Τα μάτια της έλαμπαν, όπως τότε που ήταν στις μεγάλες της δόξες. Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, που η νεολαία παραληρούσε με το τραγούδι της «Μια γυναίκα μόνο ξέρει να σου πει».
Από το Νίκο Νικόλιζα
Πάνω από μία ολόκληρη ώρα βρέθηκα κοντά της άλλη μια φορά. Οχι μόνος μου, αλλά με τον πατέρα Κύριλλο. Τον ιερέα που την κοινώνησε για το Αγιο Πάσχα και που εδώ και χρόνια είχε μεγάλη λαχτάρα να τη δει, να της σφίξει το χέρι και να την ευχαριστήσει για όσα πρόσφερε στον πολιτισμό της χώρας. Οσα θα εξιστορήσω παρακάτω είναι και η απόλυτη αποτύπωση των γεγονότων.
Τα τελευταία εικοσιτετράωρα το όνομα της ιέρειας του λαϊκού τραγουδιού Καίτης Γκρέυ είναι και πάλι στις πρώτες ειδήσεις. Μια δήλωση της εγγονής της Αγγελικής Ηλιάδη στην κάμερα της εκπομπής «Πάμε Δανάη!» για προχωρημένη άνοια της γιαγιάς της έκανε χιλιάδες θαυμαστές της μεγάλης λαϊκής ερμηνεύτριας να σοκαριστούν. Απλώς γιατί η Καίτη Γκρέυ υπήρξε η σημαιοφόρος του λαϊκού τραγουδιού.
«Εχω να δω αρκετό καιρό τη γιαγιά μου. Είναι σε κατάσταση που δεν καταλαβαίνει ποιον βλέπει και δεν θυμάται. Κάποια στιγμή είπαν στη γιαγιά μου για τον θάνατο του πατέρα μου, αλλά δεν ξέρω αν το έχει καταλάβει. Πριν από πολλά χρόνια, που ήταν καλά η γιαγιά μου, είχα πάρει τους γιους μου και πήγαμε να τη δούμε. Τώρα βρίσκεται σε προχωρημένη άνοια» ανέφερε η Αγγελική Ηλιάδη στη συνέντευξή της, σοκάροντας με την αποκάλυψη για την κατάσταση της υγείας της πολυαγαπημένης της γιαγιάς.
Η ηλικία της ιέρειας του λαϊκού πενταγράμμου είναι πλέον πολύ μεγάλη. Πλησιάζει σχεδόν τα 100, όπως είπε και η εγγονή της. Είναι λογικό να ξεχνάει και πρόσωπα και καταστάσεις. Αλλωστε τα τελευταία χρόνια ταλαιπωρήθηκε πολύ με την υγεία της. Κοντά της ανά πάσα στιγμή βρίσκονται η νύφη της Εφη και ο πρωτότοκος γιος της Φίλιππος. Αλλωστε, αυτά τα δύο πρόσωπα είναι και τα αποκούμπια της πλέον, μετά τον θάνατο του μικρότερου γιου της Βασίλη Ηλιάδη.
Οσα παρακάτω θα σας διηγηθώ είναι ακριβώς όσα έζησα στο σπίτι της Καίτης Γκρέυ στη Νέα Σμύρνη το μεσημέρι του Σαββάτου. Η αλήθεια είναι ότι είχα να βρεθώ περίπου ενάμιση μήνα κοντά της. Αφού πήραμε άδεια από την οικογένεια για να πάμε με τον ιερέα που θα την κοινωνούσε, βρεθήκαμε στο σπίτι της. Μεσημέρι Σαββάτου. Η ίδια κοιμόταν. Η αγαπημένη της οικονόμος Βαλεντίνη πηγαίνει πάνω από το προσκεφάλι της και της ψελλίζει: «Ηρθε ο Νικάκης. Σήκω, Καίτη μου». Η υπερήλικη ερμηνεύτρια ανοίγει τα μάτια της. Μάλλον δεν το πίστεψε, γιατί είχα να βρεθώ εκεί πάνω από έναν μήνα. Πηγαίνω και της λέω στο αυτί: «Ηρθα, κυρία Καίτη. Σήκω να πιούμε καφέ». Με μια στροφή γυρίζει, με κοιτάζει και με παράπονο λέει: «Γιατί άργησες να έρθεις; Γιατί, Νικάκι;»
Μόλις και μετά βίας μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Ο πατέρας Κύριλλος με το άγιο ποτήρι, συγκινημένος, σκύβει και τη μεταλαμβάνει και εκείνη κάνει τον σταυρό της. Η σκηνή είναι σαν τη μελό ταινία «Ορφανή στα ξένα χέρια» στην οποία πρωταγωνιστούσε τη δεκαετία του ’60. «Πιστεύεις στον Θεό;» τη ρωτάει ο σεβάσμιος ιερέας, με την ερμηνεύτρια να του απαντάει απορημένη: «Πάτερ, είναι δυνατόν; Αν δεν πιστεύω στον Θεό, πού θα έπρεπε να πιστεύω;»
Πιο δυνατή από ποτέ και αφού έχει τελειώσει την προσευχή του ο ιερέας, σηκώνεται για να πάμε στην κουζίνα. Το βλέμμα της, πιο καθαρό από ποτέ. Τα λόγια της τρυπάνε την καρδιά. «Είμαι πολύ απογοητευμένη από το κράτος. Κανένας δεν έχει πάρει ένα τηλέφωνο να δει αν ζω ή αν πέθανα. Αν θέλω ένα πιάτο φαΐ. Κι εγώ κάτι έδωσα σε αυτή τη χώρα» λέει και με κλάματα βγαίνω έξω, πρώτος, από το δωμάτιό της.
Στην κουζίνα ο καφές είναι έτοιμος. Καθόμαστε στην ίδια θέση, όπως εδώ και 30 ολόκληρα χρόνια. Της ζητάω να θυμηθεί πότε πρωτογνωριστήκαμε. «Πάνε πολλά χρόνια. Εσύ κρατάς αρχείο» μου λέει και της θυμίζω ότι φέτος 31 Ιουλίου κλείνουμε 30 χρόνια φιλίας, αφού τη γνώρισα σε συναυλία του Γιώργου Μητσάκη στο Βεάκειο του Πειραιά. Χαμογελάει και μου πιάνει ζεστά το χέρι. Γυρίζει προς τον πατέρα Κύριλλο και συγκινημένη του λέει: «Αυτός είναι ο θετός μου γιος. Μαζί τα έχουμε περάσει όλα».
Η συνάντηση αυτή σήκωνε πολλή κουβέντα. Η ίδια είχε απίστευτη διαύγεια και όλοι είχαμε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ο πατέρας Κύριλλος, θέλοντας να αποφορτίσει το κλίμα, της ζητάει να τραγουδήσουν μαζί ένα τραγούδι του ’53, το «Ποτέ τη μάνα μην πικραίνεις». Αρχίζει πρώτα εκείνος, με δακρυσμένα μάτια, και μετά μπαίνει εκείνη στο ρεφρέν. Κανείς δεν πίστευε πως θα θυμόταν τους στίχους. Κοιταζόμαστε μεταξύ μας με μεγάλη έκπληξη. Της ζητάει να ερμηνεύσει και την τελευταία της μεγάλη επιτυχία «Μια γυναίκα μόνο ξέρει». «Κάνε μου το χατίρι» της λέει και της πιάνει το χέρι. «Χωρίς ορχήστρα είναι δύσκολα όλα αυτά» του απαντάει και αρχίζει να του ψελλίζει το τραγούδι.
Σε αυτή τη συνάντηση θυμήθηκε πολλά. Τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, την αφίσα και τα παρασκήνια που είχαν από το σχήμα στο Διογένης Παλλάς με την Πόλυ Πάνου και τη Μαίρη Λίντα. Μιλήσαμε για τα υπέροχα μαλλιά και δόντια της, που θα τα ζήλευαν ακόμα και 40άρες. «Και τα δόντια και τα μαλλιά είναι δικά μου» μας λέει γελώντας και καμαρώνοντας που ο χρόνος περνάει από πάνω της χωρίς να την έχει αλλοιώσει.
Η ώρα έχει φτάσει σχεδόν 5 το απόγευμα. «Πιάστηκα στην καρέκλα» μας λέει, δείχνοντας κουρασμένη. Της ζητάμε να βγάλουμε ορισμένες φωτογραφίες. «Οταν μου είπε η Βαλεντίνη ότι θα έρθει ο ιερέας, χάρηκα τόσο πολύ» μου λέει και με σφίγγει στην αγκαλιά της αποχαιρετώντας με. «Νικάκι, μη χάνεσαι. Σε περιμένω σύντομα» λέει, με τον ιερέα να αποκρίνεται: «Σήμερα μου δώσατε τόση ευτυχία όση δεν έχω πάρει σε όλη μου τη ζωή». «Το σπίτι μου είναι ανοιχτό πάντα. Θα γιορτάσουμε και τα γενέθλιά μου» του λέει και μας αποχαιρετάει.