Δεν άντεξε το διπλό χτύπημα της μοίρας η πρώην τραγουδίστρια, μοναχή Θεονύμφη, η οποία έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών.
Η Μαίρη Αλεξοπούλου, που είχε γνωρίσει τη δόξα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, τραγουδώντας σε κινηματογραφικές επιτυχίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη, έφυγε από τη ζωή τσακισμένη τόσο από τον χαμό της 18χρονης κόρης της σε τροχαίο όσο και από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία έχασε πριν από δύο χρόνια το σπίτι της στο Κορωπί, που είχε μετατρέψει σε ησυχαστήριο, ύστερα από δικαστική διαμάχη με τον μητροπολίτη Μεσογαίας.
Τη θλιβερή είδηση έκανε γνωστή ο Σπύρος Μπιμπίλας, ο οποίος αναδημοσίευσε την ανάρτηση του ηθοποιού Αγγελου Γραμμένου, γράφοντας «Καλό ταξίδι». «Εφυγε από κοντά μας η Μαίρη Αλεξοπούλου, η τραγουδίστρια που έχασε την κόρη της και έγινε η μοναχή Θεονύμφη. Η Μαίρη Αλεξοπούλου γνώρισε τη δόξα τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Μέχρι τα 42 της χρόνια ζούσε μια ζωή σαν παραμύθι. Ωστόσο, από τη μια στιγμή στην άλλη η ζωή της άλλαξε. Ενα δυσάρεστο γεγονός -ο πρόωρος θάνατος της 18χρονης κόρης της σε τροχαίο δυστύχημα- την έκανε να καταλάβει ότι όλα είναι μάταια και, κάπως έτσι, οδηγήθηκε σε έναν άλλον δρόμο, αυτόν του μοναχισμού. ΑΘΑΝΑΤΗ! Καλό ταξίδι…» ανέφερε ο Αγγελος Γραμμένος στην ανάρτησή του στο facebook.
Και έχει απόλυτο δίκιο. Μέχρι τα 42 της χρόνια ζούσε μια ζωή σαν παραμύθι. Η όμορφη τραγουδίστρια είχε γίνει γνωστή από τα καλλιστεία του 1961, ενώ είχε εμφανιστεί και σε δύο ελληνικές ταινίες, τα «Νυχτοπερπατήματα» και «Φίφης ο αχτύπητος». Μεγάλη της επιτυχία ήταν «Η Μπάμπολα» το 1968. Δύο χρόνια νωρίτερα, το 1966, γνωρίστηκε με τον κορυφαίο μουσικοσυνθέτη Κώστα Κλάββα, ο οποίος της εμπιστεύτηκε τα τραγούδια του «Αν ποτέ διψάσεις» και «Ποιο καράβι».
Την ίδια χρονιά συμμετείχε στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού Θεσσαλονίκης με το τραγούδι «Πανηγύρι» των Κλάββα και Μαυρομουστάκη, όπου κέρδισε το πρώτο βραβείο. Οι φωτογραφίες της στόλιζαν τα νεανικά δωμάτια και τα τραγούδια της ακούγονταν στα πάρτι της εποχής. Δούλεψε σε γνωστά νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, όπως η Παλιά Αθήνα, το Κάστρο, ο Βράχος, τα Δειλινά, τα Αστέρια, και συνεργάστηκε με τους Πουλόπουλο, Βογιατζή, Νικολάου, Ρόμπερτ Ουίλιαμς, Μπέσσυ Αργυράκη, Μεταξόπουλο και Κατσαρό.
Είχε παντρευτεί γνωστό επιχειρηματία και είχε αποκτήσει δύο κόρες. Το πρώτο χτύπημα της μοίρας ήρθε το 1984, όταν σκοτώθηκε η 18χρονη κόρη της σε τροχαίο. Δύο χρόνια μετά, το 1986, αποφάσισε να γίνει μοναχή, παίρνοντας το όνομα Θεονύμφη. «Τα άφησα όλα αυτά τότε, γιατί έχασα το παιδί μου και προτίμησα να είμαι στον Θεό κοντά, και τίποτα άλλο πια δεν ήθελα να… Πώς να τραγουδάς και να χορεύεις – δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν μετάνιωσα ποτέ που έγινα μοναχή» είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξη τον Φεβρουάριο του 2022. Αρχικά έγινε ρασοφόρα, ύστερα από τρία χρόνια μεγαλόσχημη, ενώ ακολούθησε η ηγουμενική ενθρόνισή της.
Μοναχή Θεονύμφη
Το 1992, με δικά της χρήματα, μετέτρεψε το σπίτι της σε ιερό ησυχαστήριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Λαμπρικών Κορωπίου στην Αττική. Αρχικά έχτισε ένα μικρό εκκλησάκι και στη συνέχεια μια μεγάλη εκκλησία. Εκεί εξελίχθηκε στην καθηγουμένη, μοναχή Θεονύμφη. Μάλιστα, σύμφωνα με το καταστατικό του ησυχαστηρίου του έτους 1996, ήταν ισόβια ηγουμένη.
Ομως, σχεδόν 20 χρόνια μετά, ήρθε το δεύτερο χτύπημα της μοίρας. Τον Μάρτιο του 2021 της έγινε ουσιαστικά έξωση από το ίδιο της το σπίτι, το ησυχαστήριο που είχε μετατρέψει με δικά της έξοδα, καθώς έχασε με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας τη δικαστική διαμάχη με τον μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.
Μάλιστα, ο ιεράρχης έπαυσε από τα καθήκοντά της τη μοναχή Θεονύμφη, επικαλούμενος σωματική και πνευματική της αδυναμία. Αυτό φαίνεται πως ήταν και το τελειωτικό χτύπημα της μοίρας που την οδήγησε στον θάνατο.
Οι τέσσερις «ανεπιθύμητες» μοναχές που οδήγησαν στη ρήξη
Καθοριστικό ρόλο στη σύγκρουση της μοναχής Θεονύμφης με τον μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής έπαιξαν τέσσερις μοναχές που προκάλεσαν την «εκθρόνιση» από το αξίωμα της ηγουμένης. Ο μητροπολίτης Μεσογαίας ζήτησε την άμεση απομάκρυνση τεσσάρων γυναικών μοναχών, οι οποίες μόναζαν εκεί από άλλη αδελφότητα, καθώς λόγω της κατά συρροή αντιεκκλησιαστικής συμπεριφοράς τους «είχαν προξενήσει αναστάτωση στην Εκκλησία της Ελλάδος».
Ομως η μοναχή Θεονύμφη δεν υπάκουσε στην εντολή του μητροπολίτη κ. Νικόλαου για την απομάκρυνσή τους. Αντίθετα, εγγράφηκαν στο μοναχολόγιο του ησυχαστηρίου. Μάλιστα, η μοναχή που εκτελούσε χρέη γεροντίας είχε απορρίψει τις ενστάσεις του μητροπολίτη ως προς την εγγραφή τους, με το αιτιολογικό ότι στερούνται νομικού και πραγματικού ερείσματος.
Η σύγκρουση οδήγησε στην παύση της Θεονύμφης από τα καθήκοντά της με απόφαση του μητροπολίτη, ο οποίος της επέτρεψε να παραμείνει στο ησυχαστήριο. Παράλληλα, συγκρότησε πενταμελή επιτροπή από μοναχές και κληρικούς, με πρόεδρο τον πρωτοσύγκελο της μητρόπολης, για τη φροντίδα της υγείας, της διατροφής και των καθημερινών αναγκών της. Για την παύση από τα καθήκοντά της ο δεσπότης επικαλέστηκε ότι, ενώ της είχε απαγορεύσει να περάσουν την πόρτα του ησυχαστηρίου οι τέσσερις μοναχές, εκείνη έστειλε επιστολές πρόσκλησης σε αυτές και στη συνέχεια τις δέχθηκε. Οι τέσσερις μοναχές φέρεται ότι έχουν «προβληματικό εκκλησιαστικό παρελθόν», το οποίο συνδέεται με τον πνευματικό τους πατέρα, αρχιμανδρίτη Διονύσιο Καλαμπόκα, ο οποίος είχε τεθεί σε αργία από το Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο…
Ο μητροπολίτης αμφισβήτησε τα «απολυτήρια γράμματα», δηλαδή την αλλαγή στέγης των τεσσάρων από το Αρχιεπισκοπικό Σταυροπήγιο, καθώς δεν ζητήθηκε από τον ίδιο η έγκρισή του, όπως απαιτεί η εκκλησιαστική τάξη. Ακόμη, επικαλέστηκε ότι το Σταυροπήγιο που είχε ιδρύσει ο αρχιμανδρίτης Διονύσιος Καλαμπόκας δεν υπαγόταν στο Πατριαρχείο της Μόσχας.
Κατά συνέπεια ήταν ανίσχυρα τα «απολυτήρια γράμματα» που είχαν προέλευση από μη αναγνωρισμένη εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι τέσσερις μοναχές και η Θεονύμφη είχαν προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας να ακυρωθούν οι σχετικές αποφάσεις του μητροπολίτη.
Επικαλέστηκαν ότι οι περιορισμοί που τέθηκαν για τη λειτουργία του ησυχαστηρίου παραβιάζουν τη θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία του συνεταιρισμού, που κατοχυρώνονται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Επίσης, υποστήριξαν ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι μη νόμιμες λόγω πλημμελούς αιτιολογίας, καταγγέλλοντας ότι ο μητροπολίτης εποφθαλμιά το ακίνητο του ησυχαστηρίου για να το σφετεριστεί μετά τον θάνατο της μοναχής Θεονύμφης. Ομως, προτού συζητηθεί η αίτηση ακύρωσης στο Δ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, η μοναχή Θεονύμφη παραιτήθηκε από το δικόγραφο και το ΣτΕ απέρριψε τους ισχυρισμούς των τεσσάρων μοναχών ως αβάσιμους.