«Στους ανθρώπους, αν δεν γεννηθούν κακούργοι, αναπτύσσεται ένα συναίσθημα συμπόνιας»
- Από τη
Μαρία Μεϊμάρη
Συγκίνηση προκάλεσε για ακόμα μία φορά με τη μεγαλοψυχία του ο 56χρονος επιχειρηματίας Μιχάλης Λεμπιδάκης, όταν κατέθεσε χθες στη δευτεροβάθμια δίκη για την απαγωγή του που διεξάγεται στο Πενταμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης. Με λόγια συμπόνιας, που έκαναν ακόμα και τον πρόεδρο του δικαστηρίου να σαστίσει, έδωσε άφεση αμαρτιών στους απαγωγείς του, οι οποίοι τον είχαν κρατήσει όμηρο επί 187 μερόνυχτα!
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονται 12 άτομα που είχαν καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό σε πολυετείς καθείρξεις για τον εξάμηνο εφιάλτη που έζησε ο επιχειρηματίας. Η πολύκροτη δίκη άρχισε με την κατάθεση του γιου του «βασιλιά των πλαστικών» Κρήτης, ο οποίος εμφανίστηκε στο δικαστήριο συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειάς του.
Σύμφωνα με το Cretapost.gr, ο 56χρονος επιχειρηματίας, ο οποίος κρατήθηκε όμηρος από τις 30 Μαρτίου έως τις 2 Οκτωβρίου του 2017, συγχώρεσε τους απαγωγείς του και ζήτησε από το δικαστήριο να δείξει επιείκεια σε όσους από αυτούς έχουν δείξει μεταμέλεια! Στην αρχή της κατάθεσής του μίλησε για την ημέρα της απαγωγής του, όταν το βαν των απαγωγέων εμβόλισε το αυτοκίνητό του και τον επιβίβασαν με την απειλή καλάσνικοφ σε άλλο αυτοκίνητο για να τον μεταφέρουν σε ένα από τα κρησφύγετά τους. Όπως είπε, στο διάστημα που κρατήθηκε όμηρος και τον μετέφεραν από σπίτι σε σπίτι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός και δεν ζητούσε να μαθαίνει πολλά. «Προστάτευα τον εαυτό μου. Δεν ήθελα να βλέπω, να ακούω, να ρωτάω… Αυτό ήταν το εχέγγυο για να βγω από αυτήν την ιστορία ζωντανός» ανέφερε προς την έδρα ο Μιχάλης Λεμπιδάκης.
Όσα είπε για τους απαγωγείς του προκάλεσαν έκπληξη στο ακροατήριο, καθώς υποστήριξε ότι όλοι τού συμπεριφέρθηκαν με ευγένεια. Μάλιστα, την πρώτη ημέρα της ομηρίας του, όταν ένας από αυτούς τον τράβηξε με βία, ο φερόμενος ως αρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης τον επανέφερε στην τάξη, όπως είπε χαρακτηριστικά ο 56χρονος.
Η… παρέα του «Ευγένιου», του «παππού», του ιδιοκτήτη της μάντρας και του «φύλακα» στις 187 ημέρες ομηρίας
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο Κρητικός επιχειρηματίας σε τέσσερα άτομα τα οποία στάθηκαν δίπλα του και τον βοήθησαν να παραμείνει υγιής σωματικά και ψυχικά. Πρόκειται για τον 47χρονο ακτιβιστή αποκαλούμενο ως «Ευγένιο», τον 48χρονο αγρότη από το Ρέθυμνο αποκαλούμενο και ως «παππού», τον ιδιοκτήτη της παλιάς μάντρας αυτοκινήτων, όπου εντοπίστηκε αλυσοδεμένος ο επιχειρηματίας, και τον «φύλακά» του από τη Θεσσαλονίκη.
«Αν δεν ήταν τρεις τέσσερις να μου κρατάνε συντροφιά και να μιλάμε, δεν θα ήμουν σήμερα απόλυτα υγιής, σωματικά και ψυχικά» επισήμανε ο 56χρονος, ο οποίος προκάλεσε την εύλογη απορία του προέδρου της έδρας.
«Πώς γίνεται να μιλάτε με τόση καλοσύνη για τους απαγωγείς σας;» αναρωτήθηκε, για να λάβει την απάντηση του επιχειρηματία: «Πιστεύω ότι σε κάθε άνθρωπο, αν δεν έχει γεννηθεί κακούργος, αναπτύσσεται ένα συναίσθημα συμπόνιας». Η πιο συγκινητική σκηνή, σύμφωνα με το cretalive.gr, εκτυλίχθηκε λίγο μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσης του Μιχάλη Λεμπιδάκη. Όταν ο πρόεδρος είπε στον 56χρονο ότι μπορούσε να αποχωρήσει, εκείνος του ζήτησε να του επιτρέψει να κατεβάσει τη μάσκα που φορούσε. Αμέσως μετά, ανέφερε χαμογελώντας: «Δείτε με, είμαι πολύ καλά σήμερα και επιτρέψτε μου να πω πώς νιώθω. Σας παρακαλώ, ιδιαίτερα γι’ αυτούς τους κατηγορουμένους που έχουν δείξει μεταμέλεια να δείξετε και εσείς επιείκεια στον καταμερισμό της ποινής».
Στη συνέχεια, ανέβηκαν στο βήμα του μάρτυρα η σύζυγος, η μητέρα και ο αδελφός του Μιχάλη Λεμπιδάκη, ο οποίος ανέφερε με νόημα: «Δόξα τω Θεώ, ο αδελφός μου γύρισε ψυχικά και σωματικά υγιής. Θα ήταν άλλη η στάση μας τελείως αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Αυτό ας είναι ένα σαφές μήνυμα προς τον καθένα».
Χθες, κατέθεσαν αστυνομικοί που συμμετείχαν στην επιχείρηση απελευθέρωσης του επιχειρηματία, με τη δίκη να διακόπτεται για τις 21 Νοεμβρίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε κρίνει ενόχους και τους 12 κατηγορουμένους, χωρίς να τους αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό. Ωστόσο για δύο από αυτούς είχε αποφασίσει η έφεσή τους να έχει αναστέλλουσα δύναμη, με αποτέλεσμα να αφεθούν ελεύθεροι υπό όρους ως την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό. Σε όλους τους κατηγορουμένους είχαν επιβληθεί βαριές ποινές 11 ως 26 ετών.
Η κινηματογραφική «αρπαγή» και τα λύτρα των 100.000.000 ευρώ
Η εξάμηνη ομηρία του Μιχάλη Λεμπιδάκη στην Κρήτη ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια απαγωγή στην Ελλάδα και δοκίμασε τις αντοχές τόσο του ίδιου του επιχειρηματία όσο και της οικογένειάς του!
Σύμφωνα με την πρώτη μαραθώνια κατάθεση του 53χρονου -τότε- γιου του «βασιλιά των πλαστικών» Κρήτης στους αστυνομικούς αμέσως μετά την απελευθέρωσή του, το απόγευμα της 30ής Μαρτίου 2017 έφυγε με το αυτοκίνητό του από την εταιρία και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του στα Καλέσσα, ακολουθώντας την καθημερινή του διαδρομή. Ομως, τον τράκαρε ένα βαν και σταμάτησε στη δεξιά πλευρά του δρόμου, νομίζοντας ότι επρόκειτο για τροχαίο. Εκείνη τη στιγμή βγήκε από το βαν ένας άγνωστος, ο οποίος έσπασε με βαριοπούλα το τζάμι του παραθύρου του αυτοκινήτου, ενώ ένας δεύτερος τον σημάδευε με καλάσνικοφ από το παρμπρίζ.
Οι απαγωγείς τού φόρεσαν κουκούλα, τον έβαλαν σε άλλο αυτοκίνητο και, έπειτα από διαδρομή μίας δύο ωρών, έφτασαν σε ένα σπίτι, όπου του έδωσαν ρούχα για να αλλάξει και τον έδεσαν από το ένα χέρι με χειροπέδες και από το πόδι με αλυσίδα μήκους περίπου ενός μέτρου. Όπως είπε, έμεινε εκεί ως τις αρχές Μαΐου, οπότε μετακινήθηκε σε άλλο σπίτι. Κατά τη διάρκεια της ομηρίας του, οι απαγωγείς τού πήγαιναν μία ή δύο φορές την ημέρα φρεσκομαγειρεμένο φαγητό, τον άφηναν να βλέπει τηλεόραση και μερικές φορές τού πήγαιναν εφημερίδες, από τις οποίες έμαθε ότι ζητούσαν από την οικογένειά του λύτρα ύψους 100.000.000 ευρώ για την απελευθέρωσή του.
Στη συνέχεια, τον πήγαν σε τρίτο δωμάτιο, όπου έμεινε ως τις 6 Αυγούστου. Ακολούθησε και τέταρτη μετακίνηση, με τους απαγωγείς να τον πηγαίνουν σε ένα μαντρί. Εκεί παρέμεινε ως τις 10 Αυγούστου, όταν τον επιβίβασαν και πάλι στο αυτοκίνητο και τον μετέφεραν στο δωμάτιο της μάντρας αυτοκινήτων λίγο έξω από το Ρέθυμνο, όπου τον βρήκαν αλυσοδεμένο οι αστυνομικοί στις 2 Οκτωβρίου.
Το κουβάρι της υπόθεσης είχε αρχίσει να ξετυλίγεται ήδη από τον Ιούλιο, όταν σε έλεγχο που είχε γίνει σε τρία άτομα που επέβαιναν σε Ι.Χ. διαπιστώθηκε ότι κανένας τους δεν είχε κινητό, καθώς τα είχαν πετάξει νωρίτερα. Αυτό προκάλεσε υποψίες στους αξιωματικούς της Ασφάλειας, καθώς οι απαγωγείς επικοινωνούσαν με την οικογένεια μόνο με καρτοτηλέφωνα μιας χρήσης, στέλνοντας sms με τις απαιτήσεις τους, και στη συνέχεια τα πετούσαν.
Ακολούθησε αστυνομική επιχείρηση σε χώρο στα Σφακιά, όπου όμως δεν βρέθηκε τίποτα, με αποτέλεσμα να μη γίνει άλλη κίνηση ώσπου να λήξει η απαγωγή για να μην κινδυνεύσει η ζωή του επιχειρηματία. Επειτα από εξαντλητικές έρευνες και παρακολουθήσεις, οι αστυνομικοί κατάφεραν τελικά να εντοπίσουν το κρησφύγετο όπου κρατείτο ο επιχειρηματίας και οργανώθηκε επιχείρηση για την απελευθέρωσή του.