Είναι από τους τελευταίους εναπομείναντες ηθοποιούς της ένδοξης γενιάς του ’30. Η Λουίζα Μπατίστα δεν ήταν ποτέ στην πρώτη γραμμή των μεγάλων πρωταγωνιστριών. Αντιθέτως, ήταν ο «στρατιώτης» σε όλες τις μεγάλες επιθεωρήσεις με τα ιερά τέρατα του θεάτρου και του κινηματογράφου.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Γεωργία Βασιλειάδου, Βασίλης Αυλωνίτης, Ορέστης Μακρής, Παντελής Ζερβός, Νίκος Σταυρίδης, Μίμης Φωτόπουλος, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Μαίρη Χρονοπούλου και πλήθος άλλων κορυφαίων ηθοποιών συνεργάστηκαν μαζί της. Για 50 ολόκληρα χρόνια δούλεψε ασταμάτητα σε όλες τις επιθεωρήσεις. Στον κινηματογράφο έκανε το ντεμπούτο της στην ταινία «Η κυρά μας η μαμή» με τη Γεωργία Βασιλειάδου, με αποτέλεσμα οι δυο τους να γίνουν οι καλύτερες φίλες, μέχρι τον θάνατο της μεγάλης ηθοποιού το 1980.
Τη συναντήσαμε στο σπίτι της, στην Αγία Παρασκευή. Σχεδόν τυφλή πλέον, αφού εδώ και μερικά χρόνια έχει χάσει το 90% της όρασής της. Η διαύγεια όμως του μυαλού της είναι πραγματικά μοναδική. Σήμερα, σε ηλικία 93 ετών, η Λουίζα Μπατίστα ανοίγει την καρδιά της και μιλάει για άγνωστα περιστατικά δίπλα σε όλα τα ιερά τέρατα της 7ης τέχνης!
Πριν από πέντε χρόνια είχαμε ξανακάνει συνέντευξη, κυρία Μπατίστα…
Δεν άλλαξε κάτι από τότε. Απλά εγώ μεγάλωσα κατά πέντε χρόνια και οδεύω προς το τέλος. Παρακαλάω πλέον να τελειώνω, γιατί έχω μείνει μόνη από εκείνη τη γενιά των ηθοποιών!
Γεννημένη το ’30…
Είμαι γεννημένη στις 10 Μαΐου του 1930. Είμαι 93 ετών. Ομως κάθε μέρα ξυπνάω στις 5 το πρωί και σιγά σιγά κάνω όλες τις δουλειές του σπιτιού. Η καθαριότητα του σπιτιού είναι για μένα το παν! Η μεγάλη μου λύπη είναι ότι δεν βλέπω να διαβάσω. Εχω χάσει την όρασή μου!
Περάσατε ωραία στη ζωή σας;
Πέρασα πάρα πολύ ωραία. Είχα έναν γάμο που έληξε πάρα πολύ γρήγορα και μετά έκανα ακόμα έναν γάμο που κράτησε πάνω από μισό αιώνα. Ημασταν πολύ αγαπημένη ως οικογένεια. Σε αυτό το σπίτι δεν έχει ακουστεί ποτέ βρισιά.
Η καταγωγή σας είναι από τη Λαμία, αν δεν κάνω λάθος…
Ναι, από Λαμία. Ο μπαμπάς μου ήταν αξιωματικός και η μητέρα μου νοικοκυρά. Δύσκολα περάσαμε στα χρόνια της Κατοχής, όπως όλη η Ελλάδα. Οταν έφυγαν οι Γερμανοί, σταθήκαμε ξανά στα πόδια μας, όμως χάσαμε τον πατέρα μου. Και εκείνη η περίοδος ήταν πολύ δύσκολη. Η οικογένεια της μητέρας μου μας στάθηκε πάρα πολύ για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Και τα καταφέραμε.
Και στο επάγγελμα της υποκριτικής πώς μπαίνετε;
Εμένα από παιδάκι μου άρεσε και να τραγουδάω και να χορεύω και να κάνω σκετς. Ανέβαινα στα τραπέζια και έκανα διάφορα τέτοια. Εγώ βγήκα εντελώς τυχαία στο επάγγελμα. Με είδε ο θιασάρχης ο Χατζώκος από τη Θεσσαλονίκη και μου είπε: «Ερχεσαι στον θίασό μου;» Και αμέσως του λέω: «Ερχομαι». Ο Χατζώκος με έστειλε και πήρα δίπλωμα ως εξαιρετικό ταλέντο. Στην επιτροπή και ποιοι δεν ήταν: Χορν, Καλουτά, Κρεββατά και πολλοί άλλοι. Στο δίπλωμα ήταν όλα δεκάρια. Μετά τον Χατζώκο με πήρε ο Χατζηχρήστος, μετά ο Μπουρνέλης και μετά ο Λιβαδάς.
Από το θέατρο του Μπουρνέλη πώς φύγατε;
Μου είχαν δώσει ένα ντουέτο με τον Πάντζα και έπρεπε να κάνω μια άσεμνη κίνηση που εγώ δεν ήθελα. Δεν μου το επέτρεπε η ανατροφή μου. Σκηνοθέτης ήταν ο Βαγγέλης Σειληνός. Του λέω λοιπόν: «Εγώ δεν την κάνω αυτή την κίνηση». Μου απαντάει: «Θα την κάνεις. Δεν μπορείς να μην την κάνεις γιατί έχεις συμβόλαιο». Και του απαντάω: «Μπορώ και παραμπορώ. Μπορεί να έχω συμβόλαιο, αλλά έχω και αξιοπρέπεια». Ο Σειληνός επέμενε και στην τρίτη πρόβα έφυγα. Παραιτήθηκα. Ο Μπουρνέλης έλειπε τότε εκτός Ελλάδος. Αμέσως πιάνω δουλειά στο Περοκέ με μια θιασάρα που δεν υπήρχε δεύτερη: Λειβαδίτης, Νέζερ, Μακρής. Επιστρέφει ο Μπουρνέλης και με παίρνει τηλέφωνο. «Δεν ντρέπεσαι, ρε Μπατίστα; Δικό μου παιδί και έφυγες;» Το είχε πάρει πολύ βαριά που του έφυγα.
Με τη Βλαχοπούλου είχατε συνεργαστεί…
Δουλέψαμε πολύ μαζί. Ωραίος άνθρωπος. Μέχρι που πέθανε, πηγαίναμε με τη Δέσποινα, τη παίρναμε με το αυτοκίνητο και τη γυρίζαμε σε όλη την Αθήνα για να έχει καλή ψυχολογία. Μόνο ένα που της έκανα κακό και μου το κρατούσε μέχρι που πέθανε: στο θέατρο, στα καμαρίνια, έπαιζε κουμκάν με λίρες χρυσές. Οπως καθόμουν δίπλα της μια φορά, μου λέει: «Μπατίστα, πάρε τα χαρτιά μου για λίγο και παίξε στη θέση μου». Εγώ δεν είχα ιδέα από χαρτιά. Απέναντί μου έπαιζαν η σύζυγος του Φούντα, η Χρυσούλα Ζώκα, η Σπεράντζα Βρανά και άλλες. Κάθε τόσο μου έλεγαν: «Κάηκες. Να σου βάλουμε καπέλο;» Εγώ, χωρίς να ξέρω, έλεγα «Βάλτε». Γυρίζει η Βλαχοπούλου και μου λέει: «Μπατίστα, τι έγινε;» Της λέω: «Ξέρω γω, καπέλο μού βάζουν συνέχεια». Της γυρίζει το μάτι της Ρένας και αρχίζει να με βρίζει κερκυραίικα: «Που να μπει ο διάολος μέσα σου. Τι μου ‘κανες, μωρή;» (γέλια) Μέχρι που πέθανε το έλεγε.
Αυτοσχεδίαζε η Ρένα;
Ο,τι της ερχόταν εκείνη την ώρα στο μυαλό το έλεγε. Και στις ταινίες το ίδιο έκανε. Δεν μπορούσε κανένας σκηνοθέτης να τη βάλει σε καλούπια.
Ηταν καλή συνεργάτιδα;
Δύσκολος άνθρωπος, αλλά ωραίος άνθρωπος. Μια φορά με τον Ορέστη Μακρή τσακώθηκαν γερά για κάτι σπίρτα. Παίζαμε όλοι μαζί στον ίδιο θίασο. Η Ρένα κάπνιζε πολύ κάτι αμερικάνικα τσιγάρα, ακριβά. Κάθε λίγο και λιγάκι λοιπόν η Ρένα ερχόταν και έπαιρνε από τον Μακρή τα σπίρτα. Του γυρίζει το μάτι του Μακρή και της λέει με αυστηρό ύφος: «Δεν μου λες. Ρένα, ξέρεις και καπνίζεις ακριβά αμερικάνικα τσιγάρα και έρχεσαι, βρε τσιγκούνα, και παίρνεις τα σπίρτα τα δικά μου;»
Και με τον Χατζηχρήστο δουλέψατε αρκετά. Οντως ήταν γυναικάς;
Παναγία μου! Δεν υπήρχε νέα κοπέλα στο θέατρο που να μην ήθελε να πάει μαζί του. Τον κυνηγούσαν όλες οι γυναίκες. Μια φορά ήταν να πάμε στη Θεσσαλονίκη. Μου λέει η τότε σύζυγός του, η Καίτη Ντιριντάουα: «Σε παρακαλώ, Λουιζάκι μου. Πήγαινε με τον Κώστα στον θίασο». Ηθελε να τον φυλάω. Εμένα ο Κώστας με σεβόταν σαν αδερφή του. Με έλεγε βλάχο. Μια φορά, μια ηθοποιός με την οποία τα είχε φτιάξει ο Κώστας στον θίασο άρχισε να φωνάζει στο καμαρίνι. Με ζήλευε. Σηκώνεται ο Χατζηχρήστος και της λέει: «Τον βλάχο μην τον ξαναπιάσεις στο στόμα σου, γιατί ούτε στο μικρό σου δάχτυλο δεν τον αγγίζεις». Οταν γυρίσαμε από τη Θεσσαλονίκη, με ρωτάει η Ντιριντάουα: «Πώς περάσατε;» Τι να πω εγώ απ’ όλα όσα είχαν γίνει εκεί πάνω. Οταν μου έκανε πρόταση να συνεργαστούμε ξανά, του είπα: «Εγώ, Κώστα, μαζί σου δεν μπορώ να ξανασυνεργαστώ. Γιατί αναγκάστηκα να γίνω ψεύτρα στη γυναίκα σου». Κι έτσι δεν συνεργαστήκαμε ξανά. Ομως ποτέ μα ποτέ εμένα δεν μου έκανε ανήθικη πρόταση. Εχω τόσα περιστατικά με τον Κώστα, που χρειάζεται τόμος ολόκληρος για να τα πω.
Ο Βασίλης Αυλωνίτης τι άνθρωπος ήταν;
Υπέροχος. Κάναμε πάντα το τελευταίο νούμερο στην πρόζα. Προσπαθούσε να με κάνει να γελάω πολύ με τις μούτες που έκανε στο πρόσωπό του. Πριν από χρόνια που ήμουν αντιπρόεδρος των ηθοποιών μού έκαναν ένα τηλεφώνημα και μου είπαν: «Λουίζα, πετάνε τα κόκαλα του Αυλωνίτη». Τρελάθηκα. Τότε δήμαρχος ήταν ο Αβραμόπουλος. Κίνησα γη και ουρανό. Του λέω: «Κύριε δήμαρχε, πετάνε τα κόκαλα του Αυλωνίτη». Και αμέσως έδωσε εντολή και τα πήγαν στο οστεοφυλάκιο.
Η Βασιλειάδου ήταν καλή φίλη σας…
Πολύ καλή. Κρίμα που δεν έχω κρατήσει τα γράμματά της. Οταν είχε πάει στη Θεσσαλονίκη με θίασο, μου έγραφε: «Ελα να δεις τη φιλενάδα σου. Με τα τρακτέρ έρχονται να με δουν». Πονεμένος άνθρωπος. Δούλεψε πάρα πολύ η Γεωργία για να γίνει Βασιλειάδου. Ολα τα χρήματα που έπαιρνε από τις ταινίες της Φίνος Φιλμ πήγαιναν για να φτιάξει τα σπίτια στο Μαρούσι. Δεν τα έπαιρνε καν στο χέρι της, πήγαιναν στους εργολάβους.
Γιατί δεν κάνατε πολλές ταινίες;
Γιατί δεν μπήκα ποτέ σε κυκλώματα. Και τώρα που βλέπω τα πράγματα από απόσταση λέω ότι καλά έκανα. Κράτησα την οικογένειά μου!
Μου είχατε πει παλαιότερα ότι θέλετε να σας αποτεφρώσουν…
Ναι. Το καμπανάκι μού το χτύπησε πρώτη φορά ο Παντελής Ζερβός. Μου είχε πει όταν συνεργαζόμασταν σε ένα νυχτερινό γύρισμα: «Ξέρεις τι έχω περάσει εγώ; Να έχουν θάψει ζωντανή την κορούλα μου; Ολα αυτά τα χρόνια με κυνηγάει αυτό το συμβάν». Και κάθισε και μου το είπε με κάθε λεπτομέρεια. Μετά πεθαίνει ο σύζυγός μου, παθαίνω κατάθλιψη και για χρόνια ήμουν στους ψυχιάτρους. Και είπα: οι δικοί μου άνθρωποι δεν θα περάσουν ό,τι πέρασα εγώ. Εχω κάνει συμβολαιογραφική πράξη να με κάψουν!