Κάτω από τους χριστουγεννιάτικους στολισμούς η Αθήνα προσπαθεί να καμουφλάρει τα αμέτρητα οικονομικά προβλήματα που έχουν προκύψει από τους λανθασμένους χειρισμούς της κυβέρνησης αναφορικά με την πανδημία.
- Από τον
Βαγγέλη Καράλη
Ομως ανάμεσα στα εντυπωσιακά φώτα και τα γαλήνια αγγελάκια δεκάδες συμπολίτες μας προσπαθούν να επιβιώσουν στις απόμερες γωνιές των πολυσύχναστων δρόμων. Η «Espresso» βρέθηκε στο εμπορικό κέντρο της πρωτεύουσας και συνομίλησε με αστέγους που, εκτός από την πείνα και το κρύο, έχουν να αντιμετωπίσουν ακόμη την πλήρη απαξίωση του κράτους, αλλά και την Αστυνομία που τους κάνει τη ζωή ακόμη πιο δύσκολη, πετώντας τα λιγοστά υπάρχοντά τους.
Οι ιστορίες των ανθρώπων που βρέθηκαν από τη μια μέρα στην άλλη στον δρόμο και αναζητούν μια ευκαιρία για να μπορέσουν να σταθούν ξανά στα πόδια τους αποκαλύπτουν την κρατική αδιαφορία.
«Μου άφησαν μια πίτσα και νερό και μου τα πήραν και αυτά»
Κατηφορίζοντας στο Μοναστηράκι συναντάμε τον Γιώργο. Ενας γκριζομάλλης 71χρονος, που κοιμάται μπροστά σε ένα γνωστό μαγαζί με παιδικά παιχνίδια.
«Περιμένω να κλείσει το μαγαζί για να κοιμηθώ. Ντρέπομαι να βλέπει ο κόσμος το πρόσωπό μου!» λέει με δάκρυα στα μάτια. «Eίμαι έξω στον δρόμο πολύ καιρό, με πέταξαν έξω από το σπίτι μου λόγω αδυναμίας να πληρώσω το ενοίκιο. Τα πράγματά μου είναι στο σπίτι και μου τα έχει κατάσχει ο ιδιοκτήτης. Ηρθαν η Αστυνομία και ο κλειδαράς και μου είπαν “θα φύγεις όπως είσαι!”, αφήνοντας το νοικοκυριό μου στο σπίτι. Είμαι υπερτασικός και πάσχω από κολπική μαρμαρυγή. Σήμερα το πρωί, μόλις σηκώθηκα, πήγα να κάνω την ανάγκη μου και με έπιασε τέτοιος πόνος στην καρδιά, που άρχισα να ουρλιάζω, μου κόπηκε η αναπνοή. Επεσα κάτω από τον πόνο και ευτυχώς κάποιος από τους περαστικούς ήταν γιατρός και μου έδωσε τις πρώτες βοήθειες, αλλιώς τώρα θα ήμουν νεκρός»!
Το κλίμα των εορτών δεν φαίνεται να τον αγγίζει, καθώς δεν επαρκεί για να απαλύνει τον πόνο της ψυχής του.
«Εύχομαι ποτέ κανείς να μην αναγκαστεί να μείνει έξω στον δρόμο. Περιμένω να κλείσει το κατάστημα που είναι πίσω μου για να κοιμηθώ. Κοιμάμαι από τη μια πλευρά, γιατί από την άλλη είναι το μαγαζί που μπαίνει κόσμος και ντρέπομαι να με κοιτάνε.
Είμαι 71 ετών και βλέπω ότι πλέον δεν υπάρχει ίχνος ανθρωπιάς. Χθες το βράδυ ήρθε μια ιταλική ΜΚΟ και μου άφησε μια πίτσα, νερό και γλυκό. Για μια στιγμή έκλεισα τα μάτια μου να κοιμηθώ, δέκα λεπτά, όχι πιο πολύ, και τα τρόφιμα είχαν εξαφανιστεί!» αναφέρει με μάτια που βουρκώνουν.
Γεράσιμος: «Πέρασε ο Μπακογιάννης, τον χαιρέτησα και δεν είπε καλημέρα»
Λίγο παρακάτω στην οδό Ερμού συναντήσαμε τον Γεράσιμο, που μόλις έχει στολίσει το δικό του χριστουγεννιάτικο σκηνικό γράφοντας σε χαρτόνι «Χρόνια Πολλά, Καλές Γιορτές με Υγεία και ό,τι Καλύτερο να έχετε, Ανθρωπιά και Καλοσύνη».
Ο 39χρονος δούλευε ως τεχνίτης σε μεγάλη κατασκευαστική εταιρία, όμως ένα σοβαρό ατύχημα έμελλε να του αλλάξει τη ζωή. Είναι άστεγος εδώ και έξι χρόνια και, εκτός από την πείνα και το κρύο, έχει να αντιμετωπίσει την αδιαφορία.
«Το 2012 είχα ένα σοβαρό ατύχημα και αυτό ήταν η αρχή του τέλους μου. Έδωσα όσα χρήματα είχα στους γιατρούς και έμεινα 27 μήνες στο κρεβάτι, έχασα τη δουλειά μου, το σπίτι μου, τα πάντα. Δούλευα σε μεγάλη κατασκευαστική εταιρία ως σιδεράς, πολύ καλή δουλειά και καλά χρήματα, αλλά μετά το ατύχημα τα έχασα όλα.
Το κράτος και οι πολιτικοί όχι μόνο είναι ανύπαρκτοι, αλλά μας απαξιώνουν κιόλας. Θυμάμαι πριν από λίγες ημέρες πέρασε ο Κώστας Μπακογιάννης από μπροστά μου, τον χαιρέτησα και δεν μου είπε ούτε μια καλημέρα, με απαξίωσε κανονικά! Αν, βέβαια, ήταν κάμερες εκεί, θα έκανε τα δικά του, θα ερχόταν, θα μας μίλαγε, θα έκανε ότι ενδιαφέρεται. Πίσω από τις κάμερες, όμως, όταν σβήνουν τα φώτα από τα εμπορικά καταστήματα, ξεκινάει για εμάς τους άστεγους ακόμη ένα βράδυ επιβίωσης».Οπως καταγγέλλει, πρόβλημα αποτελεί και η επιδεικτική απαξίωση των αστυνομικών, που πετούν τα λιγοστά υπάρχοντά του:
«Θεονήστικος»
«Εκτός από το κρύο και την πείνα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε και την Αστυνομία, καθώς υπάρχει ειδικό κλιμάκιο που έρχεται και μας πετάει τα πράγματα, λες και είμαστε εγκληματίες. Πριν από δύο εβδομάδες μού πέταξαν εδώ στην Ερμού τα ρούχα και τις κουβέρτες δύο μέρες συνεχόμενες, συγκεκριμένα μια αστυνόμος, η οποία μου είπε για να βάλω μυαλό και να μην κάθομαι εδώ! Σήμερα είμαι θεονήστικος, δεν έχω φάει τίποτα και δεν έχω πάνω μου ούτε ένα ευρώ. Εγώ δεν είμαι ζητιάνος, άστεγος είμαι. Λένε ότι έχουν θερμαινόμενους χώρους, αλλά απαγορεύεται να πάρεις πράγματα δικά σου. Μια κουβέρτα έχω και ένα πάπλωμα, τι να κάνω; Να τα πετάξω; Για εμάς δεν υπάρχουν Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Τα πρωινά θα τσακώνομαι με τους αστυνομικούς και το βράδυ θα προσπαθώ και πάλι να μείνω ζωντανός. Αυτό που εύχομαι για το 2022 είναι να πάρω την παλιά μου ζωή πίσω. Με μια δουλειά θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου».
«Με πέταξε έξω η μητέρα μου»
Ο 37χρονος Σάββας είναι άστεγος εδώ και περίπου έναν μήνα, καθώς η ίδια η μητέρα του τον πέταξε έξω από το σπίτι. Είναι πρώην τοξικομανής, «καθαρός» όμως πλέον εδώ και ενάμιση χρόνο.
Αυτό που ζητάει είναι να βρει ένα σπίτι να κοιμάται, ώστε να μπορεί να στηριχτεί ξανά στα πόδια του για να εργαστεί. Δεν χάνει το χαμόγελό του, καθώς ο 7χρονος γιος του τού δίνει δύναμη και ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Τον συναντήσαμε στην οδό Ερμού, στον εμπορικότερο δρόμο της Αθήνας, όπου ανάμεσα στα χριστουγεννιάτικα φώτα και τα λαμπιόνια το χαμόγελό του μοιάζει πιο φωτεινό από τα ψεύτικα στολίδια του δήμου.
«Εναν μήνα είμαι έξω στον δρόμο, είμαι φρέσκος άστεγος. Είχα πρόβλημα με τις ουσίες, είμαι ενάμιση χρόνο “καθαρός” και, επειδή η μητέρα μου δεν είναι πολύ στα καλά της, με πέταξε έξω από το σπίτι μια μέρα που ήταν μεθυσμένη. Προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου. Δούλευα ως κούριερ, αλλά πώς να βρω τώρα δουλειά, πώς να οδηγήσω, πώς να ξυριστώ; Δεν υπάρχει καμία βοήθεια από το κράτος. Αυτό που ζητάω είναι ένα σπίτι, όπως επιδοτούνται οι ξένοι, να επιδοτήσει και εμάς τους Ελληνες. Μέχρι να βρω μια δουλειά να σταθώ στα πόδια μου και να μπορώ να καλύψω τα έξοδά μου, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό».
Στο πάτωμα
Του άφησαν ένα χαρτί από τον δήμο ότι υπάρχουν δύο θερμαινόμενοι χώροι όπου μπορεί να περάσει τη νύχτα του. Ομως είναι επιφυλακτικός και αναρωτιέται αν θα βρει ένα κρεβάτι να κοιμηθεί ή πάλι θα κοιμάται στο πάτωμα.
«Ο κόσμος βοηθάει πολύ, είναι συγκινητικός. Τη στιγμή που το κράτος μάς αφήνει να αργοπεθαίνουμε, οι περαστικοί είναι η μόνη μας ελπίδα. Χθες μια κυρία μού άφησε μια κουβέρτα και ένα sleeping bag. Προτιμώ να τη βγάλω εδώ έξω. Στις ελάχιστες ώρες που κοιμάμαι ονειρεύομαι ότι θα έρθει κάποιος περαστικός και θα μου πει “αδελφέ, έχω έναν χώρο, έλα να μείνεις εκεί και, όταν έχεις, δώσε μου ένα νοίκι”, μέχρι να πιάσω δουλειά και να μπορώ να συντηρούμαι. Δεν χάνω το χαμόγελο και την αισιοδοξία μου, έχω έναν γιο εφτά χρονών και η σκέψη του μου δίνει δύναμη» αναφέρει.