Τον έχουμε γνωρίσει μέσα από κινηματογραφικές ταινίες, από θεατρικά έργα, από τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές.
Για περίπου 55 χρόνια ήταν από τους πιο απαραίτητους δευτεραγωνιστές. Η φωνή του; Από τις πιο χαρακτηριστικές βραχνές φωνές στο ραδιόφωνο, ενώ ο ίδιος είναι χαρακτηριστική φιγούρα των 60s και 70s. Ωστόσο σπάνια συγκρατούσες το όνομά του.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Ο Νίκος Κοντογιαννάκης, κατά κόσμον Νίκος Κάπιος, έχει τέτοια μελό ιστορία που σίγουρα θα τη ζήλευε ακόμα και ο Νίκος Φώσκολος για τις τηλεοπτικές σειρές του. Η συνέντευξη που θα διαβάσετε είναι η τέταρτη στην πολύχρονη καριέρα του, όπως ο ίδιος μας είπε, όμως σε αυτήν αποφάσισε να κάνει έναν απολογισμό ζωής και να μιλήσει ακόμα και για αυτά που κρατούσε βαθιά μέσα στην ψυχή του.
Τον συναντήσαμε στα Εξάρχεια, κοντά στο σπίτι του. Την περιοχή που, όπως ο ίδιος λέει, δεν αλλάζει με τίποτα. Η αλήθεια είναι πως κατά την είσοδό του στο καφέ με δυσκολία τον αναγνωρίσαμε. Αλλωστε τα χρόνια πέρασαν και στην ηλικία των 88 ετών το πέρασμα του χρόνου αναμφισβήτητα είναι εμφανές. Καθίσαμε, παραγγείλαμε το εσπρεσάκι μας, άναψε ένα τσιγάρο και αποφάσισε να μιλήσει για τη δακρύβρεχτη ιστορία της ζωής του!
Διάβασα ότι το πραγματικό σας ονοματεπώνυμο είναι άλλο…
Ναι, αλήθεια είναι. Λέγομαι Νίκος Κοντογιαννάκης!
Κρητικός;
Ναι, από ένα χωριό της Σητείας.
Και πώς ήρθατε από τη Σητεία στην Αθήνα;
Εφυγα από τα μέρη μου μόλις τελείωσα το δημοτικό σχολείο. Εφυγα μόνος μου. Την κοπάνησα από το σπίτι.
Γιατί το κάνατε αυτό;
Ο πατέρας μου είχε πάρα πολλά κτήματα στη Σητεία. Ελιές, αμπέλια και πολλά άλλα. Εγώ, όμως, είμαι πνεύμα ανήσυχο. Δεν τα ήθελα όλα αυτά. Ετσι αποφάσισα να μπω σε ένα καράβι και να έρθω στην Αθήνα. Είχα και μια αδερφή, όμως δεν ήθελα να της πω τότε τίποτα, γιατί ήξερα ότι θα με έστελνε πίσω. Ετσι πήρα τη μεγάλη απόφαση της φυγής. Χωρίς λεφτά στην τσέπη, χωρίς τίποτα.
Ηταν αυστηρή η οικογένειά σας;
Είχε μια αρκετά μεγάλη αυστηρότητα…
Πότε ξαναείδατε τους γονείς σας;
Τους ξαναείδα πλέον ως φτασμένος ηθοποιός έπειτα από πολλά χρόνια. Είχα κατέβει στο Ηράκλειο της Κρήτης με θίασο. Συνάντησα τον πατέρα μου εντελώς τυχαία στον δρόμο. Τον κοιτάζω, τον σταματάω και του λέω «με θυμάσαι;» Μου απαντάει «ποιος είσαι εσύ;» Και του λέω «ο γιος σου». Και μου λέει «τι κάνεις εσύ εδώ;» Του λέω «ήρθα με θίασο». Με κοίταξε καλά καλά και σηκώθηκε κι έφυγε. Τον ξαναείδα έπειτα από χρόνια, όταν ήρθε στις βραβεύσεις των ταινιών στις οποίες έπαιζα.
Στην τυχαία αυτή συνάντηση σας αγκάλιασε;
Οχι.
Στην κηδεία των γονιών σας πήγατε;
Οχι. Ημουν περιοδεία.
Ολα αυτά δεν είναι αγκάθι στην ψυχή σας;
Φυσικά και είναι μεγάλο αγκάθι. Δεν με έψαξαν ποτέ εκείνοι να με βρουν και βρεθήκαμε τυχαία στον δρόμο!
Η περιουσία σας τι έγινε στην Κρήτη;
Δεν ενδιαφέρθηκα καθόλου εγώ. Πουλήθηκαν σχεδόν όλα από τους συγγενείς. Εμειναν ελάχιστα από εκείνα που είχαμε.
Ποιος σας έδωσε το ψευδώνυμο Νίκος Κάπιος;
Μόνος μου το έδωσα στον εαυτό μου. Οταν ξεκίνησα τη δραματική σχολή και βλέποντας ότι δεν έχω οικογένεια που να με αγαπάει, είπα στον εαυτό μου «εσύ τώρα ποιος είσαι; Κάποιος». Και έδωσα στον εαυτό μου το ψευδώνυμο Νίκος Κάπιος. Στην ουσία μέσα μου είχα διαγράψει την οικογένειά μου.
Οταν ήρθατε στην Αθήνα πού μείνατε;
Σε παγκάκια, σε διάφορα υπόγεια, σε στέγες από κάτω. Οπου έβρισκα απάγκιο. Λαγοκοιμόμουν για πολλούς μήνες. Τέλος πάντων, πολύ δύσκολη ζωή! Ωσπου έπιασα ένα λαχείο!
Στην πραγματικότητα ή σχήμα λόγου είναι;
Αλήθεια, κέρδισα στο λαχείο 4.000 δραχμές. Πολλά λεφτά για την εποχή. Πήρα τα λεφτά και με έναν Μακρονησιώτη ανοίξαμε ένα τυπογραφείο. Σε αυτό το τυπογραφείο τυπώσαμε τα πρώτα ποιήματα του Ρίτσου. Μετά, αφού βγάλαμε κάποια χρήματα, πούλησα το μερίδιό μου στον συνεταίρό μου και γράφτηκα στη δραματική σχολή.
Να υποθέσω, κάνατε αρκετές δουλειές μέχρι να ορθοποδήσετε;
Πολλές. Από ασπριτζής μέχρι που κουβαλούσα προϊόντα στην κεντρική αγορά της Αθήνας. Και να σκεφτείς ότι θα μπορούσα να ζήσω σαν βασιλιάς με την περιουσία του πατέρα μου. Ομως δεν με ενδιέφερε εκείνη η ζωή.
Ολα αυτά τα χρόνια δεν επιθυμήσατε τους γονείς σας;
Εμένα καιγόταν η ψυχή μου και τους επιθυμούσα. Εκείνοι, όμως, δεν με ήθελαν.
Τους συγχωρέσατε;
Φυσικά. Γονείς μου ήταν, αίμα μου!
Να υποθέσω πως ήταν δύσκολη εποχή για εσάς εκείνη στα οικονομικά…
Ηταν εποχή πείνας. Θυμάμαι περνούσα από τα μπακάλικα, έπαιρνα μια χούφτα κουκιά και τα έτρωγα με λίγο νερό για να χορτάσω. Μην τα συζητάς. Εύχομαι να μην τα ζήσει κανείς.
Στη δραματική σχολή ποιους είχατε δασκάλους;
Τη Μαίρη Αρώνη, τον Κωστή Μιχαηλίδη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη. Ανεπανάληπτοι όλοι τους!
Συμμαθητές ποιους είχατε;
Μόνο ο Σωτήρης Μουστάκας έμεινε από όλους όσοι σπουδάσαμε σε εκείνη τη φουρνιά.
Με τον Μουστάκα τι σχέσεις είχατε;
Αψογες σχέσεις. Εξαιρετικός ηθοποιός και επαγγελματίας. Συναντηθήκαμε αρκετές φορές και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Εκείνη την εποχή υπήρχαν 10 θέατρα και οι θίασοι έκαναν τουρνέ. Την Ελλάδα την έχω γυρίσει από άκρη σε άκρη. Δεν υπάρχει χωριό και πόλη που να μην έχω πάει από 10 φορές. Μετά με πήρε η Αρώνη υπό την προστασία της και έπαιζα σε όλα τα μεγάλα θέατρα. Δεν έμεινα ποτέ χωρίς δουλειά, μέχρι και το 2014, οπότε και κατέβασα ρολά.
Είστε παντρεμένος;
Ο πρώτος μου γάμος ήταν με τη συνάδελφό μου Ερση Μαλικένζου και κουμπάρο τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο. Βασικά, έχω παντρευτεί τρεις φορές και έχω έναν γιο.
Στον κινηματογράφο μπήκατε αρκετά αργά και μεγάλος σε ηλικία…
Είναι αλήθεια αυτό που λες. Με βρήκε τότε ο Βασίλης Γεωργιάδης και μου πρότεινε να παίξω σε μια ταινία με τη Λάσκαρη και τον Φέρτη, που έχει τίτλο «Αγάπη για πάντα» της Φίνος Φιλμ. Και έτσι ξεκίνησα να κάνω ταινίες, σχεδόν στη δύση του ελληνικού κινηματογράφου.
Τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου τα γυρίσματα ήταν δύσκολα;
Πολύ, γιατί αν έκανες ένα σαρδάμ, έπρεπε να το γυρίσεις ξανά και ξανά. Αν ήσουν καλός και σωστός, έπρεπε να το πεις μία και έξω. Αλλιώς δεν σε έπαιρναν στις ταινίες.
Ακουγα σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις σας όσα είχατε πει για τον Βέγγο…
Υπέροχος άνθρωπος ο Θανάσης. Ηταν η προσωποποίηση και η επιτομή του άγχους. Και για να ξεφύγει από αυτό, συνεχώς έτρεχε. Προσπαθούσε να το ξεπεράσει μέσα από την υπερκινητικότητά του. Απίστευτα καλός άνθρωπος. Μέχρι εκεί που δεν βάζει το μυαλό σου. Την εποχή που εκείνος μεσουρανούσε υπήρχε ένα θέατρο στον Εθνικό Κήπο. Εκεί πρωτογνωριστήκαμε με τον Θανάση. Τότε μου πρότεινε να παίξω στην πρώτη ταινία που κάναμε μαζί. Αργότερα έκανε το δικό του θέατρο στης Σμαρούλας Γιούλη. Θυμάμαι ήταν τρελός και παλαβός με τη σκόνη. Εμπαινε στο καμαρίνι και το σκούπιζε για ώρες. Το έκανε σαν χειρουργείο.
Με ποιους άλλους είχατε καλή συνεργασία;
Είχαμε τρομερή συνεργασία με τον Γιάννη Φέρτη. Τότε ήταν μαζί με την Ξένια Καλογεροπούλου. Απίστευτο ζευγάρι και πολύ μεγάλες επιτυχίες. Επίσης είχα πολύ καλές σχέσεις με τον Μίνω Βολονάκη αλλά και με τον Αλέξη Σολομό. Δούλεψα πολύ και με την Καρέζη. Το Τζενάκι ήταν μοναδικό. Δεν υπήρχε καλύτερη συνεργάτιδα και σαν άνθρωπος και σαν επιχειρηματίας.
Το αντίπαλο δέος της Βουγιουκλάκη…
Διαφημιστική ήταν η κόντρα. Στην πραγματικότητα ήταν φίλες κολλητές.
Εσείς είχατε κολλητούς φίλους μέσα από το επάγγελμά σας;
Είχα τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, που στο θέατρο Πορεία κάναμε μοναδικές παραστάσεις. Ανεβάσαμε πολύ ωραία έργα και κάναμε και πολλή παρέα εκτός θεάτρου.
Βγάλατε χρήματα από το επάγγελμά σας;
Ενα σπιτάκι μπόρεσα να έχω δικό μου. Και αυτό κατάφερα να το αποκτήσω λόγω των τηλεοπτικών σειρών. Δούλευα στη σειρά «Ο δρόμος». Και αυτό το σίριαλ μου έδωσε το σπίτι που αγόρασα. Παίρνω μια σύνταξη, που σε άλλα κράτη με 55 χρόνια ένσημα θα έπαιρνα πάνω από 3.000 ευρώ.
Νέους ηθοποιούς έχουμε καλούς;
Εχουμε πολλά ταλαντούχα παιδιά. Δούλεψα και με τον Γιάννη Μπέζο, αλλά μου άρεσε πολύ και ο Πέτρος Φιλιππίδης. Καταστράφηκε από απερισκεψία.
Κάνοντας απολογισμό ζωής στην ηλικία των 88 ετών, πώς νιώθετε με μια τέτοια καριέρα;
Νιώθω υπερήφανος για όσα έκανα, γιατί τα έκανα με κόπο και ιδρώτα. Στη ζωή μου πέρασα και δύσκολα και ωραία. Ομως αυτό που μένει είναι ο χαρακτήρας του καθενός και το όνομά του!
Από όλους τους παλιούς συνεργάτες ποιος σας λείπει από τη ζωή σας;
Η Τζένη Καρέζη ήταν μοναδική σε όλα. Είχε μια υπέροχη μητέρα, που ήταν και μοναδική μαγείρισσα. Τα τσιμπούσια που κάναμε στο σπίτι τους ήταν απίθανα. Γλέντια ανεπανάληπτα!
Τον θάνατο τον φοβάστε;
Καθόλου. Είναι ο βιολογικός κύκλος που κάποτε κλείνει για όλους!