Από τις τεράστιες μπαλκονόπορτες του πολυτελούς σπιτιού της έβλεπε τον πύρινο εφιάλτη να κατατρώει τα πάντα στη γειτονιά της. Οι φωνές και οι κραυγές που ακούγονταν από παντού, μαζί με ένα αποπνικτικό σκηνικό και με τον ουρανό να μοιάζει με Κόλαση, έκαναν την Κορίνα Τσοπέη να μουδιάζει.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Η πιο διάσημη, ίσως, Ελληνίδα του Λος Αντζελες, στα 80 χρόνια της, έμελλε να ζήσει το απόλυτο χάος. Λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά, ένας από τους γιους της και τα εγγόνια της ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν το σπίτι στο οποίο μεγάλωσαν. Αν και η φιλία μας με την Κορίνα Τσοπέη μετρά αρκετά χρόνια, πρώτη φορά την άκουσα από την άλλη άκρη της γραμμής να κλαίει με λυγμούς.
Ο φόβος, η πικρία αλλά και η οργή για όσα ζει εδώ και μέρες στον πύρινο εφιάλτη της Μέκκας του παγκόσμιου κινηματογράφου την έχουν κάνει να μην ξέρει τι θα αντικρίσει αύριο σε όλη αυτή την περιοχή όπου βρίσκεται από το 1967. «Είμαι καλά εγώ, Νίκο. Οι υπόλοιποι δεν είναι εδώ και πονάω πολύ» είναι τα πρώτα της λόγια και λίγη ώρα πριν ξεσπάσει με λυγμούς σε κλάματα. «Στην περιοχή αυτή ζω 55 ολόκληρα χρόνια. Εχω βιώσει και σεισμούς και πλημμύρες και καταστροφές με τυφώνες. Ομως αυτή την κόλαση δεν την έχω ξαναζήσει. Ακόμα το Λος Αντζελες καίγεται. Ξέρετε τι πάει να πει καίγεται; Απέραντη στάχτη παντού. Τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο» λέει και ξεσπά σε κλάματα. «Κάθε μέρα είναι σαν να έχω στο σπίτι μου κηδεία. Χάνονται άνθρωποι, φίλοι έχουν ξεσπιτωθεί και χιλιάδες κόσμος είναι στον δρόμο. Ευτυχώς προσπαθούμε όσοι έχουμε τα σπίτια μας και κρατάμε δυνάμεις να συγκεντρώνουμε και για τους ανθρώπους και για τα ζώα της περιοχής χρήματα και φαγητά. Ειλικρινά δεν ξέρω από πού να πιαστούμε για να αντλήσουμε δύναμη» λέει η άλλοτε Μις Υφήλιος 1964, που δόξασε την Ελλάδα σε όλο τον κόσμο.
Ο αγώνας της Κορίνας Τσοπέη μέσω πολλών φιλανθρωπικών συλλόγων είναι γνωστός σε όλο τον κόσμο. Ποτέ ωστόσο, όπως μας είπε η ίδια, δεν περίμενε πως θα πρέπει να κάνει αγώνα για να μπορέσουν να επιβιώσουν οι γείτονές της, που πλέον έχουν χάσει τα πάντα από την πύρινη λαίλαπα. Τη ρωτάμε πώς ήταν οι πρώτες ώρες, όταν άρχισε ο πύρινος εφιάλτης, όταν εκείνη τα έβλεπε από τα πελώρια παράθυρα του πολυτελούς διαμερίσματός της. Ηταν σαν να βλέπω ταινία τρόμου. Θυμάμαι πως άρχιζαν να παίρνουν φωτιά τα πάντα στη γύρω περιοχή, να καίγονται, να πέφτει η πύρινη λαίλαπα και μετά να ξανατρώει όσα είχαν απομείνει. Ειλικρινά δεν έχω ξαναβιώσει κάτι αντίστοιχο. Ούτε καν στο σινεμά. Μόνο στη Χαβάη είχαμε κάποτε μια φωτιά, όμως έσβησε πολύ γρήγορα. Εδώ καίγονται ακόμη τα πάντα και έχουν περάσει πάνω από 10 μέρες» λέει φανερά αναστατωμένη. Τη ρωτάμε αν φοβήθηκε για τη ζωή της.
«Καθόλου. Ούτε καν σκέφτηκα τη ζωή μου. Εδώ όπου μένω άλλωστε είναι λεωφόρος. Δεν έχουμε πολλά δέντρα, όπως είναι οι τριγύρω περιοχές. Οταν βλέπεις όμως τριγύρω να καίγονται τα πάντα, σε πιάνει ρίγος. Οταν ξεκίνησε η φωτιά, ο αέρας πήγαινε με 100 μίλια την ώρα. Παράσερνε τα πάντα στο πέρασμά του. Ηταν ένα τρομακτικό περιβάλλον που όσο ζω δεν πρόκειται να το ξεχάσω». Η ίδια ωστόσο δεν μπορεί να αντιληφθεί τι θα γίνει όταν τελειώσει όλος αυτός ο πύρινος εφιάλτης. «Ξέρετε ότι έχουν μετακινηθεί μέχρι στιγμής 200.000 άτομα και έχουμε 27 νεκρούς; Αυτή τη στιγμή δεν κοιτάζω ποιος φταίει για όλη αυτή την καταστροφή. Κοιτάζω πώς μπορώ να βοηθήσω. Ξέρετε πόσοι φίλοι μου έχασαν τα σπίτια τους και κλαίνε γοερά στο πλευρό μου και προσπαθώ να τους παρηγορήσω; Οσο περνάει ο καιρός σκέφτομαι ότι κάποτε είχαμε εδώ πολύ μικρά σπιτάκια, φτωχικά. Τώρα τα σπίτια εδώ είναι όλα 40 και 50 εκατομμυρίων δολαρίων.
Δηλαδή προκαλούσαμε κι εμείς την τύχη μας. Χτίσαμε σε μέρη όπου δεν έπρεπε να χτίσουμε. Εκεί που έπεφτε ο καταρράκτης, δίπλα έχουν χτιστεί επαύλεις. Ωστόσο σκέφτομαι ότι η επόμενη μέρα θα βρει χιλιάδες αστέγους και ανέργους εδώ. Ξέρετε πόσοι άνθρωποι εργάζονταν σε αυτά τα σπίτια; Χιλιάδες. Τώρα αυτοί τι θα κάνουν και πώς θα ζήσουν; Πού θα βρουν εργασία; Η καταστροφή είναι σε όλους τους τομείς και θα βρεθούμε προ εκπλήξεων όλοι μας». Η Κορίνα Τσοπέη ωστόσο περιγράφει και τον θρήνο μικρών παιδιών που έχουν βρεθεί εκτός της πατρικής τους κατοικίας. «Ξέρετε κάτι, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν και πολλά χρήματα εδώ. Ωστόσο τα μικρά παιδιά που είδαν το σπίτι όπου μεγάλωναν να έχει καεί όχι απλώς κλαίνε αλλά ακούς να ουρλιάζουν. Το συναίσθημα δεν μπορείς να το αναπληρώσεις με όλο το χρυσάφι της γης. Χάνεις τις αναμνήσεις, χάνεις το παρελθόν σου και αυτό είναι το κυριότερο».
Αν και όλοι πίστευαν ότι το άτρωτο Λος Αντζελες δεν μπορεί να πάθει ποτέ τίποτα, τελικά καταστράφηκε ολοσχερώς. Τι έφταιξε; «Εδώ στο Λος Αντζελες δεν είναι όπως στην Ελλάδα. Τα σπίτια χτίζονται από ξύλο για να προστατευτούν από τους σεισμούς. Οπότε το ξύλο παίρνει αμέσως φωτιά. Γι΄ αυτό και είχαμε ολική καταστροφή. Από πέτρα δεν βλέπεις απολύτως τίποτα». Λίγο πριν την αποχαιρετήσουμε και της ευχηθούμε καλή τύχη, τη ρωτάμε για τα παιδιά και τα εγγόνια της, αν είναι καλά.
«Τα παιδιά μου είναι και δεν είναι κοντά. Ο ένας γιος μου ετοιμάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι μαζί με τα δύο παιδιά του, γιατί τους ενημέρωσαν, αλλά τελικά η φωτιά γύρισε κι έτσι έμεινε σπίτι του. Από ώρα σε ώρα δεν ήξερες τι θα συμβεί. Ημασταν συνέχεια στα τηλέφωνα για να δω τι θα κάνει. Ημουν σαν ένα ρομπότ που δεν ήξερα τι θα συμβεί το επόμενο διάστημα. Και τώρα που ηρέμησαν λίγο τα πράγματα, συνεχώς ξεσπάω σε κλάματα για όλη αυτή την καταστροφή που βιώνουμε» λέει με λυγμούς η σπουδαία Ελληνίδα. Μας ζητάει συγγνώμη κλαίγοντας. «Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω ψυχολογικά αυτή την κατάσταση. Νιώθω σαν να έχει φύγει ένας δικός μου άνθρωπος και κλαίω συνεχώς. Προσπαθώ να βρω παρηγοριά με τα λόγια φίλων και δικών μου ανθρώπων» καταλήγει.