Η φωνή που ένωνε και δονούσε τον ελληνικό αθλητισμό σίγησε χθες για πάντα, σκορπώντας θλίψη και αναμνήσεις.
Ο θρύλος της δημοσιογραφίας, συγγραφέας, ραδιοσχολιαστής και παρουσιαστής τηλεοπτικών αθλητικών εκπομπών, ο τεράστιος Γιάννης Διακογιάννης, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών με έναν μεγάλο καημό. Αυτόν του χαμού της κόρης του Ρίκας Βαγιάνη, που έκλεισε τα μάτια της νικημένη από τον καρκίνο. Ποιος γονιός, άλλωστε, θέλει να αποχαιρετά το παιδί του; Αυτόν τον αποχαιρετισμό δεν άντεξε ο Διακογιάννης και έκλεισε τα μάτια του, με τον πόνο και τη θλίψη να τον «συντροφεύουν» μέχρι και την τελευταία στιγμή. Η ζωή του υπήρξε συναρπαστική. Οπως συναρπαστικός ήταν και ο κόσμος των σπορ με τον οποίο ταυτίστηκε.
«Του Διακογιάννη η φωνή» έγινε τραγούδι (από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη) στα στόματα όλων των φιλάθλων, «ντύνοντας» με αυτήν τα σπουδαιότερα αθλητικά γεγονότα του πλανήτη, ενώ μεγάλωσε γενεές αθλητικών συντακτών, μπαίνοντας στο πάνθεον των κορυφαίων και αξεπέραστων της ελληνικής δημοσιογραφίας. Και να φανταστεί κανείς πως το όνειρό του ήταν να γίνει μουσικός, έχοντας «κολλήσει» από μικρός το μικρόβιο από τη Γαλλίδα μητέρα του, η οποία έπαιζε πιάνο και τον έφερε στη ζωή στις 5 Ιανουαρίου του 1931 στην Αθήνα. Ο θάνατος του πατέρα του στην Κατοχή, από καρκίνο στον εγκέφαλο, το 1942, όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος σε συνέντευξή του, ανάγκασε τη μητέρα του να πουλήσει το πιάνο, με τον ίδιο να κάνει στροφή στον αθλητισμό. Ως έφηβος, έπαιζε μπάσκετ κάνοντας παράλληλα στίβο, ως δρομέας των 100 μ. και 200 μ., ενώ υπήρξε και άλτης του μήκους.
Στη Γαλλία μετέβη το 1954 για να σπουδάσει Ιατρική. Προτίμησε να σπουδάσει Μουσική, όμως τελικά τον κέρδισε η Δημοσιογραφία. Η σταδιοδρομία του άρχισε το 1952 ως συντάκτης στην «Αθλητική Ηχώ» και ανταποκριτής της στο Παρίσι, και στη συνέχεια ακολούθησε αξιοσημείωτη πορεία στον έντυπο Τύπο, περνώντας από το «Το Φως των Σπορ», την «Ελευθεροτυπία» και τη «Μεσημβρινή», ενώ διετέλεσε και διευθυντής του αθλητικού τμήματος της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ».
Ορόσημο στην καριέρα του αποτέλεσε η παρουσίαση της θρυλικής «Αθλητικής Κυριακής» από το 1966 έως και το 1983 στην ΕΡΤ, και στην καριέρα του κάλυψε τέσσερις Ολυμπιακούς Αγώνες, μεταξύ αυτών και του Μονάχου το 1972 που μεταδόθηκαν πρώτοι τηλεοπτικά στην Ελλάδα, οκτώ Παγκόσμια Κύπελλα ποδοσφαίρου, Παγκόσμια Πρωταθλήματα στίβου και αμέτρητα άλλα αθλητικά γεγονότα, όπως τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και τον Αγιαξ στο «Γουέμπλεϊ» το 1971.
Παράλληλα, δίδαξε σε ιδιωτικό κέντρο αθλητικού ρεπορτάζ, ασχολήθηκε με το ραδιόφωνο στην παραγωγή αθλητικών αλλά και αμιγώς μουσικών εκπομπών, και άφησε πίσω του βιβλία, τα οποία αποτελούν σημεία αναφοράς στην αθλητική βιβλιογραφία («100 Χρόνια Ποδόσφαιρο», «60 Χρόνια Μουντιάλ», «Οι Μεγάλες Μορφές του Αθλητισμού» κ.ά.). Το 2003 ήταν ο πρώτος αποδέκτης του βραβείου «Ελένη Βλάχου», ενώ τον Δεκέμβριο του 2015 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος (σε ειδική τελετή στο Προεδρικό Μέγαρο), τιμώντας έτσι την προσφορά του στην αθλητική δημοσιογραφία.
Ξεχώριζε η ισχυρή προσωπικότητά του, ενώ ήταν αγέρωχος και σεβαστικός, είτε απευθυνόταν σε σπουδαίους αθλητές, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είτε στον κλητήρα της εφημερίδας στην οποία εργαζόταν.
Τον Ιανουάριο του 2017 ο Διακογιάννης παραδέχτηκε για πρώτη φορά δημόσια ότι είναι οπαδός του Παναθηναϊκού, σε εκδήλωση του Δήμου Βύρωνα για την παρουσίαση του βιβλίου του παλαιού ποδοσφαιριστή Δημήτρη Θεοφάνη, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Παναθηναϊκός είμαι, Αθηναίος είμαι, Παναθηναϊκός είμαι. Εχω γνωρίσει τον Απόστολο Νικολαΐδη».
Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε παντού θλίψη. Παίκτες, προπονητές, παράγοντες, σύλλογοι, ομοσπονδίες, ενώσεις και πολιτικά κόμματα αποχαιρέτησαν με τον δικό τους τρόπο τον μεγάλο δάσκαλο της αθλητικής δημοσιογραφίας. «Αποχαιρετούμε τον πρύτανη της αθλητικής δημοσιογραφίας» έγραψε σε μήνυμά της η ΠΑΕ ΑΕΚ, με την ΠΑΕ Παναθηναϊκός να σημειώνει «Καλό ταξίδι, Γιάννη Διακογιάννη. Η κληρονομιά σου θα διατηρείται πάντοτε ζωντανή» και την ΠΑΕ Ολυμπιακός να τονίζει πως «Θεωρείται από τους θεμελιωτές του αθλητικού ρεπορτάζ». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο ΠΑΟΚ υπογράμμισε: «Η φωνή που “μας ενώνει και μας δονεί” θα μείνει αθάνατη».
«Ο Γιάννης ήταν ένας δάσκαλος, ένας προπομπός, άνοιξε δρόμους και έδωσε άλλο ήθος στη δημοσιογραφία» είπε ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού Αριστείδης Καμάρας. «Υπήρξα μεγάλος θαυμαστής του από την “Αθλητική Κυριακή”. Ο κορυφαίος. Ξεχώριζε για τη σοβαρότητα, το ήθος και τη χροιά της φωνής του» δήλωσε ο εμβληματικός άσος της ΑΕΚ Θωμάς Μαύρος.
«Τεράστιος δημοσιογράφος, σπουδαίος άνθρωπος. Θυμάμαι πως στα ξενοδοχεία παίζαμε χαρτιά μαζί» τόνισε ο «Μεγαλέξανδρος» του ΠΑΟΚ Γιώργος Κούδας, ενώ ο Γιώργος Λιάνης τόνισε ότι «η φωνή του 20ού αιώνα που δεν αναπληρώνεται έφυγε εν μέσω Μουντιάλ, σαν η μοίρα να θέλει να τον τιμήσει».
Το σπαρακτικό τηλεφώνημα του τον Αύγουστο του 2018 στον διευθυντή της «Espresso»: «Αγαπητέ Γιώργο, έσβησε η Ρίκα»
Η άνιση μάχη της κόρης του Ρίκας Βαγιάνη με τον καρκίνο, που την οδήγησε τελικά (πρόωρα και άδικα!) στον θάνατο μόλις στα 56 της χρόνια, «τσάκισε» τον Γιάννη Διακογιάννη, ο οποίος βίωσε τότε τον χειρότερο εφιάλτη κάθε γονιού: να φεύγει από τη ζωή το παιδί του πριν από τον ίδιο!
Μπορεί η Ρίκα να μην ήταν βιολογικό του παιδί, αφού πατέρας της ήταν ο δημοσιογράφος Οδυσσέας Ζούλας, αλλά ως δεύτερος σύζυγος της μητέρας της Βαρβάρας Δράκου ο Γιάννης Διακογιάννης τη μεγάλωσε σαν δική του κόρη, δείχνοντάς της απεριόριστη αγάπη. Αγάπη που εκείνη του ανταπέδωσε μαζί με τον μεγάλο θαυμασμό της. Άλλωστε, το όνομα «Βαγιάνη» που επέλεξε για την καριέρα της προέκυψε από τα αρχικά του ονόματος της μητέρας της Βαρβάρας και αυτού του Διακογιάννη.
Ηταν 27 Ιουλίου του 2018 όταν η «Espresso» με πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της είχε αποκαλύψει -σε χαμηλούς τόνους και με απόλυτο σεβασμό στο πρόσωπό της- το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε η δημοσιογράφος αλλά και τον αγώνα που έδινε για να κρατηθεί στη ζωή. Η είδηση πως η γλυκιά Ρίκα με την εξαιρετική πένα και το πηγαίο χιούμορ ήταν άρρωστη είχε αρχίσει ήδη εκείνο το διάστημα να κυκλοφορεί στα δημοσιογραφικά στέκια, προκαλώντας θλίψη σε συναδέλφους της και όχι μόνο. Η ίδια, ωστόσο, στεκόταν με κουράγιο και αξιοπρέπεια απέναντι στην αρρώστια της, επιλέγοντας να αγωνιστεί αθόρυβα και έχοντας στο πλευρό της μόνο την οικογένειά της. Και αγωνιζόταν σαν λιοντάρι. «Δεν υπάρχει περίπτωση να πεθάνω. Θα μεγαλώσω το παιδί μου» έλεγε στους κοντινούς της ανθρώπους.
Μετά το δημοσίευμα της «Espresso» με τίτλο «Αγώνας ζωής για τη Ρίκα», ο παλαίμαχος δημοσιογράφος, σχολιαστής και παρουσιαστής αθλητικών εκπομπών Γιάννης Διακογιάννης, ο οποίος «έφυγε» χθες για να συναντήσει την πολυαγαπημένη του κόρη στη γειτονιά των αγγέλων, είχε επικοινωνήσει με την εφημερίδα μας. Οντας ιδιαίτερα συγκινημένος τότε, είχε μιλήσει με τον διευθυντή μας ευχαριστώντας τον για τη λεπτότητα και τον σεβασμό που είχαμε επιδείξει στον χειρισμό της δημοσιοποίησης μιας τόσο δυσάρεστης είδησης.
Ηταν, μάλιστα, ο ίδιος που επικοινώνησε με τον διευθυντή μας με δάκρυα στα μάτια και όταν τελικά η κόρη του κατέληξε, λίγες ημέρες αργότερα, στις 7 Αυγούστου του 2018, βυθίζοντας στο πένθος την οικογένειά της αλλά και όλους εκείνους που την αγάπησαν μέσα από την τηλεόραση και τη δημοσιογραφία. «Αγαπητέ Γιώργο, έφυγε η Ρίκα» είχε ψελλίσει με «σπασμένη» φωνή από την άλλη άκρη του τηλεφώνου. Από τότε, τα τελευταία τέσσερα χρόνια δηλαδή, ο Γιάννης Διακογιάννης κουβαλούσε μέσα του αυτόν τον καημό. Ο πόνος που ένιωθε στην καρδιά από το άδικο «φευγιό» της αγαπημένης του Ρίκας ήταν που τελικά επιβάρυνε την εύθραυστη υγεία του, φέρνοντάς τον πιο κοντά στο τέλος.