Σε ένα μικρό καφενεδάκι στο Νυδρί, απέναντι από το λιμάνι και το άγαλμα του Αριστοτέλη Ωνάση, συναντήσαμε και τον 85χρονο Νικόλαο Γαζή.
Από τον Νίκο Νικόλιζα
Έναν υπέροχο γέροντα με μνήμη… ελέφαντα και βαριά προφορά από τα μέρη της Λευκάδας. Σε αυτό το παραδοσιακό καφενεδάκι, καθημερινά, πρωί και απόγευμα, δίνουν ραντεβού οι τελευταίοι εναπομείναντες ηλικιωμένοι της πρώτης γενιάς που κατοίκησαν εκεί. «Εγώ στον Σκορπιό μπήκα από τους πρώτους και άρχισα να στέλνω κρέατα.
Διαβάστε επίσης: Αυτή είναι η «θετή» κόρη του Αριστοτέλη Ωνάση
Ήμουν, ας πούμε, ο χασάπης του Σκορπιού» λέει γελώντας και αρχίζει να εξιστορεί τη μοναδική ιστορία του δίπλα στον Έλληνα κροίσο και στα άλλα μέλη της οικογένειας. Καλοδιατηρημένος, ο κυρ Νικόλαος, όπως του αρέσει να τον φωνάζουν, δεν σταματάει να εξιστορεί γεγονότα από το θρυλικό νησί, αλλά και από τη θαλαμηγό «Χριστίνα».
Διαβάστε επίσης: «Χρειάστηκε να ανοίξουμε τον τάφο του Αλέξανδρου γιατί έμπαζε από κάπου νερά. Και αυτό που αντικρίσαμε ήταν κάτι που δεν μου φεύγει από το μυαλό»
«Το μόνο που θα σας παρακαλέσω είναι να μη μου βάλετε ημερομηνίες, γιατί δεν θυμάμαι τίποτα» μας λέει και αρχίζει την εξιστόρησή του. «Στον Σκορπιό ανέβαινα τρεις φορές την εβδομάδα. Πήγαινα και έσφαζα τα ζωντανά που είχε στους στάβλους, κυρίως μοσχάρια και γουρούνια. Το προσωπικό ήταν τεράστιο, τόσο στο νησί, όπου δούλευαν στην αρχή 50 άτομα, όσο και στη θαλαμηγό, όπου δούλευαν άλλα τόσα. Αρα, 100 άτομα έπρεπε να έχουν τα πάντα. Και ο Ωνάσης τούς τα παρείχε» λέει με περηφάνια για τον άνθρωπο που γνώρισε καλά και στο τέλος έγιναν και πολύ καλοί φίλοι.
«Όταν πρωτοήρθε στο Νυδρί είχε πάει και έπαιρνε κρέατα από άλλο κρεοπωλείο. Και αυτό δεν μπορούσα να το χωνέψω. Έτσι, έβαλα τα δυνατά μου και τον γνώρισα, και εκείνος με επέλεξε και ψώνιζε από εμένα. Έπειτα, όταν έβαλε τα δικά του ζώα, στην παραλία που έκανε μπάνιο η Τζάκι, αρχικά ο Αρίστος είχε χοιροστάσιο. Και το κατάργησε για χάρη της Τζάκι. Αυτά τα ζώα προμήθευαν κρέας τον Σκορπιό και το “Χριστίνα”, που είχε προσωπικό 52 ατόμων.
Διαβάστε επίσης: Συγκλονιστικό – Το ποίημα στον τάφο του Αλέξανδρου Ωνάση
Και στις χαρές του και τις λύπες του, ήμουν εγώ που με είχε επιλέξει για να κερνάω τον κόσμο κρασί ή ουίσκι. Θυμάμαι, τότε, το ουίσκι ήταν δυσεύρετο και όσοι έρχονταν να κεραστούν έπαιρναν και από ένα μπουκάλι» λέει ο 85χρονος κυρ Νικόλας και συνεχίζει: «Τότε ο κόσμος εδώ ήταν πεινασμένος. Θυμάμαι, όταν έσφαζα τα μοσχάρια, όλοι ήθελαν να πάρουν και από ένα κομμάτι τσάμπα. Είχα συνεννοηθεί λοιπόν με τον αρμόδιο της ασφάλειας να μην κάνουν έλεγχο και όλοι έπαιρναν και από ένα κομμάτι λαθραίο κρέας».
Τα χρόνια του 1960, η Ελλάδα είχε ξεκινήσει να ορθοποδεί από τον πόλεμο του 1940. Όμως η πείνα σε πολλά μέρη της επαρχίας ήταν ακόμα ορατή. Στο Νυδρί οι λιγοστοί κάτοικοι που υπήρχαν τότε προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να σταθούν στα πόδια τους. Μάλιστα, με όποιον έπιανε δουλειά είτε στον Σκορπιό είτε στη θαλαμηγό «Χριστίνα» προσπαθούσαν να βρουν «άκρη» για να χωθούν στις επιχειρήσεις του Ελληνα κροίσου. «Κάθε εβδομάδα έσφαζα ένα μοσχάρι, έσφαζα γουρούνια και του έφερνα και εγώ κρέατα από το εξωτερικό. Θυμάμαι, ο Σκορπιός είχε φτάσει να έχει 305 άτομα προσωπικό. Σε καθέναν από το προσωπικό που αγαπούσε έδινε κούτες τσιγάρα, μπουκάλια ουίσκι. Ηταν πολύ γαλαντόμος με εμάς τους εργάτες του».
Διαβάστε επίσης: «Βόμβες» από τη «σκιά» του Αριστοτέλη Ωνάση
Με τον κυρ Νικόλα πηγαίνουμε στην παραλία του Νυδρίου. Μας δείχνει το σημείο από το οποίο έφευγαν οι βάρκες για τον Σκορπιό, ο οποίος μόλις το 1963 άρχισε να παίρνει ζωή, χάρη στην αγάπη του Ωνάση και των κατοίκων που δούλευαν στα έργα.
Και ενώ η συζήτηση προχωράει για την καθημερινότητα στον Σκορπιό και το «Χριστίνα», ο κ. Γαζής θυμάται πώς ήρθε η Τζάκι στον Σκορπιό. «Ξεφόρτωνα κρέατα στο “Χριστίνα”. Και, καθώς καθόμαστε με το προσωπικό για τσιγάρο, τους ρώτησα για την Τζάκι. Πετάγεται ένας από τους γαλονάτους και μου λέει: “Νικόλα, αράξαμε με τη θαλαμηγό, ανέβηκε πάνω η χήρα και σχεδόν την κλέψαμε από την Αμερική”. Όπως κατάλαβα εκ των υστέρων από αυτά που λέγαμε, μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου είχε μετανιώσει για όλη αυτή την ιστορία με την Τζάκι. Θυμάμαι να λέει “δεν έπρεπε να το κάνω”. Επίσης, την πρώτη φορά ήρθε το αεροπλάνο να πάρει τον Αλέξανδρο και έπεσε στη θάλασσα, με τους Κουρήδες να βρίσκουν φρικτό θάνατο. Και αυτοί οι πιλότοι ήταν οι καλύτεροι στον κόσμο».
Ο κυρ Νίκος θυμάται ότι ο Ωνάσης για τους εργάτες του ήταν ο πιο «λεβέντης» αφεντικό. «Όταν κατέβαινε στο Νυδρί και το όργωνε με τα πόδια απ’ άκρη σ’ άκρη, θυμάμαι που μου έλεγε συνέχεια: “Νικόλα, έλα να πάρεις λεφτά, να φτιάξεις το μαγαζί σου”. Ετσι έκανε με όλους τους απλούς ανθρώπους. Ηθελε να μας βλέπει χαρούμενους. Και όταν εγώ αρνιόμουν, μου πέταγε την ατάκα: “Μη νομίζεις ότι θέλω τόκους. Δεν θέλω τόκους από σένα”».
Θυμάται, όπως λέει, και τη Χριστίνα να είναι πολλές φορές σκιά του εαυτού της. «Δεν θα ξεχάσω που ερχόταν στο Νυδρί και πήγαινε σε ένα χρυσοχοείο. Επαιρνε ό,τι χρυσαφικό ήθελε και μετά καθόταν στα πεζοδρόμια σαν αποχαυνωμένη. Πάντα ήταν σε κακή κατάσταση. Έκλαιγε συνεχώς και έλεγε κουβέντες αλλοπρόσαλλες. Και παίρναμε τηλέφωνο και έρχονταν και την έπαιρναν από τον Σκορπιό. Ενα ερείπιο, που βλέπαμε ότι δεν θα έχει καλό τέλος έτσι όπως πορευόταν…».
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ο Νικόλαος Γαζής θυμάται πως, όταν κάποιος κάτοικος απαιτούσε από τον Ωνάση πράγματα, εκείνος με αυστηρό ύφος τον παρότρυνε να μιλήσει στους αρμοδίους των επιχειρήσεών του. «“Από μένα, αν θες να σου δώσω ένα βαρκάκι να ψαρεύεις, πολύ ευχαρίστως. Τα υπόλοιπα θα τα συζητήσεις με τους υφισταμένους” τους έλεγε και τους έκοβε πολλές φορές τα φτερά».
Λίγο πριν φτάσουμε στο τέλος της συζήτησης, ζητάμε από τον κυρ Νίκο να μας πει τι άρεσε στον Αρίστο να τρώει. «Συνήθως παράγγελνα μοσχάρι γάλακτος από τη Γαλλία, αλλά και όσπρια. Θυμάμαι, μια φορά, έφερα δύο μοσχάρια και, μέχρι να μου τα φέρουν από το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, εκείνος άρχισε να γκρινιάζει. Μου λέει: “Φάε τα εσύ, είναι δικά σου”. Και μου έμεναν κάθε τόσο τα μοσχάρια του εξωτερικού και τα μοιραζόμασταν όλοι στο Νυδρί.
Γενικά, Ωνάσης δεν θα ξαναγεννηθεί. Δυστυχώς, όταν πρωτοήρθε στον τόπο μας, ο πρόεδρος του Νυδρίου δεν τον καλοδέχτηκε. Του έκανε πολλά και παραλίγο να φύγει από τις αντιξοότητες που αντιμετώπισε. Το Νυδρί, αν υπάρχει, υπάρχει χάρη στη φήμη του Αρίστου. Αυτός μας τρέφει ακόμα με την υστεροφημία που άφησε. Αν ζούσε εκείνος ή η Χριστίνα, είμαι βέβαιος πως εδώ θα ήμασταν σαν τη Νίκαια της Γαλλίας».