«Ποια νύχτα σ’ έκλεψε, ποια πίκρα σ’ έκρυψε». Η νύχτα της 23ης Αυγούστου ήταν τελικά αυτή που έμελλε να «κλέψει» τον από τους ανθρώπους του, ποτίζοντας με πίκρα την οικογένειά του, τους φίλους του, τους χιλιάδες Ελληνες που τον αγάπησαν μέσα από τα τραγούδια του.
Ο τεράστιος ερμηνευτής, ο οποίος σφράγισε με τη φωνή του τα μιούζικαλ της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και τον πιο εμπορικό «Δρόμο» της ελληνικής δισκογραφίας, αντιμετώπιζε χρόνια θέματα υγείας και το βράδυ της Κυριακής τον πρόδωσε η καρδιά του σε ηλικία 79 ετών. Η αυλαία για τον σπουδαίο καλλιτέχνη έπεσε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου Αττικόν, όπου νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες εξαιτίας ενός πνευμονολογικού προβλήματος.
Στο άκουσμα της θλιβερής είδησης, η οποία έγινε γνωστή από τη σύζυγο του συνθέτη Μίμη Πλέσσα, τη Λουκίλα Καρέρ, μέσω σχετικής ανάρτησής της στο facebook, «πάγωσε» το πανελλήνιο. Μπορεί να ήταν γνωστό ότι ο αγαπημένος καλλιτέχνης ανέβαινε τον δικό του γολγοθά τα τελευταία χρόνια, καθώς ζούσε σχεδόν βυθισμένος στο σκοτάδι εξαιτίας του γλαυκώματος, μιας σοβαρής πάθησης που είχε στα μάτια του, όπως επίσης ότι το 2017 είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αγγειοπλαστικής προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει καρδιολογικό πρόβλημα που του είχε παρουσιαστεί, ωστόσο κανείς δεν περίμενε πως ερχόταν το τέλος τόσο γρήγορα. Κι όμως, όπως δείχνουν τα πράγματα, τα χτυπήματα της μοίρας που δέχτηκε ο Γιάννης Πουλόπουλος από το 2017 και μετά ήταν τόσο δυνατά και απανωτά που, σε συνδυασμό με την ήδη επιβαρυμένη υγεία του, έριξαν την ψυχολογία του στα Τάρταρα, με αποτέλεσμα να τον… τσακίσουν.
Ήταν Απρίλιος του 2019 όταν η «Espresso» έφερε στο φως της δημοσιότητας την υπόθεση του κατεστραμμένου ξενοδοχείου του τραγουδιστή στα βόρεια προάστια. Όπως είχε καταγγείλει τότε η σύζυγός του, Μπέττυ Κοκκινάκη Πουλοπούλου, το ξενοδοχείο «Ουράνιο Τόξο» στην Άνοιξη Αττικής «έπεσε σε κακά χέρια ενοικιαστών», οι οποίοι, ύστερα από δικαστική παρέμβαση της ίδιας και του άντρα της, τους το παρέδωσαν σε άθλια κατάσταση, βανδαλισμένο και μη λειτουργικό, με αποτέλεσμα να κινηθούν νομικά εναντίον των υπευθύνων.
«Γιατί τέτοιο μένος; Γιατί να μας καταστρέψουν την περιουσία μας; Τι κακό τούς κάναμε; Και, μάλιστα, άνθρωποι που έφαγαν ψωμί από εμάς. Ο Γιάννης ήταν και είναι πάντα χαμηλών τόνων και καλός άνθρωπος. Είναι πολύ στενοχωρημένος γι’ αυτό που έχει συμβεί. Είναι εγκληματικό αυτό που του έκαναν και από αυτό έπαθε την καρδιά του. Δεν αντέχω να βλέπω άλλο τέτοιες άσχημες εικόνες στο ξενοδοχείο που ο Πουλόπουλος έφτιαξε με τόση αγάπη και μεράκι» είχε δηλώσει τότε στην «Espresso» η συνοδοιπόρος στη ζωή του Γιάννη Πουλόπουλου, επισημαίνοντας ότι ο σπουδαίος καλλιτέχνης είχε στενοχωρηθεί πολύ αντικρίζοντας τις εικόνες καταστροφής, με συνέπεια να αντιμετωπίσει καρδιολογικό πρόβλημα.
Λίγους μήνες αργότερα έγινε γνωστό ότι βγαίνει σε πλειστηριασμό ένα οικόπεδο «φιλέτο» του σπουδαίου ερμηνευτή στην Εκάλη, με τιμή εκκίνησης τα 757.218 ευρώ. Όπως είχε γράψει τότε η «Espresso», το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο ήταν στην κατοχή του Γιάννη Πουλόπουλου από το 1970 και μπήκε σε υποθήκη το 2014, όταν ο τραγουδιστής προέβη σε τραπεζικό δανεισμό ύψους 300.000 ευρώ για να ενισχύσει οικογενειακή επιχείρησή του.
Η παρατεταμένη οικονομική δυσπραγία, ωστόσο, είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις δόσεις για την αποπληρωμή του δανείου κι έτσι αυτό να βγει τελικά στο σφυρί. Το γεγονός αυτό ήταν ακόμη ένα βάσανο για τον καλλιτέχνη, καθώς τον επηρέασε ψυχολογικά και τον πλήγωσε, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί κι άλλο η κατάσταση της υγείας του.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο τραγουδιστής με τη μελωδική φωνή είχε να αντιμετωπίσει κατά καιρούς και ανυπόστατες φήμες που αφορούσαν την υγεία του, όπως, όταν είχε κάνει τον γύρο του διαδικτύου η πληροφορία ότι έδωσε μάχη για τη ζωή του έπειτα από έμφραγμα που υπέστη.
Πληροφορία που φρόντισε να διαψεύσει έξαλλη, μέσω της «Espresso», η σύζυγός του. «Δεν ξέρω γιατί τα γράφουν αυτά. Είναι ντροπή και μας στενοχώρησαν πάρα πολύ και τον Γιάννη και εμένα και την κόρη μας» μας είχε δηλώσει τότε η Μπέττυ Κοκκινάκη – Πουλοπούλου.
Η αλήθεια είναι ότι το πρόβλημα με την καρδιά, που κάποιοι -με δόση μεγάλης υπερβολής- έγραψαν ότι αντιμετώπισε ο τραγουδιστής το 2019, ήταν το ίδιο που είχε περάσει δύο χρόνια πριν, όταν και υποβλήθηκε στην εγχείρηση αγγειοπλαστικής που αναφέραμε παραπάνω.
Όμως, και μόνο το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης είχε πληροφορηθεί τότε ότι έπαθε έμφραγμα, ενώ στην πραγματικότητα ήταν καλά, στάθηκε αρκετό για να τον καταβάλει ψυχολογικά.
«Μαχαιριά» η απώλεια του αδελφού του
Το σοβαρό -και αξεπέραστο- πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε εδώ και αρκετά χρόνια ο Γιάννης Πουλόπουλος ήταν το γλαύκωμα, το οποίο του είχε στερήσει μεγάλο μέρος της όρασής του. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που στις αρχές του Φεβρουαρίου του 2017 δεν είχε καταφέρει να παραστεί στο τελευταίο «αντίο» του μικρότερου αδελφού του, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 70 χρόνων, χτυπημένος από τον καρκίνο.
Μια απώλεια που στοίχισε πολύ στον Γιάννη Πουλόπουλο και σίγουρα πλήγωσε την ήδη λαβωμένη του καρδιά. «Ήταν πολύ αγαπημένα αδέλφια και φυσικό είναι ο Γιάννης να συγκινηθεί πολύ από το δυσάρεστο γεγονός του θανάτου του. Δεν παρέστη στην κηδεία του αδελφού του, γιατί δεν βλέπει καλά, και εγώ με την κόρη μας, την Αντα, δεν μπορούσαμε να το ρισκάρουμε και να τον μεταφέρουμε σε έναν χώρο δύσκολα προσβάσιμο για την περίπτωσή του» είχε δηλώσει τότε στην «Espresso» η Μπέττυ Κοκκινάκη – Πουλοπούλου, εξηγώντας την απουσία του από την κηδεία του αδελφού του. Σημειώνεται ότι το γλαύκωμα, το οποίο ανάγκαζε τον αείμνηστο καλλιτέχνη να παραμένει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και να περνά τον περισσότερο χρόνο του κλεισμένος στο σπίτι του, στη Νέα Κηφισιά, το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του.
«Επειδή ήμουν πρωτότοκος, το πήρα εγώ το γονίδιο, ενώ ο αδελφός μου δεν το έχει. Ο πατέρας μου, όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, μας έλεγε “να προσέχετε τα μάτια σας”. Επί 18 χρόνια έχω πλέον αυτόν τον μπελά. Η θεραπεία είναι μακροχρόνια» είχε πει ο ίδιος σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
Παράτησε το σχολείο και από τα 12 «ρίχτηκε» στο μεροκάματο
«Το άγαλμα», «Να ‘χα τη δύναμη», «Θα πιω απόψε το φεγγάρι»… Τραγούδια κλασικά και αγαπημένα από την κρυστάλλινη φωνή ενός καλλιτέχνη με ψυχή καθάρια, του Γιάννη Πουλόπουλου, ο «Δρόμος» του οποίου προς την επιτυχία δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα.
Γεννήθηκε στη Καρδαμύλη της Μεσσηνίας στις 21 Ιουνίου 1941. Η μητέρα του, μεγαλωμένη στην ίδια περιοχή, και ο πατέρας του, γέννημα θρέμμα ενός κοντινού χωριού και οδηγός αυτοκινήτων στο επάγγελμα, πήραν το Γιάννη και τον αδελφό του, τον Βασίλη, και ήρθαν στην Αθήνα. Αρχικά έμειναν στο Μεταξουργείο, αλλά γρήγορα μετακόμισαν στο Περιστέρι. Εκεί, στη γειτονιά του Αγίου Ιερόθεου, ο πιτσιρικάς τότε Γιάννης Πουλόπουλος κατάλαβε πρώτη φορά τι θα πει παιχνίδι στις αλάνες. Ωστόσο, πριν ακόμη πάει σχολείο, η μοίρα τού έδειξε το σκληρό της πρόσωπο όταν πέθανε η μητέρα του. Στην πορεία ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και ο Γιάννης με τον Βασίλη μεγάλωσαν με τη γιαγιά τους.
Ο Γιάννης αγαπούσε από μικρός τη γυμναστική και τα αγωνίσματα. Επίσης του άρεσε τρομερά το ποδόσφαιρο. Αν δεν είχε γίνει τραγουδιστής, θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε κανονιέρη των γηπέδων. Εξάλλου, τα πράγματα για εκείνον ήταν τότε πολύ ξεκάθαρα. Πήγαινε σχολείο γιατί έπρεπε να πάει, έπαιζε μπάλα γιατί του άρεσε και δούλευε γιατί έπρεπε να βγάλει λεφτά και να βοηθήσει την οικογένειά του. Και η αλήθεια είναι πως βγήκε πολύ νωρίς στη βιοπάλη. Σταμάτησε το πρωινό σχολείο, γράφτηκε σε νυχτερινό και άρχισε το μεροκάματο. Η πρώτη του δουλειά ήταν στα θερινά σινεμά. Πουλούσε ηλιόσπορους, φιστίκια και στραγάλια. Ήταν δεν ήταν τότε 12 χρονών. Ακολούθησαν κι άλλες δουλειές, κυρίως σε οικοδομές, μέχρι που έμαθε καλά την τέχνη του μπογιατζή και δούλεψε σερί για πέντε χρόνια. Παράλληλα έπαιζε πάντα ποδόσφαιρο, πότε στον Αγιο Ιερόθεο και πότε στον Ατρόμητο.
Όσο για τη μουσική; Μπήκε μοιραία στην ψυχή του, ακούγοντας τους άλλους να τραγουδάνε. Τότε ήταν πολύ της μόδας τα δημοτικά και τα τσιφτετέλια. Στον ίδιο άρεσε η Μαριάννα Χατζοπούλου και την απολάμβανε συχνά στο πανί του κινηματογράφου. Λεφτά για εισιτήρια δεν υπήρχαν, βέβαια. Μαζί με τους φίλους του πηδούσαν τις μάντρες για να μπορέσουν να δουν καμιά ταινία από μακριά. Η κλίση του στο τραγούδι όμως υπήρχε πάντα και παρακινημένος από δικούς του ανθρώπους έφτασε μέχρι την Columbia, όπου γίνονταν ακροάσεις. Έπειτα από πολλές απόπειρες οι ιθύνοντες της εταιρίας τού κανόνισαν να περάσει κι αυτός μαζί με άλλα 40 άτομα. Την επιτροπή των ακροάσεων αποτελούσαν τότε «μεγαθήρια» της μουσικής: ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Βασίλης Τσιτσάνης κ.ά.
Ο μόλις 19 ετών τότε Γιάννης, αφού άκουσε όλους τους υποψηφίους να τραγουδούν αμανέδες και τσιφτετέλια, εμφανίστηκε τελευταίος και τους ανακοίνωσε ότι θα ερμηνεύσει το «Μάνα μου και Παναγιά». Και το τραγούδησε με τόσο πάθος, που κατάφερε να αφήσει τους πάντες άφωνους. Τότε σηκώθηκε όρθιος ο Μίκης Θεοδωράκης και είπε στους συναδέλφους του στην κριτική επιτροπή: «Σας κάνει δεν σας κάνει, εγώ αυτόν θα τον κάνω τραγουδιστή!» Έχοντας διακρίνει το ταλέντο του, ο εθνικός μας Μίκης πήρε τον Γιάννη υπό την προστασία του και το 1963 του έδωσε να πει τρία τραγούδια στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η γειτονιά των αγγέλων», που ανέβηκε στο Rex με τον θίασο Καρέζη – Κούρκουλου. Αυτά ήταν και τα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε σε δίσκο. Όμως το μεροκάματο που έπαιρνε ήταν μόλις 40 δραχμές και δεν του έφτανε. Έτσι, όταν ο Τάσος Καρακατσάνης τού πρότεινε να δουλέψουν μαζί σε μια μπουάτ στην Πλάκα με 100 δραχμές τη βραδιά, ο τραγουδιστής δέχτηκε να το κάνει συνδυαστικά με τις εμφανίσεις του στο θέατρο. Από την άλλη μεριά, δεν είχε αφήσει ακόμη ούτε την ημερήσια δουλειά του ως μπογιατζής και πολλές φορές, μετά το ξενύχτι, έτρεχε κατευθείαν στις οικοδομές και έπιανε τα πινέλα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, παράλληλα με τη στρατιωτική θητεία του, τον φώναξε ο Αλέκος Πατσιφάς, που στο μεταξύ είχε φτιάξει τη δισκογραφική εταιρία LYRA, και ο Γιάννης εντάχθηκε στο δυναμικό της, μπαίνοντας όμως για τα καλά στην ενεργό καλλιτεχνική δράση μετά την απόλυσή του από τον Στρατό, το 1966. Ο Αλέκος Πατσιφάς τού γνώρισε τον Κουγιουμτζή, με τον οποίο έκανε το κλασικό πλέον τραγούδι «Μη μου θυμώνεις, μάτια μου» και μερικά ακόμη. Στην ίδια εταιρία ήταν επίσης ο Λοΐζος, ο Μούτσης και ο Σπανός, με τους οποίους συνεργάστηκε επίσης. Παράλληλα με τα 45άρια δισκάκια του, που κυκλοφόρησαν σωρηδόν μετά το 1966, άρχισε να εμφανίζεται ως τραγουδιστής και σε κινηματογραφικές ταινίες που έκαναν επιτυχία: «Οι στιγματισμένοι», «Ο τετραπέρατος», «Εκείνος κι εκείνος». Σημειώνεται ότι ο Γιάννης Πουλόπουλος παρέμεινε στη LYRA μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, οπότε πήρε μεταγραφή για τη MINOS, όπου έμεινε ως το 1989 και έκανε 11 χρυσούς δίσκους. Δέκα χρόνια μετά, το 1999, ανακοίνωσε την απόφασή του να αποτραβηχτεί από το τραγούδι.
Ο κινηματογράφος και το ασύλληπτο ρεκόρ του δίσκου «Ο δρόμος»
Φτάνοντας στην εποχή του Νέου Κύματος, ενός μουσικού ρεύματος που ακολούθησε πιστά, ο Γιάννης Πουλόπουλος ήρθε το 1967 σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα και η συνεργασία τους άφησε εποχή στο ελληνικό πεντάγραμμο. Ως αφορμή γι’ αυτήν στάθηκε το μιούζικαλ «Οι θαλασσιές οι χάντρες», ενώ ακολούθησαν οι ταινίες «Παριζιάνα» και «Γοργόνες και μάγκες», το 1969. Η ίδια έμελλε να είναι μια σημαδιακή χρονιά για τον ήδη πολύ διάσημο καλλιτέχνη.
Η δισκογραφική δουλειά «Ο δρόμος», των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου, στην οποία ο Πουλόπουλος τραγούδησε τα 10 από τα 12 κομμάτια, έγινε αμέσως χρυσή. Επί της ουσίας μιλάμε για τον πρώτο ελληνικό δίσκο που έγινε χρυσός, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν κατέρριψε κάθε ρεκόρ πωλήσεων, φτάνοντας τα 3.000.000 αντίτυπα. Ρεκόρ που ακόμη και σήμερα δεν έχει καταρρίψει κανένας άλλος ελληνικός δίσκος. Λίγο πριν, στις αρχές του ’67, ο Γιάννης είχε αφήσει ήδη τις μπουάτ και τραγουδούσε στη Νεράιδα. Εκεί δούλεψε για τρία χρόνια με τη Μαρινέλλα, κάνοντας πάταγο στη νυχτερινή Αθήνα.
Η ποίηση και η παρέα με τον Ωνάση
Πέρα από την αγάπη του για το τραγούδι, ο Γιάννης Πουλόπουλος ξεδίπλωσε το ταλέντο του και στην ποίηση, κυκλοφορώντας μάλιστα δύο ποιητικές συλλογές, με τίτλους «Τετράδιο» (1971) και «Ταξίδι στο κέντρο της νύχτας» (1983). Ο ίδιος ασχολήθηκε ακόμη σε ερασιτεχνικό επίπεδο με τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία. Τα παιχνίδια ωστόσο δεν του άρεσαν, πόσο μάλλον τα τυχερά. Όπως είχε παραδεχτεί, δεν ήξερε να παίζει ούτε τάβλι.
Στην κιθάρα υπήρξε αυτοδίδακτος, ενώ είχε και πολύ καλή μνήμη, καθώς, όπως εξομολογήθηκε κάποτε σε συνέντευξή του, θυμόταν απέξω περισσότερους από 500 αριθμούς τηλεφώνων. Για μια περίοδο ο Γιάννης Πουλόπουλος έκανε παρέα με τον Αριστοτέλη Ωνάση. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στη Νεράιδα και για αρκετά χρόνια ο Ελληνας κροίσος τον καλούσε στον Σκορπιό, όπου τραγουδούσε για τον ίδιο, την οικογένειά του και φίλους του. Όταν ο αξέχαστος καλλιτέχνης αποφάσισε να αποτραβηχτεί από το τραγούδι, δήλωσε: «Δισκογραφικές εταιρίες δεν υπάρχουν, μαγαζιά δουλεύουν δύο φορές την εβδομάδα. Πώς, λοιπόν, να αναδειχθούν οι νέοι καλλιτέχνες; Κατέστρεψαν το τραγούδι, όπως κατέστρεψαν και την Ελλάδα!»
«Καλό ταξίδι στη φωνή της νιότης μας»
Μόλις έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του Γιάννη Πουλόπουλου, πολλοί καλλιτέχνες, φίλοι του, έσπευσαν να αποχαιρετήσουν με τον δικό τους τρόπο τον μεγάλο ερμηνευτή μέσα από τα social media.
«Έχε γεια, Γιάννη. Αγάπησα και ζήλεψα το χρώμα και τη δύναμη της φωνής σου. Και όχι μόνο εγώ. Ήσουν θεμέλιο της γενιάς μας. Καλό σου ταξίδι» έγραψε η Χάρις Αλεξίου. «Καλό ταξίδι στη φωνή της νιότης μας…» ευχήθηκε από την πλευρά της η Γιώτα Νέγκα.
«Πόνεσα πολύ για τον αξιολάτρευτο καλλιτέχνη. Συλλυπητήρια από το βάθος της καρδιάς μου που κτυπά εντελώς διαφορετικά από την έλλειψή του. Ένα κομμάτι του σύγχρονου πολιτισμού μας αποχώρησε με αξιοπρέπεια και ταπεινότητα. Θα είναι σίγουρα αιώνια η μνήμη του με παρακαταθήκη το έργο του» ήταν το μήνυμα του Γιάννη Ζουγανέλη. «Γιάννης Πουλόπουλος, ένας σπουδαίος τραγουδιστής. Είχε την τύχη, το σθένος και το κριτήριο να διαλέξει καλά τραγούδια -με αποκορύφωμα τον “Δρόμο” του Μίμη Πλέσσα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου- που τον κατατάσσουν, δίκαια, ανάμεσα στους μεγάλους και ξεχωριστούς που σφράγισαν με τις ερμηνείες τους την εποχή τους και θα μείνουν για πάντα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού» έγραψε με τη σειρά του ο Γιώργος Νταλάρας.