπο δωμάτιο 2×3, που είχε χώμα κάτω αντί για πάτωμα, και όταν έβρεχε βγαίναμε έξω για να μη βραχούμε επειδή έσταζε το χαρτόνι που είχαμε για στέγη. Φοβάμαι την πείνα. Ζούσα από παιδί με αυτή τη φοβία και την κουβαλάω. Η μάνα μου μ’ έσερνε από συσσίτιο σε συσσίτιο και, όσο παράλογο κι αν ακούγεται, αυτά τα βιώματα δεν μπορώ να τα ξεπεράσω. Ο φόβος της πείνας έρχεται ακόμη συνέχεια σαν εφιάλτης. Γι’ αυτό δεν τόλμησα να κυνηγήσω μεγαλύτερα πράγματα στην καριέρα μου και βολευόμουν πάντα με ψίχουλα και έλεγα να μην τα χάσω κι αυτά» είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του.
Ο Ντίνος Καρύδης μπήκε στον χώρο της υποκριτικής για να μπορεί να φάει και ξεκίνησε αρχικά ως κομπάρσος. «Αυτό που με έπεισε να πάω να γίνω κομπάρσος ήταν το ότι ο φίλος μου μού είπε ότι στα διαλείμματα προσέφεραν και δωρεάν φαγητό. Για εμένα ήταν μεγάλη υπόθεση να φάω και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο πήγα» είχε εξομολογηθεί για την πρώτη του επαφή με το θέατρο. Μετά τις σπουδές του στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου η καριέρα του εκτοξεύθηκε, κατακτώντας τον θεατρικό, κινηματογραφικό και τηλεοπτικό χώρο. Επαιξε σε πλήθος έργων και μπήκε σε παραστάσεις στις οποίες άλλοι δεν θα τολμούσαν: «Οδός Ονείρων», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» και «Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού», αλλά και σε ταινίες όπως «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο» και «Το αγκίστρι». Πολλοί λένε πως ο Ντίνος Καρύδης περιορίστηκε και δεν προχώρησε παραπέρα. Η αγάπη της οικογένειας ήταν εκείνη που του είχε σταθεί, θα λέγαμε, τροχοπέδη.
Με την επίσης ηθοποιό και σύζυγό του Τζούλη Αργυροπούλου έμειναν μαζί 55 ολόκληρα χρόνια. Κουμπάρος τους στον γάμο τους το 1969 ήταν ο μεγάλος Μίμης Φωτόπουλος. Ηταν τόσο ευτυχισμένος κοντά στη γυναίκα του και την κόρη του, που σε όλες τις συνεντεύξεις δεν ανέφερε κανέναν άλλο – τόσα πολλά και υπέροχα λόγια. «Οταν μιλάω με τη Σμαράγδα μου στο τηλέφωνο και μου λέει “μπαμπούλη, σε αγαπώ”, όταν μου το λέει αυτό πεθαίνω… Η Σμαράγδα είναι εξαιρετική. Είναι τυχερός όποιος την έχει στη ζωή του. Είναι δίκαιη και σπαθί. Αυτό που έχει πάρει από εμάς είναι η αγάπη της γι’ αυτό που λέγεται θέατρο» είχε αναφέρει παλαιότερα.