Δεν χωράει ανθρώπινος νους όσα υπέφερε η 17χρονη Αμάντα, η οποία είχε χαθεί στις 3 Ιουνίου από την περιοχή του Χαϊδαρίου, στα χέρια του 58χρονου Αλβανού, που την έριξε στα δίχτυα ενός κυκλώματος αδίστακτων σωματεμπόρων, τη σακάτευε κάθε τόσο στο ξύλο, ενώ έφτασε στο σημείο να την απειλήσει με όπλο!
Οι περιγραφές που έδωσε η ανήλικη στους αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, για την κόλαση που βίωνε, αποτελούν γροθιά στο στομάχι. Οπως είπε, όλα ξεκίνησαν όταν ο Αλβανός προαγωγός την προσέγγισε ερωτικά και σύναψαν σχέση.
Στη συνέχεια την κρατούσε αιχμάλωτη και την εξέδιδε μέσω γνωστού σάιτ γνωριμιών, στο οποίο το 17χρονο κορίτσι εμφανιζόταν ως 22 ετών από τη Ρουμανία με το όνομα «Εύα».
«Πληρώθηκα 210 ευρώ. Μόλις βγήκα από το ραντεβού ένιωθα πολύ άσχημα, ενώ αμέσως έδωσα όλα τα χρήματα στον… Είχαμε αποφασίσει από πριν ότι όλα τα χρήματα που θα βγάζω θα τα δίνω στον… να τα διαχειρίζεται και ό,τι ήθελα θα μου το έπαιρνε αυτός» κατέθεσε η 17χρονη για την πρώτη φορά που αναγκάστηκε να πουλήσει το κορμί της σε πελάτη. Σοκαριστικές είναι οι περιγραφές της και για το καθεστώς τρόμου υπό το οποίο ζούσε καθημερινά.
«Αρκετές φορές τσακωνόμασταν τόσο γιατί νόμιζε ότι τον “κεράτωνα” όσο και γιατί εγώ δεν ήθελα να δουλέψω σαν εκδιδόμενη. Στην αρχή, όταν ξεκινήσαμε να μένουμε μαζί, είχα επικοινωνία και επαφή με δύο φίλες μου. Εκείνος, όμως, ήταν αρκετά ζηλιάρης και μου έλεγε πως πρέπει να σταματήσω να τις βλέπω. Οταν τσακωνόμασταν, σήκωνε το χέρι του και με χτυπούσε κυρίως στο πρόσωπο αλλά και στα πόδια. Ηταν ιδιαίτερα νευρικός, ενώ κάποιες φορές έπινε αλκοόλ και ναρκωτικά. Με τον καιρό, επειδή δεν άντεχα τους καβγάδες, δεν έβγαινα μόνη μου με τα κορίτσια και πήγαινα παντού μαζί του» ανέφερε στην κατάθεσή της και πρόσθεσε για τις απειλές που δεχόταν:
«Επίσης, μου έλεγε ότι αν τον παρατήσω και τον “καρφώσω” στην Αστυνομία είτε αυτός είτε οι φίλοι του θα με βρουν και δεν θα μπορώ να κρυφτώ πουθενά. Φοβόμουν γιατί έχω δει τους φίλους του. Ηταν όλοι Αλβανοί και φυλακόβιοι, όποτε ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι αυτές τις απειλές θα τις κάνει πράξη και δεν θα μπορώ να κρυφτώ πουθενά. Επίσης με είχε απειλήσει με όπλο που είχε μέσα στο σπίτι. Οταν δεν άντεχα το ξύλο, τις πιέσεις, τις απειλές, είπα στις φίλες μου, με τις οποίες είχα ξεκινήσει να μιλάω λίγο, ότι θα τον αφήσω και δεν αντέχω άλλο. Ντρεπόμουν να τους πω για τη δουλειά που με είχε βάλει να κάνω και δεν ήθελα να το συζητάει ούτε με τους φίλους του».
Τέλος, η Αμάντα είπε για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε το «γραφείο» που της κανόνιζε τα ροζ ραντεβού: «Τη Δευτέρα το μεσημέρι με κάλεσε η τηλεφωνήτρια του γραφείου και μου είπε ότι έκλεισε το πρώτο ραντεβού μου σε ξενοδοχείο στο Παγκράτι. Ο άνδρας που θα ερχόταν στο ραντεβού ήταν ηλικιωμένος και καλός πελάτης του γραφείου, οπότε θα έπρεπε να είμαι ιδιαίτερα προσεκτική μαζί του. Στη συνέχεια μου ζήτησε το τηλέφωνο του… για να μιλήσουν μέσω viber για τα διαδικαστικά.
Συγκεκριμένα, του είπε ότι θα έπρεπε να της στέλνει μήνυμα όταν μπαίνω και όταν βγαίνω από το ραντεβού, οι συνομιλίες θα γίνονται μέσω viber και κάθε δύο μέρες κατόπιν συνεννόησης θα συναντιόμαστε με τον… και θα του δίνουμε τα λεφτά που αντιστοιχούν στο γραφείο ανάλογα με τα ραντεβού που έχω κάνει».
Σε βάρος του 58χρονου μαστροπού ασκήθηκε δίωξη για εμπορία ανθρώπου κατά ανηλίκου τελεσθείσα, επάγγελμα προς γενετήσια εκμετάλλευση από κοινού, συνέργεια στην ως άνω πράξη, πλαστογραφία μετά χρήσης, προμήθεια και κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας μέσω διαδικτύου και παράνομη οπλοφορία και πυρομαχικά. Παράλληλα, αναζητούνται ο διαχειριστής της ιστοσελίδας μέσω της οποίας εξέδιδε την Αμάντα και η τηλεφωνήτρια.
Έρμαιο του ετεροθαλούς αδελφού της και του πατριού της
Το δράμα της 17χρονης Αμάντας είχε αρχίσει πολλά χρόνια πριν, αφού ακόμα και από την παιδική ηλικία είχε πέσει επανειλημμένα θύμα βιασμού από τον μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό της, ενώ και ο πατριός της την παρενοχλούσε σεξουαλικά και τη χτυπούσε σε κάθε ευκαιρία!
Αυτός ήταν, εξάλλου, ο λόγος που, έπειτα από συζητήσεις με τις φίλες της, αποφάσισε να καλέσει το «Χαμόγελο του Παιδιού», ζητώντας βοήθεια.
«Γεννήθηκα σε μια πόλη της Ρουμανίας, όπου μεγάλωσα μέχρι τα τέσσερα περίπου χρόνια μου. Εχω ακόμη πέντε αδέλφια, δύο μεγαλύτερα από μένα και τρία μικρότερα ετεροθαλή, από διαφορετικό πατέρα. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ και τα πρώτα χρόνια στη Ρουμανία εγώ και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου μεγαλώσαμε με τη γιαγιά της μαμάς μου, καθώς η μητέρα μου είχε φύγει για την Ελλάδα, προκειμένου να βρει δουλειά» είπε αρχικά η 17χρονη στους αστυνομικούς.
Αμέσως μετά άρχισε να ξεδιπλώνει το κουβάρι της κακοποίησης που έζησε από τα πολύ τρυφερά χρόνια της ζωής της: «Οταν επέστρεψε η μητέρα μου από την Ελλάδα μάς πήρε μαζί της και μέναμε όλοι μαζί στον Πειραιά. Επίσης, η μαμά μου είχε βρει έναν άλλο σύντροφο, με τον οποίο απέκτησε τα υπόλοιπα τρία αδέλφια μου και μεγαλώσαμε όλοι μαζί με τη μαμά του πατριού μου. Υπήρχαν πάντοτε προβλήματα στη σχέση μας, καθώς ο μεγάλος μου αδελφός με βίαζε μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια, ενώ ο πατριός μου με παρενοχλούσε σεξουαλικά και με χτυπούσε» κατέληξε το κορίτσι, που είχε την ατυχία να γνωρίσει από πολύ μικρή ηλικία το σκληρό πρόσωπο της ζωής.