«Ποτέ δεν είχα σκοπό να βλάψω τη σύζυγό μου. Την αγαπούσα και την αγαπώ!» ήταν τα πρώτα λόγια του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, όταν ρωτήθηκε για τη θέση του σχετικά με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Ο 33χρονος πιλότος ισχυρίστηκε πως εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αγαπά την Καρολάιν, λέγοντας:
«Αυτό δεν άλλαξε και δεν θα αλλάξει ποτέ από τη μέρα που τη γνώρισα». Και συμπλήρωσε: «Ο ισχυρισμός είναι ότι δεν υπήρχε προμελέτη, κανένα όφελος ή κέρδος από μένα από αυτή την πράξη».
Η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε με τη συγκλονιστική κατάθεση του πρώτου μάρτυρα, του αστυνομικού ο οποίος περιέγραψε την εφιαλτική εικόνα που αντίκρισε την ώρα που μπήκε στη μεζονέτα των Γλυκών Νερών και ήταν εκείνος που πήρε αγκαλιά του τη μικρή Λυδία.
«Είδαμε ένα μεγάλο σκυλί, νεκρό, να κρέμεται από την κουπαστή. Καταλάβαμε ότι κάτι κακό έχει συμβεί…» ανέφερε και περιέγραψε ότι μετά είδαν την άτυχη Καρολάιν δεμένη και νεκρή με «το μωρό πάνω στο σώμα της μαμάς του». Αν και ο κατηγορούμενος ήταν δεμένος δίπλα στη νεκρή Καρολάιν, από την αρχή η συμπεριφορά του φάνηκε «περίεργη» στους αστυνομικούς.
«Μας έκανε εντύπωση που είπε ότι πήρε τηλέφωνο με τη μύτη, αφού ήταν δεμένος με τα χέρια μπροστά. Μας είπε ότι χτύπησε το κομοδίνο, έπεσε το κινητό και κατάφερε με τη μύτη να καλέσει την Αστυνομία. Οταν το σκεφτήκαμε με ηρεμία, ήταν σαν να έπαιζε κάποιος θέατρο. Εκείνες τις στιγμές έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τι έχει συμβεί. Εμοιαζε σε κατάσταση σοκ. Δεν έκλαψε όταν του είπα ότι η γυναίκα του είναι νεκρή και μου ζήτησε να κρατήσει το μωρό» κατέθεσε ο αστυνομικός και περιέγραψε τις πρώτες στιγμές έξω από τη μεζονέτα των Γλυκών Νερών.
«Κρατούσε το τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση και ακουγόταν ένας άντρας με πνιχτή φωνή και μας καλούσε σε βοήθεια. Το ένα παραθυρόφυλλο ήταν βγαλμένο στο πάτωμα. Ολα ήταν σαν ψαγμένα. Ακούσαμε τη φωνή να ζητά να ανέβουμε πάνω».
Ο αστυνομικός περιέγραψε ότι, μόλις έλυσαν τον Αναγνωστόπουλο, αυτός κάθισε πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να ακουμπάει τη γυναίκα για να δει τι έχει συμβεί.
«Την κουνούσε και ρωτούσε “Αγάπη μου είσαι καλά;”. Εκανε κάποιες ενέργειες, έμοιαζε ότι βρισκόταν σε σοκ και μου ζήτησε να πάρει το μωρό αγκαλιά. Του το έδωσα. Οι κινήσεις του μας φαίνονταν άγαρμπες και κουνούσε το μωρό σαν κούκλα και προσπαθούσαμε να τον ηρεμήσουμε και να τον απομακρύνουμε».
Σχολιάζοντας την εικόνα του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου είπε πως, αν και τους φάνηκε περίεργη, αρχικά εκτίμησαν ότι ήταν σοκαρισμένος. «Ηταν λίγο περίεργο. Είπαμε ότι ήταν πολύ σοκαρισμένος ή πολύ ψύχραιμος. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια αντίδραση… Μου έκανε εντύπωση η ψυχραιμία του ή η έλλειψη αντίληψης της κατάστασης. Θεωρήσαμε ότι είναι σε σοκ και δεν ήθελε να πάρει το παιδί αγκαλιά. Επρεπε κάποιος να πάρει το παιδί. Μου ζήτησε λίγο χρόνο να πάρει τους γονείς του. Τους πήρε τελικά, να έρθουν να το πάρουν» κατέθεσε. Η τοποθέτηση του αστυνομικού προκάλεσε την αντίδραση του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου, ο οποίος παρενέβη: «Με στενοχωρεί που λέτε ότι μετά το συμβάν πήρα την κόρη μου αγκαλιά και με είδατε να τρέμω. Σας έδωσα το παιδί για να κατέβουμε με ασφάλεια τη σκάλα και τις επόμενες ώρες είχα την κόρη μου αγκαλιά και μέχρι να έρθουν οι γονείς μου εσείς κρατήσατε το παιδί για ένα δύο λεπτά. Μου έκανε εντύπωση που το λέτε αυτό» είπε, με τον αστυνομικό να απαντά: «Το περιστατικό είναι γραμμένο σε υψηλή ανάλυση στο κεφάλι μου. Το μωρό δεν το πήρατε καθόλου στην αγκαλιά σας. Μετά ήρθε το ΕΚΑΒ, αλλά δεν θυμάμαι ποιος το παρέδωσε».
Κατηγορούμενος: «Οταν ήρθε το ΕΚΑΒ ήμουν στο περιπολικό με το παιδί. Κατεβαίνοντας στις σκάλες και στρίβοντας το τελευταίο κομμάτι είπατε ότι δεν είχα καμία αντίδραση όταν είδα το σκυλάκι. Περιγράφετε μια απάθεια που δεν ήταν έτσι».
Μάρτυρας: «Δεν είδα κάποια αντίδραση από εσάς. Εγώ δηλώνω την απάθεια και την ψυχρότητα σε ένα τέτοιο σκηνικό, και υποκειμενικά πώς θα αντιδρούσα εγώ με έναν νεκρό σκύλο, τη νεκρή γυναίκα και το μωρό πάνω της».
Κατηγορούμενος: «Αν αυτός ο άνθρωπος που είδατε ήταν σε κατάσταση σοκ που μόλις διαλύθηκε η ζωή μπροστά του…»
Την ψυχραιμία του 33χρονου πιλότου υπογράμμισε και ο δεύτερος αστυνομικός που κλήθηκε να καταθέσει.
«Ημασταν τόσοι άνθρωποι κάτω και δεν μπορούσαμε να συνέλθουμε, δεν μιλούσαμε, και εκείνος ήταν ψύχραιμος σε σημείο που δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ηρεμία, τόση ψυχραιμία, είχε μια γαλήνη σε φάση που δεν το έχω ξαναδεί αυτό. Ηρθαν πολλές υπηρεσίες και σε όλες έλεγε την ιστορία σαν να μην έχει συμβεί κάτι σε αυτόν. Από τη στιγμή που λύθηκε και μετά, ήταν τρομερά ψύχραιμος, ήταν σαν να μην είχε πεθάνει η γυναίκα του. Ημασταν μαζί τρεις τέσσερις ώρες και δεν μου είπε μία φορά “τι έπαθα! Εχασα τη γυναίκα μου”. Πρώτη φορά στα 20 χρόνια είδα θύμα να έχει τέτοια ψυχραιμία»!
Την «τελείωσε» σε πέντε λεπτά
Το άψυχο σώμα της Καρολάιν Κράουτς και το βιομετρικό ρολόι που φορούσε στο χέρι ήταν τα στοιχεία που έδειξαν στην ιατροδικαστή, η οποία ανέβηκε τρίτη στο βήμα του μάρτυρα, πως η νεαρή κοπέλα είχε ασφυκτικό θάνατο, ενώ σχεδόν κοιμόταν.
«Θεωρώ ότι δεν προηγήθηκε πάλη προ του θανάτου. Δεν υπήρχαν αμυντικά σημεία. Ηταν προφανής ο μηχανισμός του θανάτου. Είχε μαζευτεί αίμα στο πρόσωπο και ήταν πρησμένο. Είχε ασφυκτικές κηλίδες, χαρακτηριστικό εύρημα σε τέτοιους θανάτους. Απαιτεί πίεση και άσκηση δύναμης το πρήξιμο στα χείλη. Δεν γίνεται μόνο με ένα μαξιλάρι. Η εικόνα που έκανα ήταν ότι κάποιος έβαλε το δεξί του χέρι στο στόμα και ίσως αυτή η εκδορά είχε προκληθεί από νύχι» εξήγησε.
Μάλιστα, εξέφρασε την άποψη ότι ο θάνατος δεν επήλθε επειδή κάποιο ρούχο τυλίχτηκε γύρω από το κεφάλι, γιατί, όπως εξήγησε, η 20χρονη είχε κακώσεις στο στόμα.
«Μπορεί αρχικά να μπήκε το χέρι, να έκλεισε το στόμα, αλλά είναι πιθανό στη συνέχεια να χρησιμοποιήθηκε το μαξιλάρι για να μην ακουστεί και κάτι» κατέθεσε και συμπλήρωσε πως ο θάνατος της Καρολάιν επήλθε μέσα σε περίπου πέντε λεπτά.
Η ιατροδικαστής έκανε αναφορά στο βιομετρικό ρολόι που φορούσε η 20χρονη, το οποίο αποτέλεσε κομβικό στοιχείο της έρευνας, καθώς κατέγραψε τις τελευταίες στιγμές της.
«Έχω μια εκτίμηση ότι ο θάνατος μπορεί να έχει συμβεί χοντρικά μέσα σε πέντε λεπτά. Με ρώτησαν γιατί το ρολόι δείχνει βήματα το πρωί και εξήγησα ότι έπιασα εγώ το ρολόι μόλις το είδα, γιατί θεώρησα ότι ήταν το σημαντικότερο στοιχείο» ανέφερε και στη συνέχεια περιέγραψε τα ευρήματα που αποδεικνύουν τον ασφυκτικό θάνατο.
Πρόεδρος: «Με παλμούς 50-60, σε τι κατάσταση βρισκόταν το θύμα;»
Μάρτυρας: «Αντιστοιχεί σε κατάσταση ηρεμίας, ύπνου δηλαδή. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι από τις 60 σφίξεις πηγαίνει στις 90. Εκεί κάτι έχει συμβεί».
Εισαγγελέας: «Της είχε δαγκώσει τα χείλη;»
Μάρτυρας: «Όχι, είναι από την πίεση. Είναι χτύπημα, όχι δάγκωμα».
Εισαγγελέας: «Έχετε κάτι να παρατηρήσετε σε σχέση με τον χώρο; Υπάρχει περίπτωση να περάσει ο ήχος στη διπλανή μεζονέτα;»
Μάρτυρας: «Οταν γίνεται σε κρεβάτι υπάρχει μαξιλάρι. Μου έκανε εντύπωση ότι υπήρχαν τρία θερμαντικά σώματα. Θεωρούσα ότι τα χρησιμοποιούσαν για το μωρό και σχολίασα ότι “κοίταξε να δεις, καινούργιο σπίτι και χρειάζονται έξτρα σώματα”. Θεωρώ, δηλαδή, ότι τα σπίτια δεν είχαν καλή μόνωση».
Για «ακραία εικόνα» έκανε λόγο η ιατροδικαστής αναφερόμενη στον σκύλο της οικογένειας, τη Ρόξι, που βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι.
«Ηταν πρωτόγνωρο αυτό που είδα και έχω πάει σε πάρα πολλά εγκλήματα. Αυτή η μυρωδιά του αίματος… Ζώο θανατωμένο με αυτόν τον τρόπο δεν έχω ξαναδεί. Συνήθως τα πυροβολούν. Εδώ, τα μπροστινά πόδια του σκύλου ήταν κοντά στον τοίχο, σαν να προσπαθούσε να κρατηθεί. Δεν ξέρω…» είπε και αποκάλυψε σοκάροντας το ακροατήριο:
«Το ζώο βασανίστηκε όσο και η κοπέλα»!
Αναφερόμενη στην κατάσταση στην οποία ήταν ο κατηγορούμενος, η μάρτυρας είπε πως την προβλημάτισε ότι οι κακώσεις τις οποίες εντόπισε «είχαν μικρό πάχος».
«Ηταν μόλις διακρινόμενες. Δηλαδή, δεν ήταν σφιχτό το δέσιμο. Εχει να κάνει όχι με τη διάρκεια, αλλά με το πόσο σφιχτό ήταν το δέσιμο που είχε κάνει στον εαυτό του» περιέγραψε χαρακτηριστικά.