«Ο πατέρας μου έκοψε τον λαιμό του μπροστά στα μάτια μου… Είχε απλώσει ένα λευκό σεντόνι μπροστά από το τζάκι και αποφάσισε να δώσει έτσι τέλος στη ζωή του, με τον πιο φρικιαστικό τρόπο… Η Μπέττυ Λιβανού ήταν εκείνη που έτρεξε αμέσως στο σπίτι μας…» Με αυτές τις συγκλονιστικές φράσεις, ο «Πικάσο των Ελλήνων διασήμων» Νίκος Ζαχόπουλος, ύστερα από έναν μακροχρόνιο αγώνα που δίνει με τη βαριά κατάθλιψη, αποφάσισε να σπάσει την πολύχρονη σιωπή του και να μιλήσει στην «Espresso» για τις πιο σκοτεινές σελίδες της ζωής του.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
«Θέλω να περάσω το μήνυμα της αισιοδοξίας. Να δείξω σε όλους τι κρυφές δυνάμεις έχουμε μέσα μας και πώς από το βαθύ σκοτάδι μπορούμε να βγούμε στον ήλιο και στο φως» λέει συγκινημένος στην πολύωρη συζήτησή μας. Θυμάται την τεράστια υποστήριξη της Ρένας Βλαχοπούλου όταν της είπε -νεαρός ακόμη- ότι ο πατέρας του λόγω της ψυχασθένειας που είχε πήγε να τον σκοτώσει, ενώ η Ζωζώ Σαπουντζάκη όταν έμαθε όσα βίωνε η οικογένεια μέσα στο σπίτι, θέλησε να τον βοηθήσει παίρνοντάς τον από το χέρι για να τον περάσει στην… απέναντι όχθη. Εκείνη της αισιοδοξίας.
Διακρίσεις
Η ιστορία του Νίκου Ζαχόπουλου μετράει φέτος 40 ολόκληρα χρόνια, ζωγραφικής, προσωπογραφιών και μιας σπουδαίας πορείας που στο εξωτερικό θα γέμιζε περιοδικά και εφημερίδες. Σεμνός, έχοντας στις «βαλίτσες» του περγαμηνές από μεγάλους ζωγράφους, από ηθοποιούς, τραγουδιστές και πολιτικούς που τους ζωγράφισε με μοναδική μαεστρία, ο σπουδαίος ζωγράφος ευτύχισε να γίνει επιστήθιος φίλος με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Ρένα Βλαχοπούλου και τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, και να κάνει μεγάλες εκθέσεις στην Αθήνα τη δεκαετία του 1990 και του 2000, έχοντας δίπλα του ως υποστηρικτές όλα τα ιερά τέρατα της τέχνης. Κάπου εκεί, στις αρχές του 2000, η φήμη του εκτοξεύτηκε όταν η Σεμίνα Διγενή τού έδωσε την ευκαιρία να κάνει σε κάθε εκπομπή της στο «Κοίτα τι έκανες» την προσωπογραφία του τιμώμενου προσώπου που είχε καλεσμένο στην εκπομπή της. Αλέκος Αλεξανδράκης, Νόνικα Γαληνέα, Καίτη Γκρέυ, Στέλιος Καζαντζίδης, Γιάννης Πάριος, Νίκος Ξανθόπουλος, Γιώτα Λύδια και πλήθος άλλων καλλιτεχνών πέρασαν από τα χέρια του Ελληνα ζωγράφου.
Οι συνεντεύξεις του και η έκθεσή του στα φώτα της δημοσιότητας μετρημένες, καθώς ο ίδιος απέφευγε να δίνει λεπτομέρειες για την προσωπική ζωή του. Ωσπου το πλήρωμα του χρόνου ήρθε και ο ίδιος με τη σημερινή κατάθεση ψυχής ανοίγει την καρδιά του στην «Espresso» και αποκαλύπτει τις πιο σκοτεινές πτυχές της απίστευτης ζωής του. Ενα σπίτι στο Κορωπί που για εκείνον και την ταλαιπωρημένη μάνα του είχε γίνει κολαστήριο.
«Δεν ήξερα καν ότι έχω κατάθλιψη. Διάβασα πολλά βιβλία αυτοδιάθεσης για να μπορέσω να βρω το πρόβλημά μου. Κατάλαβα αυτό που έχω από τα συμπτώματα που μου είχαν προκαλέσει. Είχα κλειστεί στον εαυτό μου, δεν ήθελα να κυκλοφορώ, να βλέπω δικούς μου ανθρώπους, να χαμογελάω. Ομως για μένα το μεγαλύτερο φάρμακο είναι η θέλησή μου για ζωή. Είμαι άνθρωπος που δεν παραιτείται. Αγωνίζομαι» λέει συγκινημένος αρχίζοντας την αφήγησή του για όσα βίωνε αυτά τα χρόνια.
«Στην προσπάθειά μου να ξεπεράσω το πρόβλημα με τον πατέρα μου, που αυτοκτόνησε πριν από περίπου δέκα χρόνια, έκανα τεράστια προσωπική προσπάθεια. Δεν ήθελα να είμαι με ψυχοφάρμακα προκειμένου να ξεπεράσω τις φρικιαστικές εικόνες που έζησα στο σπίτι μας. Θέλησα από την αρχή να πάρω μόνος μου δραστικά μέτρα, όσο δύσκολα κι επίπονα κι αν ήταν. Θυμάμαι έβλεπα μαχαίρια και αρρώσταινα. Εβλεπα εικόνες που τις συνδύαζα με την αυτοκτονία του πατέρα μου, και πίστευα θα μου συμβεί κι εμένα. Για χρόνια δεν μπορούσα να περάσω μπροστά από κρεοπωλείο, να βλέπω αίματα ή κρέατα» λέει χαρακτηριστικά γυρνώνας πίσω τον χρόνο.
Ο ίδιος με τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις του γυρνά πίσω τον χρόνο, ξετυλίγοντας τον κόκκινο κύκλο του αίματος: «Ο πατέρας μου έπασχε από σοβαρή ψυχασθένεια. Εμείς ως οικογένεια (αυτό που βίωνε ο πατέρας μου ήταν ιστορία 40 ετών) τα πρώτα χρόνια δεν το γνωρίζαμε. Δεν το ξέραμε. Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος τρομερά γλυκός, τρομερά καλός άνθρωπος. Είχε μέσα του καλοσύνη για όλο τον κόσμο. Ισως τα προβλήματα που ένιωθε και τον πίεζαν του προκάλεσαν την ψυχασθένεια. Η ψυχασθένεια δεν δημιουργείται ξαφνικά. Είναι μακροχρόνια, γι’ αυτό και είναι πολύ δύσκολο να τη διακρίνεις. Είχε πολλές ηθικές αξίες παρ’ όλα τα δεινά που πέρασα, ήταν και είναι πάντα στο μυαλό μου ένας γλυκύτατος άνθρωπος» λέει ο σπουδαίος ζωγράφος με δάκρυα στα μάτια.
Η επόμενη ερώτησή μας ακουμπάει στη δική του απάντηση, για το τι πέρασε σε εκείνο το σπίτι στο Κορωπί, όπου έμεναν όλοι μαζί. «Ο πατέρας μου έβλεπε όλο τον κόσμο με καχυποψία και σαν εχθρό του. Ακόμα και εμάς, την οικογένειά του. Και εκεί αρχίσαμε να σκεφτόμαστε ότι κάτι δεν πάει καλά. Οσο περνούσαν τα χρόνια κάποιες στιγμές, παρόλο που με αγαπούσε πάρα πολύ, είχε αποπειραθεί να με χτυπήσει και να με σκοτώσει. Αυτός ήταν και ο λόγος που έφυγα από το σπίτι μαζί με τη μητέρα μου, έπειτα από παρότρυνση των γιατρών. Προσπαθούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας. Για μένα ήταν πολύ θετικό ότι είχα σύμμαχό τη ζωγραφική. Εκανα όνειρα να γίνω ένας διάσημος προσωπογράφος. Και σε αυτόν τον τομέα με βοήθησε η Ρένα Βλαχοπούλου, η οποία όταν την εμπιστεύτηκα σαν δεύτερη μάνα μου, της είπα το πρόβλημά μου, μου συμπαραστάθηκε όσο κανείς άλλος. Σε πολλές δύσκολες στιγμές η Ρένα ήταν εκείνη που στάθηκε βράχος. Στην πρώτη μου σοβαρή σχέση, όταν πήγα να ζητήσω την κοπέλα σε γάμο, η Ρένα μού είπε: “Μη στεναχωριέσαι, εγώ είμαι εδώ. Εγώ θα έρθω και θα τη ζητήσουμε μαζί αυτήν που αγαπάς”. Θυμάμαι ο άντρας της Ρένας, ο Γιώργος Λαφαζάνης, ήρθε στη μητέρα της κοπέλας που αγαπούσα και της είπε: “Σας εγγυόμαστε εγώ και η Ρένα ότι ο Νίκος είναι το καλύτερο παιδί”».
Δάκρυα
Τα μάτια του Νίκου Ζαχόπουλου είναι συνεχώς υγρά. Το βλέμμα του κοιτάζει στο κενό, λες και ξαναζεί τα γεγονότα. «Από το σπίτι όπου ήταν ο πατέρας μου είχαμε φύγει πολλά χρόνια. Πηγαίναμε, ωστόσο, καθημερινά και τον φροντίζαμε, του πηγαίναμε το φαγητό του, παρόλο που οι κοινωνικοί λειτουργοί μάς έλεγαν πως είναι πάρα πολύ επικίνδυνο αυτό που κάναμε. Και όντως ήταν επικίνδυνο, αφού υπήρξε στιγμή που χύμηξε να με πνίξει. Και θυμάμαι έφυγα έντρομος από το σπίτι, με αποτέλεσμα να κάνω μετωπική με άλλο αυτοκίνητο στη λεωφόρο Κορωπίου. Ολες αυτές τις καταστάσεις δεν ήταν εύκολο να τις ξεπεράσω. Γι’ αυτό και η τρομερή εσωτερική πίεση που δέχτηκα μου δημιούργησε πολλά αυτοάνοσα, τα οποία κουβαλάω μέχρι σήμερα» λέει ο Νίκος Ζαχόπουλος και μας δείχνει τις πρώτες τους προσωπογραφίες, οι οποίες είναι λουσμένες με φως.
«Μέσα σε όλα αυτά τα σκοτάδια που βίωνα, έψαχνα πάντα το φως. Αυτό φαίνεται και σε όλα μου τα έργα. Το κίτρινο χρώμα που κυριαρχεί, το φόντο που έχουν οι πίνακές μου». Τον σταματάμε απότομα. Του ζητάμε να μας περιγράψει τη στιγμή της αυτοκτονίας του πατέρα του. Σταματάει για λίγο την κουβέντα. Παίρνει βαθιά ανάσα. Οι κουβέντες του βγαίνουν από το στόμα του, σαν να ζει ξανά τις στιγμές εκείνες: «Κάποια μέρα έρχομαι στο σπίτι για να του φέρω τρόφιμα. Εξω κάνει πολλή ζέστη. Μπροστά στο τζάκι βλέπω κάποια σεντόνια στρωμένα. Πίστεψα ότι λόγω του καιρού θα ζεστάθηκε. Μπαίνω μέσα, κάνω μια κουβέντα μαζί του και αρχίζει να μου λέει: “παιδί μου, είμαι εγώ η αιτία που έχεις προβλήματα στη ζωή σου”. Του απάντησα ότι δεν είναι αυτός η αιτία και μου ανταπαντά: “παιδί μου, υποφέρεις εξαιτίας μου”. Του απάντησα και πάλι ότι δεν είναι αυτός η αιτία και ότι έχω μάθει στη ζωή μου να πολεμάω, και ότι εκείνος βάζει το κεφάλι κάτω και δεν θέλει να πολεμήσει.
Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια μας. Φεύγει θυμωμένος και εγώ τακτοποιώ κάποια πράγματα στο ψυγείο. Και όπως κάνω να μπω στο σαλόνι, τον βλέπω να κόβει εκείνη την ώρα τον λαιμό του ξαπλωμένος στα σεντόνια. Τρελάθηκα. Ημουν σε σοκ. Πήγα να τηλεφωνήσω στο ΕΚΑΒ και δεν έχω μπαταρία στο κινητό. Βγαίνω έξω ουρλιάζοντας μέσα στα χωράφια, καλώντας σε βοήθεια. Από εκεί και πέρα τρέξανε οι γείτονες και είδαν μια λίμνη αίματος. Θυμάμαι από τους πρώτους που ήρθαν ήταν η Μπέττυ Λιβανού, που έσπευσε να με βοηθήσει. Μέσα στο σοκ μου θυμάμαι που φώναζα “δεν θέλω να το ξαναδώ αυτό το σπίτι. Θέλω να καεί”».
Συναισθηματική φόρτιση
Η ανάσα του Νίκου Ζαχόπουλου βγαίνει με δυσκολία. Λες και ξαναζεί το έγκλημα. Τον ηρεμούμε. «Πολύ αργότερα σκέφτηκα πως αντί να με κυνηγούν οι φόβοι θα έπρεπε εγώ να κυνηγήσω τους φόβους μου. Ετσι, πήρα ένα σεντόνι, το έβαλα μπροστά από το τζάκι, εκεί όπου είχε αυτοκτονήσει ο πατέρας μου, άπλωσα όλα τα μαχαίρια του σπιτιού και προσπάθησα να κοιμηθώ εκεί. Για κακή μου τύχη, εκείνο το βράδυ έτυχε να έχει τρομερή κακοκαιρία και η κατάσταση για εμένα έγινε ακόμα χειρότερη. Παρ’ όλ’ αυτά το πάλεψα και το νίκησα. Και είπα ότι θα μετατρέψω αυτό το σπίτι με τους εφιάλτες σε έναν χώρο τέχνης.
Σ’ έναν χώρο όπου θα μπορούν να έρχονται παιδιά να μαθαίνουν ζωγραφική, που θα παρουσιάζονται εκθέσεις και θα έχει μόνο θετική αύρα. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη νίκη της ζωής μου» λέει, ενώ, βάζοντας στο κεφάλι ένα κίτρινο καπέλο, που συμβολίζει το φως και την αισιοδοξία, προσπαθεί να μας δώσει και το νόημα αυτής της συνέντευξης. «Μέσα στην ατυχία μου και όσα έχουν συμβεί νιώθω τυχερός, γιατί ανακάλυψα τη δύναμη που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Η εσωτερική δύναμη που έχει ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει απίστευτα πράγματα».
Τον ρωτάμε αν αυτή την ιστορία την ήξερε κάποιος από τους διάσημους φίλους του που έχει ζωγραφίσει: «Ολοκληρωμένη αυτή την ιστορία την ήξερε η Ζωζώ και η Μπέττυ Λιβανού, που μου στάθηκε από το πρώτο λεπτό. Η Ζωζώ για μένα ήταν και ο δρόμος για να μπορέσω να βρω τη λύτρωση και να μετατρέψω τον εφιάλτη της προσωπικής μου ζωής σε αισιοδοξία για τη μετέπειτα πορεία στη ζωή. Η Ζωζώ με δίδαξε να βλέπω το φως και όχι το σκοτάδι. Οταν έχασε το σπίτι της στην Κινέτα από την πυρκαγιά, το μόνο που είπε ήταν: “κάποτε αυτό το σπίτι ήταν γεμάτο δέντρα. Τα δέντρα κάηκαν και πλέον βλέπεις το πανέμορφο ηλιοβασίλεμα”. Η Ζωζώ και η Ρένα για μένα υπήρξαν παραδείγματα στήριξης, αισιοδοξίας και αξιοπρέπειας. Πάνω σε αυτές ακούμπησα και μπόρεσα να σταθώ ξανά στα πόδια μου».