Ο επιχειρηματίας μιλάει στην Espresso για τη σύλληψή του πριν από τρία χρόνια από το FBI
Από τον ΗΛΙΑ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑ
«Το θύμα σε αυτήν την ιστορία είμαι εγώ!» δηλώνει στην «Espresso» ο Tony Georgiton, ομογενής επιχειρηματίας της Νέας Υόρκης, που το 2019 κατηγορήθηκε για δωροδοκία αξιωματούχου χρηματοοικονομικού ιδρύματος, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από το FBI. Ο Αντώνης Γεωργαντώνης, όπως λέγεται στα ελληνικά, διατηρεί συνεταιρικά με τον (επίσης ομογενή) Βασίλη Μεσάδο ένα από τους μεγαλύτερους στόλους ταξί στο Big Apple καθώς και το κέντρο διασκέδασης Melrose Ballroom, από το οποίο έχουν περάσει σχεδόν όλοι οι Ελληνες σταρ της μουσικής. Περίπου τρία χρόνια μετά την περιπέτειά του με τη Δικαιοσύνη, ο Tony «σπάει» τη σιωπή του απαντώντας στις κατηγορίες που του είχαν προσάψει, ενώ περιγράφει τα γεγονότα από τη δική του πλευρά. Κι όλα αυτά χωρίς να κρύβει την επιθυμία του να αποκατασταθεί το όνομά του στην πατρίδα του, που τόσο πολύ αγαπάει, αλλά και χωρίς πικρία για τα «ψέματα» που, όπως ισχυρίζεται, γράφτηκαν για εκείνον.
Νέα Λιόσια-Nέα Υόρκη
«Το χαρακτηριστικό του Tony είναι ότι δίνει σημασία στις λεπτομέρειες και εκτιμά τους φίλους του, στους οποίους είναι ιδιαίτερα πιστός» λέει ο ίδιος στην «Espresso» από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Τον εντοπίσαμε στη Μύκονο, όπου κάνει διακοπές από τα μέσα Αυγούστου, επιβλέποντας παράλληλα τις εργασίες του σπιτιού που χτίζει στο νησί. «Γεννήθηκα στην Αθήνα, στο Ιλιον, που λεγόταν τότε Νέα Λιόσια, από μια φτωχή οικογένεια. Δεν είχαμε φαγητό να φάμε, για να καταλάβεις. Δεν μου άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής, είχα όνειρα. Ετσι αποφάσισα να πάω στην Αμερική» αναφέρει, πιάνοντας την ιστορία του από την αρχή. «Στο Σινσινάτι του Οχάιο ήταν κάποιοι συγγενείς, πρώτα ξαδέλφια του πατέρα μου. Είχαν τις επιχειρήσεις τους εκεί, εστιατόρια, είχαν λεφτά. Νόμισα θα με βοηθούσαν. Εκείνοι όμως με πέταξαν σαν το σκυλί. Δούλευα σε τέσσερις δουλειές για να πάω και στο Xavier University, όπου σπούδασα Βusiness Αdministration, και να πληρώνω τα έξοδά μου. Πέρασα πολύ δύσκολα» αποκαλύπτει.
Σύντομα το Σινσινάτι άρχισε να τον «πνίγει». Μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντά του κι έφυγε στη Νέα Υόρκη, όπου πήρε την απόφαση να οδηγήσει ταξί. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. «Αφού δούλεψα για ένα διάστημα ως οδηγός, σκέφτηκα να μην πληρώνω άλλους και να πάρω δικό μου ταξί. Μάζεψα λεφτά και απέκτησα την πρώτη μου άδεια το 1982. Η πρώτη έφερε τη δεύτερη, η δεύτερη την τρίτη. Στο μεταξύ είχα γνωρίσει και τον Βασίλη Μεσάδο, με τον οποίο αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε μαζί μια επιχείρηση, χωρίς να ξέρουμε πού πάμε. Ηταν ταξιτζής κι εκείνος τότε. Τα 80s στη Νέα Υόρκη ήταν δύσκολα για εμάς, υπήρχε μεγάλη εγκληματικότητα, στους δρόμους σε κλέβανε και σε σκότωναν. Οι ταξιτζήδες κινδυνεύαμε, επειδή δουλεύαμε με μετρητά. Εχω έναν φίλο που τον πυροβόλησαν και έζησε από θαύμα, γιατί καρφώθηκε η σφαίρα δίπλα στην καρδιά του. Υπήρχε φόβος» λέει χαρακτηριστικά ο Tony.
Η εταιρία τους με τον Βασίλη ξεκίνησε την Πρωταπριλιά του 1991, έχοντας συνολικά εννέα ταξί δικά τους. Στη συνέχεια άρχισαν να νοικιάζουν άδειες και εκτοξεύτηκαν στα 250 ταξί μέσα σε τρία χρόνια. Τότε άλλαξαν και στέγη. «Φύγαμε από εκεί που ήμασταν και αγοράσαμε ένα κτίριο στο Λονγκ Αϊλαντ Σίτι, δίπλα στην Αστόρια. Θέλαμε να φτιάξουμε κάτι ιδιαίτερο, γιατί εκείνη την εποχή έμπαινες σε κάτι γκαράζ με ταξί, που δε μπορούσες καν να περπατήσεις. Εμείς δημιουργήσαμε ένα υπερσύγχρονο κτίριο, που θεωρείται ακόμη και σήμερα το διαμάντι του taxi industry. Συνεχίσαμε λοιπόν τις business, πήραμε κτίρια, ανοιχτήκαμε στις ασφάλειες, στο real estate, αναπτυχθήκαμε πάρα πολύ» αναφέρει.
«Παράλληλα δημιουργήσαμε με τον Βασίλη και το κέντρο Melrose Ballroom. Ηταν δική του ιδέα, καθώς αγαπούσε την ελληνική μουσική και δεν υπήρχε τότε κάποιος ωραίος χώρος για να εμφανίζονται οι Ελληνες τραγουδιστές. Ετσι έγινε το Melrose Ballroom, από το οποίο έχουν περάσει όλοι. Ο μόνος που δεν έχει έρθει ακόμη είναι ο Αργυρός. Οι ομογενείς της Αμερικής θέλουν να ακούνε τους Ελληνες καλλιτέχνες. Οταν ανοίξαμε και πάλι, έπειτα από δύο χρόνια Covid, έγινε πανικός. Ημασταν sold out σε κάθε show: Τσαλίκης, Καρράς, Πλούταρχος, Βίσση. Δεν έπεφτε καρφίτσα» συνεχίζει.
Το 2019, επιστρέφοντας από τις διακοπές του στην Ελλάδα, ο Tony συλλαμβάνεται από το FBI και οδηγείται στην εισαγγελία με την κατηγορία της δωροδοκίας. Συγκεκριμένα τον κατηγόρησαν ότι δωροδοκούσε τον Alan Kaufman, CEO της τράπεζας Melrose Credit Union, με την οποία συνεργαζόταν η εταιρία του επί σειρά ετών, με αντάλλαγμα τη χορήγηση δανείων εκατομμυρίων με ευνοϊκούς όρους. «Πολυτελείς διακοπές, στέγαση χωρίς την πληρωμή ενοικίου, ακόμα και τα δικαιώματα από την ονοματοδοσία του νυχτερινού κέντρου Melrose Ballroom ήταν μερικά από τα ακριβά δώρα που λάμβανε ο Kaufman σε αυτή τη φερόμενη ως σκευωρία» είχε δηλώσει υψηλόβαθμο στέλεχος του FBI λίγο μετά τη σύλληψη των δύο ανδρών. Ο Tony αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση 1.000.000 δολαρίων, ενώ μερικούς μήνες μετά κατέληξε σε συμφωνία με την εισαγγελία για να μην παραπεμφθεί σε δίκη η υπόθεσή του, με τις κατηγορίες εναντίον του να απορρίπτονται, όπως μαρτυρά και σχετικό έγγραφο που κοινοποίησε ο ίδιος στην «Espresso».
Τι συνέβη όμως με τον Alan Kaufman, που έγινε αφορμή να φτάσει το FBI στο κατώφλι του Ελληνα ομογενούς; Οπως λέει ο Tony, ο ίδιος συνεργαζόταν με τη Melrose Credit Union από το 1982, όταν πήρε δάνειο για την πρώτη του άδεια ταξί, έως το 2010 – επί 28 ολόκληρα χρόνια δηλαδή. Οι επισκέψεις του, δε, στην τράπεζα για να πληρώνει τις δόσεις του ήταν τακτικές, με αποτέλεσμα να γνωρίζει τους πάντες εκεί. «Με τον Alan ήμασταν φίλοι, βλέπαμε αμερικανικό football, τρώγαμε παρέα, είχε έρθει μαζί μου διακοπές κάνα δυο φορές. Ομως, όταν ήμασταν εκτός τράπεζας, δεν μιλούσαμε ποτέ για δουλειά» αναφέρει ο Tony, δίνοντάς μας τη δική του εκδοχή για τη σχέση του με τον Kaufan.
«Το σπίτι που είπαν ότι έμενε χωρίς να πληρώνει ενοίκιο το αγόρασα εγώ για λογαριασμό του, προκειμένου να τον εξυπηρετήσω, ήταν επί της ουσίας δικό του» συνεχίζει, αντικρούοντας τη «στέγαση χωρίς πληρωμή» για την οποία έκανε λόγο το FBI. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, το 2010 ο Alan, ο οποίος ήταν παντρεμένος τότε και με τρία παιδιά, ερωτεύτηκε μια κοπέλα και αποφάσισε να χωρίσει. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: «Πίστευε ότι, αν αγόραζε εκείνος ένα σπίτι για να μείνουν με την κοπέλα του, θα του το έπαιρνε η γυναίκα του στο διαζύγιο. Μου ζήτησε λοιπόν στο όνομα της φιλίας μας να τον εξυπηρετήσω και να αγοράσω εγώ το σπίτι για εκείνον, διαβεβαιώνοντάς με ότι μετά το διαζύγιό του θα το αγόραζε πίσω από έμενα. Εγώ βέβαια είχα ενδοιασμούς, αλλά λόγω της φιλίας μας κι έπειτα από πιέσεις που δέχτηκα, είπα OK. Φυσικά η αγοραπωλησία έγινε στην τράπεζα με παρόντες τους δικηγόρους» μας εξηγεί.
Μερικούς μήνες μετά την αγοραπωλησία ο Βασίλης Μεσάδος ανακοίνωσε στον Tony την απόφασή του να πάρουν τα δάνειά τους από τη Melrose Credit Union, καθώς διαπίστωσε πως τα επιτόκιά της ήταν πολύ μεγαλύτερα από αυτά που τους προσφέρονταν από άλλες τράπεζες. Ο Tony επέλεξε φυσικά να ακολουθήσει τον συνέταιρό του. Ανάμεσα στον ίδιο και τον Kaufman, ωστόσο, υπήρχε ακόμη η εκκρεμότητα του σπιτιού. «Το αγόρασε πίσω έπειτα από τρία χρόνια, αφού πρώτα του είπα πως είχα ανάγκη τα λεφτά. Μου άφησε μάλιστα κι ένα χρέος 240.000 δολάρια, από τα 760.000 που έκανε το σπίτι. Μου είπε πως θα μου τα έδινε αργότερα, γιατί περίμενε κάτι λεφτά, ενώ μου έστειλε και μήνυμα στο κινητό για το χρέος αυτό, ώστε να είμαι κατοχυρωμένος» δηλώνει ο ίδιος στην «Espresso».
Στο μεταξύ, το νυχτερινό κέντρο του Tony και του Βασίλη είχε πάρει ήδη το όνομα της τράπεζας του Kaufman, αφού στις ΗΠΑ συνηθίζεται οι χώροι διασκέδασης να «δανείζονται» ονόματα τραπεζών ή ασφαλιστικών εταιριών. «O Kaufman εκείνη την εποχή ξόδευε ετησίως 5.000.000 με 7.000.000 δολάρια σε διαφημίσεις για την τράπεζα Melrose. Οταν κάναμε λοιπόν το μαγαζί, ο συνέταιρός μου σκέφτηκε να του πουλήσουμε τα δικαιώματα της ονοματοδοσίας, όπως και έγινε – πάλι με δικηγόρους παρόντες. Και μας δίνανε 250.000 ευρώ για να έχουμε το όνομα της τράπεζας στο κέντρο, το οποίο έγινε τόσο δημοφιλές, που η τράπεζα αυτή διαφημίστηκε και βοηθήθηκε τρομερά. Δεν έγινε δηλαδή κάτι παράνομο» τονίζει ο ομογενής επιχειρηματίας.
Οπως λέει ο Georgiton, όταν οι εφαρμογές Uber και Lyft εμφανίστηκαν στο προσκήνιο, δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα στον κλάδο των ταξιτζήδων στη Νέα Υόρκη. Η δουλειά έπεσε πολύ, με αποτέλεσμα κάποιοι οδηγοί να μην μπορούν να πληρώσουν τα δάνειά τους στη Melrose Credit Union και άλλες τράπεζες. Τότε άρχισε η κυβέρνηση να ερευνά το θέμα, βρίσκοντας -όπως γράφτηκε σε ξένα μέσα- κάποιες ενδείξεις εναντίον τους. «Με τη μόνη διαφορά ότι εμείς είχαμε φύγει από αυτήν την τράπεζα πολύ καιρό πριν» επισημαίνει ο Tony και συνεχίζει: «Δεν είχαν κάτι στα χέρια τους για να κατηγορήσουν εμάς. Ηταν το σπίτι που είχα αγοράσει για τον Αλαν, τα δικαιώματα του ονόματος του Ballroom και τα δάνεια. Ηταν και μια κοπέλα που δούλευε στην εταιρία μας και μετά έπιασε δουλειά στην τράπεζα Melrose. Αυτή είπε πολλά ψέματα στο FBI, ότι κάνουμε κομπίνες. Δεν είχαμε καλές σχέσεις ποτέ, τσακωνόμασταν συνέχεια και είπε πράγματα που δεν ίσχυαν. Με αυτά τα αδύναμα στοιχεία, χωρίς αποδείξεις, ήρθαν εκείνη τη μέρα στο σπίτι μου και με συνέλαβαν. Λες και ήμουν ο μεγαλύτερος εγκληματίας του κόσμου. Για μένα ήταν σοκ. Δεν είναι εύκολο πράγμα να έχεις απέναντί σου την κυβέρνηση, δεν μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ, έχασα εφτά κιλά σε μία εβδομάδα. Βλέποντας βέβαια με ψυχραιμία τα στοιχεία που είχαν, αντιλήφθηκα πως δεν είχα κάτι να φοβηθώ. Οταν έγινε η συζήτηση με την εισαγγελία, είδαν πως η εταιρία μας δεν είχε δάνεια στην τράπεζα Melrose από το 2010. Τους έκανε εντύπωση βέβαια η αγορά του σπιτιού, αλλά, όπως εξήγησε στον εισαγγελέα ο δικηγόρος μου, βοήθησα τον Kaufman, γιατί είμαι Ελληνας και οι Ελληνες έχουν φιλότιμο και βοηθούν τους φίλους τους».
Αντί να ξοδέψει 3.000.000 δολάρια για να πάει σε δίκη η υπόθεσή του, έχοντας 80% πιθανότητες να κερδίσει και 20% να χάσει, ο Tony Georgiton δέχτηκε να συμβιβαστεί με την πρόταση της εισαγγελίας, πληρώνοντας ένα πέναλτι ύψους 286.000 για την εξωδικαστική συμφωνία. «Το έκανα για να συνεχίσω τη ζωή μου» λέει, συμπληρώνοντας κάτι βασικό: «Στην Αμερική, αν αποδειχτεί ότι έχεις κλέψει λεφτά, θα πληρώσεις το πρόστιμο και μετά θα πρέπει να δώσεις αυτά τα λεφτά πίσω. Στη δική μου περίπτωση δεν μου ζήτησαν να δώσω κάτι, γιατί κατάλαβαν πως δεν έχω κλέψει τίποτα. Το θύμα σε αυτήν την ιστορία είμαι εγώ! Οχι μόνο που χρώσταγε ο Αλαν 240.000, που δεν τα πήρα ποτέ, αλλά πλήρωσα και 286.000 στην κυβέρνηση, συν τους δικηγόρους μου. Οσο για τον Kaufman, που μας κατηγόρησαν ότι συνωμοτήσαμε για δωροδοκία, το κέρδισε το δικαστήριο. Διότι δεν υπήρχε συναλλαγή μεταξύ μας, εγώ τον βοηθούσα, όχι εκείνος μένα» λέει.
Κλείνοντας την εξομολόγησή του στην «Espresso», ο Ελληνας Αντώνης Γεωργαντώνης εκφράζει το παράπονό του: «Αυτό που με πειράζει περισσότερο απ’ όλα είναι ότι μου κόλλησαν τη ρετσινιά πως έκανα κάτι άσχημο. Εχω βοηθήσει εκατοντάδες ανθρώπους. Οταν μου συνέβη αυτό το πράγμα, έλαβα πάνω από 350 γράμματα από άτομα που έχουν βοηθηθεί από μένα, στα οποία περιέγραφαν ποιος είναι ο Tony για να τα δώσουν οι δικηγόροι μου στον εισαγγελέα. Μου γράφανε γράμματα να κλαις». Τονίζει, δε, ότι όλο αυτό που έχει συμβεί δεν τον πειράζει τόσο για την Αμερική όσο για την Ελλάδα. «Διότι, όταν ένας φτωχός Ελληνας πάει στο εξωτερικό και ανεβαίνει ψηλά, οι Ελληνες πρέπει να τον στηρίζουν, να μη γράφουν τις βλακείες που βλέπουν στα ξένα μέσα. Διότι, αν ήταν σωστά όλα αυτά που γράφτηκαν, εγώ αυτή τη στιγμή θα ήμουν στη φυλακή, δεν θα είχα βγει» καταλήγει με νόημα.