Στην αθωότητά της επέμεινε στην απολογία της η χήρα του 46χρονου δασκάλου Νίκου Μέντζου, στη δίκη που συνεχίστηκε χθες στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Μεσολογγίου για την πολύκροτη υπόθεση της άγριας δολοφονίας στη Ρουπακιά Αγρινίου τον Απρίλιο του 2011.
Η απολογία της γυναίκας, που κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, άρχισε με το πώς γνωρίστηκε με τον Νίκο Μέντζο και παντρεύτηκαν: «Αρνούμαι την κατηγορία. Με τον σύζυγό μου ερωτευτήκαμε και θέλαμε να παντρευτούμε, αν και οι γονείς του είχαν αντιρρήσεις, επειδή δεν ήμουν δασκάλα και δεν με θεωρούσαν κατάλληλη για τον γιο τους».
Όταν έμαθε για την ύπαρξη ερωμένης, ρώτησε τον άντρα της σχετικά κι εκείνος παραδέχτηκε ότι είχε εξωσυζυγική σχέση, λέγοντας πως επρόκειτο για τη μητέρα μιας μαθήτριας που φοιτούσε στο σχολείο όπου δίδασκε. Πάντως, της υποσχέθηκε ότι θα διέλυε τον παράνομο δεσμό για να σώσει τον γάμο τους και έδειχνε μετανιωμένος.
Τον έβριζε
Όπως είπε στο δικαστήριο η κατηγορουμένη, ο σύζυγός της τής εκμυστηρεύτηκε κάποια στιγμή την ανησυχία του για το γεγονός ότι η ερωμένη του εξακολουθούσε να τον ενοχλεί, ακόμα και στο σχολείο. Σύμφωνα με τη χήρα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2011 η άλλη γυναίκα τηλεφωνούσε στον Μέντζο και τον έβριζε, ενώ έφτασε στο σημείο να πάει ακόμα και κάτω από το σπίτι του ουρλιάζοντας «σου είπα ότι θα έρθω στο σπίτι σου».
«Ρώτησα τον Νίκο τι ήταν όλα αυτά και μου απάντησε “σου είπα, με πιέζει”, ενώ τις επόμενες ημέρες ο άντρας μου άλλαξε τον αριθμό του κινητού του. Από τότε μας έλεγε να προσέχουμε, να κλειδώνουμε πάντα».
Για τη μοιραία ημέρα είπε πως ο δάσκαλος έφυγε από το σπίτι στις 6.15 το πρωί για να πάει με τον αδελφό της να κόψει χόρτα σε ένα χωράφι. Στις 11.08 της τηλεφώνησε ο ίδιος και, αφού αυτή απάντησε στην κλήση, δεν της μίλησε, αλλά λίγα δευτερόλεπτα αργότερα τον άκουσε να της λέει «Τώρα θα γίνουν όλα ρημαδιό».
Τότε, όπως είπε στο δικαστήριο, βρήκε δικαιολογία και έφυγε από το ζαχαροπλαστείο για να τον αναζητήσει στο χωράφι της Αβόρανης, αλλά στις 11.40 που έφτασε δεν ήταν εκεί. Πήρε τον δρόμο της επιστροφής και σταμάτησε σε ένα σημείο του δρόμου για να τηλεφωνήσει στον γιο της, όμως τότε είδε στα δεξιά της να βγαίνει καπνός, ο οποίος προερχόταν από το κτήμα.
Κατευθύνθηκε προς τα εκεί θεωρώντας ότι ο άντρας της έκαιγε κλαδιά, αλλά είδε το φλεγόμενο αυτοκίνητο: «Δεν μπόρεσα να διακρίνω αν βρισκόταν άνθρωπος μέσα. (…) Μετά μου είπαν ότι μέσα στο αυτοκίνητο βρέθηκαν υπολείμματα σώματος». Στην ερώτηση της προέδρου πού πήγε το μυαλό της, απάντησε ότι αρχικά σκέφτηκε ότι πρόκειται για έγκλημα και όχι για αυτοκτονία, και το μυαλό της πήγε στην ερωμένη του.
Κατάθεση-σοκ από τον ιατροδικαστή Κουτσάφτη: «Στην αρχή της καύσης το θύμα ζούσε»
Κατά τη διάρκεια της χθεσινής ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσαν ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσάφτης και ο δικαστικός πραγματογνώμων Νίκος Διαμαντής, τους οποίους είχε ορίσει τον μεν πρώτο η Εισαγγελία και τον δε δεύτερο η οικογένεια Μέντζου ως τεχνικούς συμβούλους. Και οι δύο μετά την έρευνα που έκαναν οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος του δασκάλου οφείλεται σε εγκληματική ενέργεια, κάτι που είχε καταθέσει στο δικαστήριο και ο εμπειρογνώμων και ειδικός σύμβουλος εγκληματολογικών ερευνών Γιώργος Ραυτογιάννης.
Η χθεσινή κατάθεση του κ. Κουτσάφτη συγκλόνισε: «Στην αρχή της καύσης το θύμα ζούσε, άσχετα αν είχε ή όχι τις αισθήσεις του. Είχε αναπνοή και κυκλοφορία. Ποτέ δεν έχω δει τέτοιο βαθμό καύσης. Δεν βρέθηκαν ούτε οστά του κρανίου, ούτε δόντια, βρέθηκε -ακτινογραφικά- σύρμα μέσα σε ιστούς μαζί με σπασμένα κόκαλα. Τα χέρια του ήταν δεμένα, ενώ δεμένος ήταν και ο κορμός του στη θέση του οδηγού. Αυτό δεν αμφισβητείται. Στο αίμα του δεν βρέθηκαν κάποιες ουσίες. Η επιστημονική μου γνώμη είναι ότι επρόκειτο για εγκληματική ενέργεια, αποκλειόμενη η περίπτωση της αυτοκτονίας» είπε.
«Εγώ ξέρω να σας πω τι έγινε στον νεκρό, όχι ποιος το έκανε. Είναι λίγο δύσκολο η κατηγορουμένη να έχει δέσει το θύμα μόνη της» συμπλήρωσε ο ιατροδικαστής.
Αρχικά ο θάνατος του άτυχου δασκάλου είχε χαρακτηριστεί αυτοκτονία, κάτι που ουδέποτε δέχτηκαν τα αδέλφια του, τα οποία ζήτησαν να γίνει εκταφή, αίτημα που έγινε δεκτό από τον εισαγγελέα. Στην ακτινογράφηση του πτώματος εντοπίστηκαν τμήματα από σύρμα, τα οποία ήταν πλεγμένα με τους ιστούς και τα οστά του, ενώ δεν βρέθηκαν κεφάλι και δόντια
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, η σύζυγος ήταν το πρόσωπο με το ισχυρότερο κίνητρο να βλάψει τον δάσκαλο, γιατί γνώριζε για την εξωσυζυγική σχέση, εξαιτίας της οποίας επιβαρυνόταν ο οικογενειακός προϋπολογισμός. Το βούλευμα ανέφερε ότι η σύζυγος φέρεται ότι ενήργησε από κοινού με άγνωστο δράστη, με τη βοήθεια του οποίου ακινητοποίησε τον σύζυγό της στη θέση του οδηγού, τον έδεσε με σύρμα, τον περιέλουσε με βενζίνη και του έβαλε φωτιά.