Ενας υπέροχος άνθρωπος, που το χαμόγελό της πρόδιδε και τη μοναδική καρδιά της, με μια φωνή που δύσκολα μπορεί να ξεφύγει από τη μνήμη σου. Αυτή ήταν η Ράνια Ιωαννίδου, η θρυλική κουτσομπόλα «παπαδιά» από το «Καφέ της Χαράς», η οποία έφυγε από τη ζωή την Παρασκευή το μεσημέρι σε ηλικία 90 ετών.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Ενας καλοσυνάτος άνθρωπος που εμείς οι νεότεροι γνωρίσαμε μέσα από τις σύγχρονες τηλεοπτικές σειρές του Αλέξανδρου Ρήγα και του Χάρη Ρώμα. Είχαν περάσει πολλά χρόνια σιωπής, όταν το καλοκαίρι του 2022 αποφάσισα να την ψάξω. Να δω τι συμβαίνει και η θρυλική «παπαδιά» που μεγάλωσε τόσες γενιές είχε εξαφανιστεί. Παντού έβρισκα τοίχο και όλοι έλεγαν πως δεν θα θελήσει να μιλήσει, έχει αποτραβηχτεί απ’ όλους και απ’ όλα. Ωσπου κατάφερα να έρθω σε επικοινωνία με την αγαπημένη της ανιψιά Τζίνη Γεννηματά. Τη γυναίκα που έμενε δίπλα της σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο. Αφού δόθηκαν οι απαραίτητες «εγγυήσεις» πως θα φερθώ αντάξια με την ιστορία της, βρέθηκα στο πλευρό τής τότε 87χρονης ηθοποιού. Καλοσυνάτη, με ένα πλατύ χαμόγελο και έχοντας βοηθό την αγαπημένη της ανιψιά, αρχίσαμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι των αναμνήσεων.

Σπουδαία διαδρομή
Η υγεία της, λόγω ηλικίας, είχε επιβαρυνθεί και μαζί με την ανιψιά της Τζίνη καταφέραμε να μιλήσουμε για όλη τη σπουδαία διαδρομή της. «Αγαπητέ μου, γεννήθηκα στις 22 Αυγούστου 1935 στην Αθήνα, στους Αμπελοκήπους, στα προσφυγικά. Σε μια υπέροχη γειτονιά, που νομίζω ότι δεν μοιάζει σε τίποτα με σήμερα. Ο πατέρας μου, Γιάννης Καλατζής Ιωαννίδης, ήταν τσαγκάρης. Ηταν Πόντιος και ήταν από τους σπουδαιότερους εκείνης της εποχής. Ηταν εξειδικευμένος με το αυθεντικό δέρμα, γι’ αυτό και έφτιαχνε τα παπούτσια της ΑΕΚ και έπειτα του Παναθηναϊκού. Ηταν σπουδαίος μάστορας στα δερμάτινα είδη εκείνη την εποχή» μας λέει με ένα πλατύ αλλά νοσταλγικό χαμόγελο. Τη ρωτάμε αν ήταν από εύπορη για την εποχή εκείνη οικογένεια.
«Ποτέ τα πράγματα δεν είναι εύκολα όταν μιλάμε για προπολεμικές και μεταπολεμικές εποχές, γιε μου. Δουλέψαμε σκληρά για να ορθοποδήσουμε. Ξεκίνησα από πάρα πολύ μικρή ηλικία. Αυτή είναι η αλήθεια. Ούτε θυμάμαι πόσων ετών. Εκανα διάφορα σκετς και ρόλους. Κάποια στιγμή λοιπόν οι γονείς μου βγήκαν έξοδο και με πήραν να πάμε στο Ραντάρ. Ηταν ένα θέατρο της εποχής εκείνης, που σήμερα είναι κινηματογράφος. Εκεί είπα κάνα δυο τραγουδάκια, τους άρεσα και κάπως έτσι πάτησα στο θεατρικό σανίδι. Τυχαία, νομίζω, έγιναν όλα» λέει και στο χέρι κρατάει μια κούπα τσάι. Δίπλα της η αγαπημένη της ανιψιά, αρκετά αγχωμένη να μην ξεχάσουμε κεφάλαια από τη μοναδική ζωή της θείας της. «Ποια ήταν η πρώτη σας παράσταση, κ. Ιωαννίδου;» τη ρωτάω καθώς στο βιογραφικό της μέσα στο διαδίκτυο λίγα πράγματα μπορείς να βρεις για τα παιδικά της χρόνια.

«Μια παιδική παράσταση του Αττίκ! Με είχε παρουσιάσει μία φορά ο Αττίκ στη Μάντρα του, όπου εμφάνιζε νέα ταλέντα. Θυμάμαι που, όταν με παρουσίασε, έλεγε “αγαπητοί μου, σήμερα θα σας παρουσιάσω μια τόοοοοοοσο σπουδαία φωνή” και, όπως έκανε τα χέρια του, δείχνει εμένα που ήμουν πολύ μικρούλα. Ο κόσμος άρχισε να με χειροκροτεί. Κι έτσι μου έδωσε το βάπτισμα του πυρός. Αργότερα έκανα αρκετούς ρόλους σουμπρέτας στο μουσικό θέατρο». Και ενώ η Ράνια Ιωαννίδου κατάφερε τα τελευταία χρόνια να γίνει ευρέως γνωστή μέσα από τις τηλεοπτικές σειρές, είναι απορίας άξιο πώς κατάφερε να ξεκινήσει από τόσο μικρή ηλικία και να τη μάθουμε μεγάλη. Η απάντησή της ήταν αποστομωτική.
«Ημουν πάντα άνθρωπος της οικογένειας. Οχι μόνο για τα δύο παιδιά μου, αλλά για όλους τους συγγενείς. Ηταν προτεραιότητά μου να είμαι δίπλα στα οικεία πρόσωπα. Επίσης, έκανα πάρα πολλές μεταγλωττίσεις. Δεν μου άρεσε, θα έλεγα, ο κινηματογράφος τόσο πολύ. Ξεκίνησα τις μεταγλωττίσεις από τα “Οικογένεια Γουόλτονς”, “Το μικρό σπίτι στο λιβάδι”, “Χάιντι”, “Μάγια Μέλισσα” και δεκάδες άλλα παιδικά. Αυτό λοιπόν μου έδινε ένα καλό ωράριο, ώστε να είμαι το πρωί στις μεταγλωττίσεις, το μεσημέρι να παίρνω τα παιδιά από το σχολείο, να μαγειρεύω για όλους και σε ό,τι απέμενε έκανα και θέατρο. Με τις μεταγλωττίσεις είχα ένα καλό εισόδημα, που μου επέτρεπε να ζω αξιοπρεπώς και να σπουδάζω τα παιδιά μου. Εκανα και πολύ ραδιόφωνο εκείνη την εποχή.

Ο κόσμος, λοιπόν, πρώτα γνώριζε τη φωνή μου και μετά εμένα. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Οταν έκανα τον “Ντ’ Αρτανιάν” ή τη “Μάγια Μέλισσα”, έκανα 15 διαφορετικές φωνές. Αυτό ήταν μεγάλο προσόν για μένα! Οταν οι γιοι μου, ο Παναγιώτης και Γιάννης, άρχισαν να μεγαλώνουν, τότε αποφάσισα να ακολουθήσω και την καριέρα στο θέατρο. Επαιξα με τη Ραζή αρκετά, ενώ έπαιξε και η αγαπημένη μου ανιψιά, η Τζίνη Γεννηματά, μαζί μου. Μετά συνεργάστηκα και με τη Ράντου. Υπέροχο πλάσμα και η Ράντου! Και μετά μπήκε θεατρικά στη ζωή μου ο αγαπημένος μου ο Χάρης Ρώμας. Γενικά έχω πολύ όμορφες αναμνήσεις από όλη την πορεία μου. Απλά έχω μεγαλώσει πλέον και δεν θυμάμαι όλα όσα έπαιξα» μας λέει με χαμόγελο και με συγκίνηση για το παρελθόν της.

Ωστόσο, μας ζήτησε να μιλήσει και για τον αγαπημένο της σύζυγο, αλλά και για τον Χάρη Ρώμα που της έδωσε τη δυνατότητα να εκτοξευθεί η δημοφιλία της, αν και σε μεγάλη ηλικία. «Με τον Κώστα Θεοδόση ήμουν παντρεμένη. Εναν γλυκύτατο άνθρωπο, έναν πανέμορφο άνθρωπο γεμάτο αγάπη και καλοσύνη για όλους. Είχε κάνει και κάποια περάσματα από παλιές ελληνικές ταινίες. Τον έχασα όμως πολύ πρόωρα, και αυτό έριξε πάρα πολύ την ψυχολογία μου. Από την άλλη, ό,τι και να πω για τον αγαπημένο μου Χάρη είναι λίγο. Τον μνημονεύω κάθε μέρα. Αν θυμάμαι καλά, με βρήκε εκείνος για το “Καφέ της Χαράς”. Είχα παίξει σε κάνα δυο επεισόδια άλλων σειρών και γενικά, όπως έλεγαν τότε, με θεωρούσαν γουρλού (γέλια). Θυμάμαι, πάντως, όταν ήρθε ο Ρώμας στο σπίτι και μου πρότεινε τον ρόλο της κουτσομπόλας παπαδιάς, τα παιδιά μου δεν ήθελαν να παίξω. Ηταν πολύ κόντρα ρόλος σε σχέση με τον δικό μου χαρακτήρα. Μάλιστα, όταν αποφάσισα να παίξω, τους είπα “εγώ θα παίξω τον ρόλο αυτόν και θα την κάνω την κουτσομπόλα παπαδιά να την αγαπήσει όλη η Ελλάδα” (γέλια)».