Η αποστολή της «Espresso» στο Νυδρί φαίνεται πως κατάφερε να «ξεκλειδώσει» τα τελευταία εν ζωή πρόσωπα που είχαν μείνει στην αφάνεια όλα αυτά τα χρόνια, αλλά για τη δυναστεία Ωνάση έπαιξαν τα χρόνια της παντοκρατορίας της ουσιαστικό ρόλο.
Από το Νίκο Νικόλιζα
Ενα από τα πρόσωπα που κυριάρχησαν στη ζωή του Ωνάση πάνω στον θρυλικό Σκορπιό ήταν και ένα 13χρονο πάμφτωχο κορίτσι από το Νυδρί, η Ευαγγελία Φίλιππα. Χωρίς καλά καλά να έχει παπούτσια, η ανήλικη για να μπορέσει να επιβιώσει και να βοηθήσει την οικογένειά της δούλεψε σκληρά στα κτήματα του Έλληνα κροίσου και στα θερμοκήπια που εκείνος είχε στήσει πάνω στον Σκορπιό, έως… Εως την ημέρα που ο Αρίστος κάθισε δίπλα της και το φτωχό κορίτσι άρχισε να του λέει τα βάσανα της ζωής του και τη φτώχεια που βίωνε η οικογένειά του.
Διαβάστε επίσης: «Χρειάστηκε να ανοίξουμε τον τάφο του Αλέξανδρου γιατί έμπαζε από κάπου νερά. Και αυτό που αντικρίσαμε ήταν κάτι που δεν μου φεύγει από το μυαλό»
«Με κοιτούσε στα μάτια και μέσα από τα γυαλιά του έτρεχαν δάκρυα. Αυτές τις εικόνες δεν μπορώ να τις ξεχάσω» λέει σήμερα η ίδια αποκλειστικά στην «Espresso», εξήντα χρόνια μετά την πρώτη επαφή που είχε με τον μεγιστάνα.
Και εκείνος, πιο ευαίσθητος από κάθε άλλη φορά, την αγκάλιασε και την έβαλε να κάνει κουμάντο στα σπίτια του Σκορπιού, παίρνοντάς την από τα χωράφια και τις σκληρές δουλειές της υπαίθρου, δείχνοντας έτσι άλλη μια φορά τη μεγαλοψυχία του.
Ηταν η «θετή» του κόρη, όπως μας είπαν κάτοικοι από το Νυδρί, οι οποίοι λατρεύουν την 75χρονη σήμερα γυναίκα, που όχι μόνο έχει εικονοστάσι με μόνιμο καντήλι για τον Ωνάση, αλλά σε μια έκταση που είχε ο πατέρας της ψηλά στο βουνό έφτιαξε ένα μικρό σπιτάκι που βλέπει απευθείας τον Σκορπιό.
«Θέλω να θυμάμαι και να μνημονεύω τον Αρίστο από εδώ ψηλά που βρίσκομαι στο βουνό. Είναι ο σωτήρας της οικογένειάς μου και έχω αφήσει παραγγελιά στα παιδιά μου, όταν φύγω από τη ζωή, να μη σβήσει ποτέ το καντηλάκι του» λέει με δάκρυα στα μάτια, αρχίζοντας έτσι την πολύωρη συζήτηση που είχαμε μαζί της.
Τα μάτια και τα αυτιά της Ευαγγελίας Φίλιππα έχουν δει και έχουν ακούσει πολλά στον Σκορπιό! Ωστόσο δεν μπορεί να ξεχάσει και τις διαφορές ανάμεσα στη Χριστίνα και στον Αλέξανδρο, ενώ θυμάται να σκουπίζει με την ηλεκτρική σκούπα τα χάπια που ήταν διάσπαρτα μέσα στο δωμάτιο της Χριστίνας.
«Ηταν παιδιά δυστυχισμένα και τα δύο. Και η δυστυχία τους πήγαζε από τον χωρισμό των γονιών τους. Δεν έχει σημασία το χρήμα, αλλά ο συναισθηματικός παράγοντας. Δεν υπήρχε μέτρο σύγκρισης ανάμεσα στα δυο παιδιά. Η Χριστίνα ήταν αλλοπρόσαλλη. Θυμάμαι που σκούπιζα τα χάπια που έβρισκα διάσπαρτα μέσα στο δωμάτιό της. Ο Αλέξανδρος ήταν διαμάντι. Γι’ αυτό και ο Αρίστος πέθανε από τον καημό του. Ήταν ένα συνεσταλμένο παιδί, που δύσκολα βρίσκεις σε πλούσιες οικογένειες. Θυμάμαι, ερχόταν στα θερμοκήπια, όταν δουλεύαμε τα πρώτα χρόνια, και ενδιαφερόταν να μάθει αν έχουμε φάει, αν έχουμε κάνει διάλειμμα. Τον λάτρευαν όλοι οι εργάτες στον Σκορπιό, γιατί ήταν υπέροχο παλικάρι».
Διαβάστε επίσης: «Βόμβες» από τη «σκιά» του Αριστοτέλη Ωνάση
Από την άλλη, εκείνη που της έκανε αλγεινή εντύπωση ήταν η Τζάκι Κένεντι και η στάση της απέναντι σε όλους τους εργάτες, εν αντιθέσει με τη Μαρία Κάλλας, η οποία λάτρευε τους Έλληνες. «Κάλλας δεν θα ξαναγεννηθεί. Μας αντιμετώπιζε ίσα με εκείνη. Ενας υπέροχος άνθρωπος που πιστεύω πως η ψυχή της είναι δίπλα στον Θεό. Δεν θα ξεχάσω μια φορά, όταν είχε δέσει το “Χριστίνα” στον Σκορπιό και τραγουδούσε μέσα εκεί, μέσα στη νύχτα την άκουγες σαν ένα αηδόνι. Βγήκαμε όλοι έξω να την ακούσουμε κάτω από τα αστέρια. Από την άλλη, δεν θέλω να ακούω ούτε το όνομα της Τζάκι. Πήγαινα να της φτιάξω το δωμάτιο και με κορόιδευε! Με αντιμετώπιζε σαν δεύτερης κατηγορίας άνθρωπο. Κάθε φορά που μου έλεγαν να πάω να τη φροντίσω έκανα τον σταυρό μου».
Την κυρία Ευαγγελία Φίλιππα τη βρήκαμε κατόπιν υποδείξεως Λευκαδίτη φίλου, ο οποίος και την έπεισε να εξομολογηθεί τη δική της προσωπική εμπειρία από την πολύχρονη διαμονή της στον Σκορπιό με όλη την οικογένεια του Ωνάση. «Στον Σκορπιό ξεκίνησα να δουλεύω το 1962, σε ηλικία δεκατριών ετών. Μπήκα εκεί μαζί με κάποιους άλλους εργάτες, γιατί η οικογένειά μου δεν είχε να φάει. Και όταν ακούσαμε το όνομα “Ωνάσης”, προσπαθήσαμε όλοι από κάπου να πιαστούμε. Η δουλειά ήταν δύσκολη στη γη και στα θερμοκήπια, όμως μας αγάπησαν όλοι οι προϊστάμενοι, γιατί μας είδαν ότι είμαστε φτωχά παιδιά και πεινούσαμε» λέει συγκινημένη η 75χρονη σήμερα γυναίκα, η οποία πίνει νερό στο όνομα του Αριστοτέλη Ωνάση.
«Μεγαλώνοντας και περνώντας τα χρόνια ανεβαίναμε κλίμακες και κάναμε πιο βαριές δουλειές. Εγώ μαζί με κάποια άλλα παιδιά είμαστε από τους πρώτους εργάτες που διαμορφώσαμε τον Σκορπιό. Το νησί αυτό ο Ωνάσης το λάτρεψε. Σκεφτείτε ότι ακόμα και το χώμα που καλλιεργούσαμε μας έλεγε να το αγαπάμε. Μια μέρα, όπως καθόμουν στο θερμοκήπιο και έβαζα φυτά μέσα σε σακουλάκια, βλέπω ένα αυτοκινητάκι να κατεβαίνει προς εμάς. Θυμάμαι, καθόμουν κάτω από ένα δέντρο με λωτούς. Ερχεται δίπλα μου και μου λέει “γεια σου, κοριτσάκι μου”, και κάνει μια βόλτα μέσα στο περιβόλι. Γυρνάει πίσω, μου χαϊδεύει το κεφάλι και μου λέει “θα μπορούσες να έρθεις μαζί μου, σε παρακαλώ;”. Εγώ, γεμάτη χώματα, ντρεπόμουν, μπαίνω στο αυτοκίνητο μαζί του και πάμε προς τα σπίτια του Σκορπιού. Θυμάμαι, είχα αγχωθεί πολύ, γιατί ήταν η ώρα να φύγω με τη βάρκα για να μας βγάλει με τους άλλους εργάτες στο Νυδρί. “Ασε τη βάρκα, ας φύγει, θα σε πάω με άλλη” μου λέει. Στο λιμάνι όλοι ήταν εν αναμονή για να φύγουν, ώσπου κάποια στιγμή με βλέπουν μέσα στο αυτοκίνητο του Αρίστου. Ολοι είχαν τρελαθεί από αγωνία, γιατί φοβούνταν τι θα πω για εκείνους και για να μη χάσουν τη δουλειά τους».
Η κυρία Ευαγγελία νιώθει τόσο μεγάλη υποχρέωση απέναντι στον Ωνάση που δεν ξεχνά και την παραμικρή λεπτομέρεια από όσα έζησε. «Μέσα εκεί, λοιπόν, με ρώτησε για όλη την οικογενειακή μου κατάσταση, για τη φτώχεια μας. Ηθελε να ξέρει τα πάντα. Γυρίζει στο τέλος της διαδρομής και μου λέει: “Κοριτσάκι μου, θα ήθελα να είμαι στη θέση σου”. Εγώ απόρησα, γιατί δεν είχαμε ούτε ψωμί να φάμε. Και μου απαντάει ξανά: “Μη στενοχωριέσαι. Αυτή είναι η ζωή. Καλύτερα να μην έχεις να φας, παρά όλοι να σε βλέπουν και να σε αντιμετωπίζουν σαν Ωνάση. Οπως βλέπουν εμένα. Σαν χρήμα. Σημασία έχει μόνο ο άνθρωπος”».
Ο Ωνάσης πηγαίνει το μικρό κορίτσι στη βάρκα για να τη μεταφέρουν απέναντι στο Νυδρί μαζί με τους άλλους εργάτες. Ολοι έπεσαν πάνω της, να μάθουν τι ήθελε στο τζιπ του Ελληνα Κροίσου. Και εκείνη τούς καθησυχάζει: «Μην ανησυχείτε. Με ρωτούσε απλά για την οικογένειά μου και όσα έχουν να κάνουν με εμένα».
Από εκείνη την ημέρα η ζωή του μικρού κοριτσιού άλλαξε. Ο Ωνάσης έδωσε εντολή και τη μετέφεραν ως υπεύθυνη στα σπίτια να κάνει δουλειές και να ελέγχει την κατάσταση. «Τον θυμάμαι να μου ζητάει να του κάνω καφέ και να τον πίνει σκεφτικός στο μπαλκόνι. Μου λέει: “Κάτσε δίπλα μου”. Κάθομαι και άρχισε να με ρωτάει τι προβλήματα είχα στο σπίτι. Υστερα από ώρα σηκώνεται και μου απαντάει: “Θα δούμε…” και κατηφορίζει προς το λιμάνι».
Οι συζητήσεις αυτές έγιναν αρκετές φορές, με τον Ελληνα κροίσο να δείχνει βαθιά συμπόνοια για το νεαρό φτωχό κορίτσι, που το αγάπησε σαν θετή του κόρη. «Πριν πεθάνει μου είχαν φέρει με τη βάρκα κάποια πολύ ωραία λουλούδια να τα βάλω σε κιούπι. Εκείνος καθόταν στον καναπέ. Δεν φαινόταν καν. Ο Αλέξανδρος είχε ήδη σκοτωθεί και ο Αρίστος είχε αρχίσει να μαραζώνει. Ξαφνικά ανασηκώνεται από τον καναπέ και μου λέει: “Βαγγελιώ, κάνε μου έναν καφέ και έλα κάτσε δίπλα μου”. Του κάνω τον καφέ και με βάζει να καθίσω δίπλα του. Μου χαϊδεύει σαν πατέρας το κεφάλι και μου λέει: “Εγώ, Βαγγελιώ μου, θα κάνω ένα ταξίδι στην Αθήνα.
Εχω σκεφτεί κάτι για εσένα και θέλω να το σκεφτείς κι εσύ αυτό που θα σου πω: σκέψου ποιο παιδί θέλεις να παντρευτείς, είτε από το ‘Χριστίνα’ είτε από τον Σκορπιό είτε από το Νυδρί είτε από τη Λευκάδα. Εγώ θα είμαι ο κουμπάρος σου και θα σου δώσω σπίτι, βάρκα, αυτοκίνητο και θα φέρεις και όλους τους συγγενείς σου να δουλεύουν στον Σκορπιό και να κάθεστε εδώ πάνω στο νησί”. Δεν θα ξεχάσω πως άρχισα να κλαίω ασυναίσθητα για την τόση αγάπη που μου έδειξε. Του απάντησα ότι θα το σκεφτώ, γιατί ο πατέρας μου ήταν με εγκεφαλικό και θα ήταν δύσκολο να μείνει στον Σκορπιό. Την ημέρα που αναχώρησε για την Αθήνα ήρθε, με αγκάλιασε και με αποχαιρέτησε συγκινημένος λέγοντάς μου: “Βαγγελιώ μου, φεύγω και στον γυρισμό σκέψου όσα σού είπα για να τελειώσουμε με την εκκρεμότητα”.
Εκείνη ήταν και η τελευταία φορά που τον είδε. Ο Αρίστος έφυγε σχεδόν εξουθενωμένος από τον θάνατο του γιου του, με την αρρώστια του να τον έχει καταβάλει, κι έτσι δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του στη «θετή» του κόρη. Μετά τον θάνατό του η Βαγγελιώ ζήτησε να είναι εκείνη που θα ανάβει καθημερινά το καντήλι και θα είναι η επιστάτρια των τάφων του Αλέξανδρου και του ίδιου. «Πήγαινα κάθε μέρα βουρκωμένη και έπλενα τα μνήματα, άναβα τα καντήλια, έφτιαχνα τον κήπο, λιβάνιζα. Σαν να ζούσε εκείνος που μου φέρθηκε τόσο καλά».
Το τέλος της συζήτησής μας με την κυρία Ευαγγελία Φίλιππα δείχνει και το πως ένιωθε ο Ελληνας κροίσος μέσα του συναισθηματικά. «Ο Αρίστος δεν ήταν ευχαριστημένος από τη ζωή του, ούτε και ευτυχισμένος. Μου το είπε εμένα προσωπικά: “Θα ήθελα να ήμουν στη θέση σου, φτωχός, χωρίς να με ξέρει κανένας”».
Στην κηδεία του Αλέξανδρου η κυρία Ευαγγελία ήταν στον Σκορπιό και έζησε όλη την οδύνη της τραγωδίας. «Οταν έπεσε το αεροπλάνο με τον Αλέξανδρο μέσα, όλοι λέγαμε: “Το έφαγε το παλικάρι η Αμερικάνα”. Το άκουγες από όλους όσοι δούλευαν για τον Ωνάση. Για εμάς ήταν μαύρες εκείνες οι ημέρες, γιατί ήμασταν μέλη της οικογένειας αυτής. Επίσης ο Αλέξανδρος ήταν ένα γλυκύτατο πλάσμα, γεμάτο καλοσύνη. Οταν με πλησίασε ο Αρίστος την ημέρα της κηδείας, εγώ είχα χαμηλώσει το κεφάλι από θλίψη. Με χαϊδεύει στο κεφάλι και μου λέει: “Βαγγελιώ μου, από σήμερα είναι όλα μαύρα. Καράβια, πλούτη, είναι όλα μαύρα. Θα ήθελα να ήμουν όπως εσύ, χωρίς τίποτα στη ζωή”».
Κατά τη διάρκεια της πολύωρης συζήτησή μας η κυρία Ευαγγελία μάς αποκαλύπτει ακόμα ένα μυστικό από την κηδεία του Αλέξανδρου. «Στην κηδεία δεν είχαν έρθει πολλοί. Πολύ συγκεκριμένα άτομα, που ζήτησε ο Αρίστος να παρευρίσκονται. Κυρίως ο πολύ στενός οικογενειακός κύκλος. Την επόμενη μέρα κι ενώ η τελετή έχει πραγματοποιηθεί, μια συνάδελφος από τον Σκορπιό βρίσκει πάνω στο μνήμα ένα πολυσέλιδο ποίημα, έμμετρα γραμμένο. Το ποίημα αναφέρεται τόσο στο τραγικό συμβάν θανάτου του Αλέξανδρου όσο και στη ζωή του παιδιού που έφυγε τόσο νωρίς. Το είχε γράψει ένα από τα μέλη της οικογένειας. Και κάπως έτσι είναι η αρχή του τέλους για τη δυναστεία Ωνάση. Για να μην πεταχτεί, μου το έδωσε και μου είπε: “Εσένα σε αγαπούσε σαν κόρη του. Πάρ’ το και κράτησέ το”».
Το κιτρινισμένο γράμμα έχει ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 1973 και γράφει σε ορισμένες από τις αράδες του:
«Μέσα σε αυτή την όμορφη γλυκιά ζωή του κόσμου,
του ήλιου και του ουρανού, της φύσης και του πόνου.
Περνά ο κάθε άνθρωπος από αυτή την πλάση, χωρίς να ξέρει φυσικά η μοίρα τι του γράφει.
Αυτό μπορώ απλούστατα να σας το βεβαιώσω, και αληθές παράδειγμα κρατώ να σας το δώσω.
Ακούστε με υπομονή, με προσοχή με τάξη, με ενδιαφέρον, προσοχή, με πόνο, με αγάπη. Μια φοβερή και θλιβερή μεγάλη τραγωδία, έγινε στις είκοσι δύο του εβδομήντα τρία».