«O Mάνος πέρασε πολλά βασανιστήρια στη Μακρόνησο. Τον είχαν βάλει μέχρι και σε σακιά με εξαγριωμένα γατιά, τα οποία του είχαν σκίσει με τα νύχια τους όλο το δέρμα. Τα τραύματα τα είδα με τα μάτια μου… Είχα τα πάντα στη ζωή μου, μέχρι και δικό μου θέατρο.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Η αρρώστια και ο θάνατος της κόρης μου με έκαναν να τα χάσω όλα και να βρίσκομαι πια στα 81 χρόνια μου φιλοξενούμενος στο “Σπίτι του ηθοποιού”… Επαιξα στον “Καπετάν Μιχάλη” ύστερα από 60 ολόκληρα χρόνια, ξανά. Για μένα αυτό ήταν ευλογία».
Aυτά είναι μερικά από τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του Κρητικού ηθοποιού Γιάννη Συλιγνάκη, ενός διαμαντιού του ελληνικού θεάτρου, συνεργάτη και «μαθητή» του τεράστιου Μάνου Κατράκη! Ο σπουδαίος ηθοποιός, που ήταν και ο υποβολέας του τεράστιου Κατράκη, κάθεται υπομονετικά απέναντί μας, στο «Σπίτι του ηθοποιού», μέχρι να αρχίσει η συνέντευξη. Ευγενής, με μια κοψιά από άλλη εποχή, μας μιλάει στον πληθυντικό.
Η Αννα Φόνσου μάς είχε κάνει ιδιαίτερες συστάσεις γι’ αυτόν τον σπουδαίο και λόγιο ηθοποιό, ο οποίος ευτύχησε να παίξει με τεράστια ονόματα καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. «Είναι πολύ σπουδαίος, είναι αφανής ήρωας του θεάτρου και τέρας μορφώσεως επί παντός επιστητού». Αφορμή γι’ αυτή τη σπουδαία συνέντευξή μας στάθηκε ο ρόλος του κυρίου Συλιγνάκη σε ηλικία 81 ετών στην ταινία «Καπετάν Μιχάλης» που παίζεται στους κινηματογράφους. Είναι ο ίδιος ηθοποιός που πριν από εξήντα χρόνια, νεαρός τότε, είχε ξαναπαίξει στον «Καπετάν Μιχάλη».
Σχεδόν 3,5 ώρες διήρκεσε η συνέντευξή μας. Κάθε αναφορά του πάνω στα θεατρικά δρώμενα σε καθηλώνει. Θυμάται τα πάντα, έχει διαβάσει τα πάντα σε σχέση με το θέατρο και την ιστορία του, και πολλοί θα αναρωτηθούν: Γιατί από το πλευρό του Μάνου Κατράκη βρέθηκε φιλοξενούμενος στο Σπίτι του Ηθοποιού; Οι απαντήσεις και όσα λέει σε μια σπάνια συνέντευξή του παρακαταθήκη, μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από την πλοκή ενός θεατρικό έργου που θα αφορούσε την ίδια του τη ζωή…
«Ο Κατράκης ήθελε να σφάξει έναν μανιακό δολοφόνο»!
Κύριε Συλιγνάκη, τελικά είναι αλήθεια αυτό που μου είπαν για εσάς, «αφανής ήρωας»; Πού γεννηθήκατε;
Είμαι Κρητικός στην καταγωγή. Από τη Σητεία, την πατρίδα του Βιτσέντζου Κορνάρου, του μεγάλου αυτού αναγεννησιακού συγγραφέα που έγραψε τον περίφημο «Ερωτόκριτο».
Η οικογένειά σας;
Καμιά σχέση με τα θεατρικά. Ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης και η μητέρα μου μια αναλφάβητη νοικοκυρά, η οποία όμως ήξερε όλα τα δημοτικά τραγούδια απέξω. Ετυχε ο πατέρας μου να είναι ο τελευταίος παραμυθάς της Κρήτης. Και τι ήταν ο παραμυθάς εκείνα τα χρόνια; Δημιουργούσε ιστορίες μέσα από την πραγματικότητα, αλλά με αφήγηση σαν παραμυθιού. Ο πατέρας μου, λοιπόν, σκάρωνε παραμύθια. Κι εγώ τον άκουγα στα καφενεία και στους δρόμους να αφηγείται παραμύθια. Τις ημέρες που ήταν στο τσαγκαράδικο σκεφτόταν τι θα πει στον κόσμο που περίμενε να ακούσει το παραμύθι του. Συνήθως πήγαινε να πει το παραμύθι του σε ένα συγκεκριμένο καφενείο, το οποίο είχε ξύλινο πάτωμα και μια μικρή σκηνούλα για να αφηγηθεί. Το καφενείο γέμιζε ασφυκτικά για να ακούσουν τον πατέρα μου. Κάπως έτσι, νομίζω, μου μπήκε το μικρόβιο του θεάτρου. Ποτέ όμως δεν είχε αφήσει τη δουλειά του τσαγκάρη. Φόρτωνε στην πλάτη την πραμάτεια του και πήγαινε από χωριό σε χωριό, χιλιόμετρα μακριά, για να πουλήσει.
Πότε καταλάβατε ότι θα γίνετε ηθοποιός;
Ημουν στη γ’ γυμνασίου, όταν κατάλαβα ότι κάποια διεργασία γίνεται μέσα μου. Ενα πρωί αισθάνθηκα την ανάγκη να πω ότι μου αρέσει να γίνω ηθοποιός και θέλω να σπουδάσω. Εκείνη την εποχή όμως δεν μπορούσες να πεις τις λέξεις «θεατρίνος» και «ηθοποιός». Το είχα πει μόνο στην αδερφή μου, η οποία είχε αρχίσει να προετοιμάζει το έδαφος. Κάναμε και μια σχολική παράσταση, τον «Ορκο του πεθαμένου», και έδεσε όλο αυτό.
Ποιους είχατε καθηγητές στη σχολή υποκριτικής;
Τον Θεοδοσιάδη, τον Κροντηρά, τον Γρηγορίου, τον Τζόγια, την Χατζηαργύρη, τον Κωτσόπουλο. Ολα τα ιερά τέρατα!
Πότε γνωριστήκατε με τον Μάνο Κατράκη;
Με τον Κατράκη έχω συνεργαστεί στον «Πατούχα», στον «Καπετάν Μιχάλη», και στα δύο ανεβάσματα, και σε πολλά άλλα. Ημουν σε όλες τις πρόβες των έργων του. Η καλύτερη παιδεία είναι όταν στήνεται ένα έργο. Εκεί μαθαίνεις το θέατρο, πάνω στη σκηνή. Κι εγώ όλα τα έμαθα στις πρόβες. Η σχολή είναι καλή για να σου δώσει ορισμένους κανόνες από την πλευρά της επιστήμης.
Πώς ήταν ως δάσκαλος ο Κατράκης;
Καταπληκτικός. Θυμάμαι, στον «Καπετάν Μιχάλη» που ανεβάσαμε το ’66 υπήρχε ένα συγκλονιστικό απόσπασμα μεταξύ του Νουρίμπεη και του καπετάν Μιχάλη. Είχε καταφέρει να κάνει τον κόσμο να κλαίει. Πρώτη φορά τον καπετάν Μιχάλη τον έπαιξε ο Χατζίσκος. Δεν είχε όμως το χνώτο και την ερμηνεία του Κατράκη. Ο Κατράκης γέμιζε το Αλσος κάθε μέρα και οι ουρές περίμεναν απέξω για μια θέση. Ο Κατράκης είχε πιάσει το λαϊκό αίσθημα!
Ως άνθρωπος;
Ο πιο απλός άνθρωπος που θα μπορούσες να γνωρίσεις. Καταρχάς ήταν ευγενικός άνθρωπος. Και τον αδύναμο τον υποστήριζε πάντα. Επίσης, δεν ήθελε να φοβάται κανείς. Ηταν λεβεντάνθρωπος. Ενα παράδειγμα: Είχε πάει με το Εθνικό Θέατρο στην Αίγυπτο για παραστάσεις. Τους είπαν, λοιπόν, οι αστυνομικοί να μην κάνουν βόλτες στους δρόμους, γιατί εκείνο τον καιρό ήταν ένας δολοφόνος που γυρνούσε και έσφαζε. Ξέρεις τι έκανε ο Κατράκης; Μόλις τέλειωνε η παράσταση, έπαιρνε ένα μαχαίρι και μέχρι να ξημερώσει περιφερόταν στο Κάιρο για να βρει τον δολοφόνο και να τον σφάξει. Τέτοια λεβεντιά! Θα σου αναφέρω ακόμα ένα περιστατικό: Κάνουμε πρόβες στον «Βασιλιά Ληρ» στον λόφο που βρίσκεται πίσω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ο Μάνος είχε ένα σπορ αυτοκίνητο κάμπριο, με κουκούλα. Είμαστε μέσα στο αυτοκίνητο, οδηγός ο Μάνος, εγώ, η Ρένα Βενιέρη, η Δάφνη Σκούρα και κάποιοι άλλοι. Οπως είμαστε στον δρόμο στην κατηφόρα, ένας ταξιτζής νεαρός, μάγκας, μας προσπερνάει και λέει του Κατράκη: «Ρε γέρο, τι το θες το αμάξι;» Στο φανάρι που είναι κόκκινο κατεβαίνει ο Κατράκης από το αμάξι και του λέει: «Εμένα είπες γέρο, ρε λεβεντόπαιδο;» Του ανοίγει την πόρτα ο Μάνος, τον τραβάει από μέσα και τον σηκώνει από τους γιακάδες μισό μέτρο από το έδαφος. Τον ξαπλώνει πάνω στο καπό και του δίνει δυο μπάτσους που κόντεψε να τον σκοτώσει. Και λέει του ταξιτζή: «Τώρα ζήτα συγγνώμη και από τις κυρίες». Και μια και μιλάμε για τον Μάνο, του είχε δώσει κάποτε ο δήμαρχος του Πειραιά Σκυλίτσης το θέατρο. Και αποφασίζει ο Κατράκης να ανεβάσει τον «Βασιλιά Ληρ». Ομως ο Μάνος πάντα ζούσε κάτω από τη σκιά του Βεάκη σε αυτό το έργο. Μας έλεγε: «Εχω βραχνά και τον έχω πάνω από το κεφάλι μου συνέχεια».
Ηταν τόσο παθιασμένος με τον τζόγο ο Μάνος;
Ευτυχώς, ο Κατράκης δεν χάλασε τον χαρακτήρα του από το πάθος του αυτό. Γιατί είχε μια σπουδαία παρακαταθήκη πίσω του! Θα μπορούσα να μιλάω μέρες ολόκληρες για όσα έζησα με τον Μάνο. Ηταν ένας ογκόλιθος και αυτό τα λέει όλα!
Πέθανε στην ψάθα, παρότι έπαιξε σε τεράστιες θεατρικές και κινηματογραφικές παραγωγές…
Δεν ήταν στην ψάθα. Ηταν αξιοπρεπής ως το τέλος του. Τα λεφτά που έβγαλε από τον «Βυθό», από την «Καλοκαιρινή ιστορία» με την Λαμπέτη και από το «Ντα», όλα αυτά τα χρήματα τα μοίρασε σε φτωχούς, σε άπορους συναδέλφους του.
Με ποιους άλλους έχετε δουλέψει εκτός από τον Κατράκη;
Με τη Δέσπω Διαμαντίδου, με τον Θανάση Βέγγο, τη Ζωή Λάσκαρη, τον Σταύρο Παράβα, την Μπέττυ Βαλάση, τον Λευτέρη Βουρνά, την Ελσα Βεργή, την Κάρμεν Ρουγγέρη και με πολλούς άλλους αξιόλογους συναδέλφους.
Και από τον «Καπετάν Μιχάλη» του 1966 με τον Κατράκη, στον κινηματογραφικό «Καπετάν Μιχάλη» του 2023. Πώς συνέβη;
Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έδινα ραντεβού με τον Σήφακα του «Καπετάν Μιχάλη». Μου λένε ότι θα γίνει ταινία ο «Καπετάν Μιχάλης». Το θεώρησα πολύ δύσκολο και χρειάζονταν πολλά χρήματα. Κλείσαμε ραντεβού και πήγαμε στον σκηνοθέτη Κώστα Χαραλάμπους, ο οποίος μου έκανε τρομερή εντύπωση. Είναι από τους πιο τρυφερούς καλλιτέχνες, που ξέρουν να ακούν τους ηθοποιούς. Και μου λέει την ώρα που φεύγαμε: «Θα έχεις ρόλο στην ταινία». Το αφήσαμε έτσι, χωρίς να ξέρω τίποτα άλλο. Εναν μήνα πριν από τα γυρίσματα μου λέει: «Διάβασε αυτό το κείμενο». Το διαβάζω, το τελειώνω και μου λέει: «Θα κάνεις τον Σήφακα». Κι έτσι πήρα τον ρόλο!
Και από μια τέτοια καριέρα, φιλοξενούμενος στο Σπίτι του Ηθοποιού. Πώς προέκυψε αυτό;
Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να παντρεύεται και κυρίως να κάνει παιδιά. Οταν γνώρισα τη γυναίκα μου, ο έρωτας μου ήρθε κατακούτελα. Παντρεύτηκα. Ηταν γρήγορος ο γάμος και εξαιρετικό πλάσμα η γυναίκα μου. Αλλά δεν ήταν έτοιμη να παντρευτεί. Εγώ μπόρεσα να το ελέγξω το θέμα του γάμου. Και ο γάμος έληξε πολύ γρήγορα. Εκανα κάποια λάθη στην καριέρα μου. Δεν έπαιζα όπως θα έπρεπε συνεχόμενα, ενώ με καλούσαν και είχα πολλές προτάσεις. Επαιζα σε πολλά ΔΗΠΕΘΕ σε όλη την Ελλάδα, μεγάλωσαν και οι κόρες μου και σκέφτηκα να σταματήσω και να εδραιωθώ στην Αθήνα. Είχα φτιάξει εκείνα τα χρόνια το θέατρο Καισαριανής, το Θέατρο 3ης Σεπτεμβρίου με τον Μπάρκουλη, και γενικά είχα την ιδέα να αναπαλαιώσουμε τα παλιά κτίρια και να γίνουν θεατρικοί χώροι. Βρήκα ένα παλιό νεοκλασικό κτίριο στο Κουκάκι και αποφασίζω να κάνω τη θυσία και να το κάνω πολυχώρο. Και πέτυχα! Αρχισα να εισπράττω πολλά χρήματα. Αλλά δεν ήμουν καλός διαχειριστής. Επειτα, η μεγάλη μου κόρη έπασχε από μια ανίατη ασθένεια. Οσα χρήματα είχα στην άκρη έφυγαν όλα στα νοσοκομεία και στους γιατρούς. Με πήρε από κάτω η κατάθλιψη. Διαλύθηκα όταν πέθανε. Και σιγά σιγά μού τα πήραν όλα. Εφτασα στο σημείο να μη σέβομαι ούτε τον εαυτό μου. Και κατέληξα να βρίσκομαι στο Σπίτι του Ηθοποιού. Για μένα η Αννα Φόνσου επιτελεί ένα τεράστιο και θεάρεστο έργο για όσα κάνει για όλους εμάς.