Μιλά με πόνο ψυχής για το χάος κρατικών υπηρεσιών που της στερούν το όνειρό της!
Τον δικό της γολγοθά ανεβαίνει τα τελευταία οκτώ χρόνια η απόγονος του Μάρκου Μπότσαρη, η οποία θεωρείται ξένη στην πατρίδα της, τον τόπο δηλαδή όπου ο πρόγονός της Μάρκος Μπότσαρης έδωσε τη ζωή του προκειμένου να γίνει πράξη το όνειρο της λευτεριάς.
Κι αυτό διότι τα αιτήματα της Ελιζαμπέτα Μπότσαρη για κτήση της ελληνικής ιθαγένειας «σκοντάφτουν» στην επιδεικτική αδιαφορία και την πλήρη αποδιοργάνωση του κράτους.
Γεννημένη το 1975 στο μακρινό Σάο Πάολο της Βραζιλίας από Έλληνα πατέρα και Βραζιλιάνα μητέρα, η 46χρονη απόγονος ενός εκ των μεγαλύτερων αγωνιστών της Εθνεγερσίας ανεβαίνει έναν Γολγοθά προσπαθώντας να εξασφαλίσει την ιθαγένεια από το ελληνικό κράτος. Αν και έχει στείλει κάμποσες φορές στο ελληνικό προξενείο όλα τα απαραίτητα έγγραφα που αποδεικνύουν τη σχέση αίματος με τον πατέρα της, τη φοίτησή της σε ελληνικό σχολείο, τη βάφτισή της ως χριστιανής ορθόδοξης και πολλά άλλα, οι απαντήσεις που λαμβάνει από το 2014, όταν άρχισε να υποβάλλει αιτήσεις, περιορίζονται σε συστάσεις για… υπομονή!
Ενδεικτική του χάους που επικρατεί είναι η αντιμετώπιση που είχε η «Espresso», στο πλαίσιο του ρεπορτάζ, στην προσπάθειά της να επικοινωνήσει με τους υπαλλήλους στους οποίους απευθύνθηκε η κυρία Μπότσαρη, καθώς και με ανθρώπους που χειρίζονται παρόμοιες υποθέσεις. Αρχικά μας ζήτησαν να περιμένουμε, καθώς έψαχναν στο αρχείο την υπόθεση, και στη συνέχεια μας ενημέρωσαν ότι ο αρμόδιος υπάλληλος… νοσεί με κορονοϊό και θα πρέπει να περιμένουμε ώσπου να αναρρώσει για να μας εξυπηρετήσει!
Η πρώτη… κρυάδα
«Ήμουν περίπου 20 ετών όταν πήγα εδώ, στο προξενείο, για να ζητήσω την ελληνική μου υπηκοότητα. Θυμάμαι μια ηλικιωμένη γυναίκα να μου απαντά πως είναι… απασχολημένη και ότι η περίπτωσή μου είναι εξαιρετικά περίπλοκη, επειδή οι γονείς μου δεν ήταν παντρεμένοι όταν με έφεραν στον κόσμο! Έπειτα από αυτή την αντιμετώπιση απογοητεύτηκα πολύ, αλλά τρία χρόνια αργότερα προσπάθησα ξανά» αναφέρει χαρακτηριστικά στην «Espresso».
Όταν πληροφορήθηκε ότι στο ελληνικό προξενείο του Σάο Πάολο υπήρχε ένας υπάλληλος, ο Μανώλης Αντερσον, που ασχολιόταν αποκλειστικά με τη διαδικασία της κτήσης ιθαγένειας, αποφάσισε να απευθυνθεί σε εκείνον. Ετοίμασαν μαζί όλες τις βεβαιώσεις που απαιτούνταν και τις έστειλαν στην Ελλάδα.
«Επρόκειτο για μια αρκετά χρονοβόρα αλλά και ακριβή διαδικασία. Έπρεπε να πάω σε διάφορες υπηρεσίες, να βρω τα στοιχεία που ζητούσαν και στη συνέχεια έπρεπε να τα μεταφράσω. Πλήρωσα για όλα αυτά περίπου 500 ευρώ και στο τέλος του 2017 έμαθα ότι τα χαρτιά έφτασαν στην Αθήνα. Έπρεπε να περιμένω έναν χρόνο για να λάβω απάντηση, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις».
Περί τα τέλη του 2018 η Ελιζαμπέτα ενημερώθηκε ότι η αίτησή της για κτήση της ελληνικής ιθαγένειας απορρίφθηκε. Τον Απρίλιο του 2019 έστειλε πάλι τα χαρτιά της και, μη έχοντας καμία απολύτως ενημέρωση σχετικά με την πορεία του αιτήματός της, ήρθε στην Αθήνα και ζήτησε διά ζώσης συνάντηση με τον επικεφαλής του Τμήματος Πολιτογραφήσεων Ομογενών Αλλοδαπών στο υπουργείο Εσωτερικών Χρήστο Σαριτζόγλου. Εκείνος της απάντησε σε e-mail, το οποίο βρίσκεται στη διάθεση της «Espresso», ότι την περίοδο εκείνη θα βρισκόταν σε… διακοπές και πως η υπόθεσή της θα άρχιζε να εξετάζεται κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2019.
«Προς το τέλος του 2019, όταν άρχισα, δηλαδή, να ζητώ ενημέρωση για το αίτημά μου, μόλις είχε ξεσπάσει η πανδημία και οι απαντήσεις που έπαιρνα ήταν ότι έπρεπε και πάλι να περιμένω, καθώς οι διαδικασίες καθυστερούσαν λόγω κορονοϊού!» σημειώνει και προσθέτει: «Είμαι Ελληνίδα, η ψυχή μου είναι ελληνική. Ο πατέρας μου, που γεννήθηκε το 1928 στην Ελλάδα και πολέμησε σε ηλικία 12 ετών για τη χώρα, με έχει αναγνωρίσει. Το σχετικό έγγραφο έχει σταλεί στο προξενείο, το επίθετό μου είναι ελληνικό. Δεν καταλαβαίνω, λοιπόν, για ποιον λόγο μου αρνούνται την ιθαγένεια».
Ανατρέχοντας στα παιδικά της χρόνια, θυμάται τον πατέρα της Βασίλη, ναυτικό στο επάγγελμα, να διηγείται σε εκείνη και στον αδελφό της πόσο υπερήφανος ήταν για το επώνυμό του και για την κληρονομιά που αυτό κουβαλά.
«Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν αδελφός του προ-προπάππου μου. Ο πατέρας μου έφυγε από την Αθήνα το 1956, για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά ποτέ δεν ξέχασε τον τόπο του. Πάντα μας έλεγε πόσο υπερήφανος αισθάνεται, ενώ στο στήθος του είχε ζωγραφίσει έναν τεράστιο σταυρό. Πέθανε το 2003 και βουρκώνω κάθε φορά που βλέπω τα έγγραφα που συγκεντρώνω για να αποδείξω ότι έχω ελληνική καταγωγή» επισημαίνει.