Καθαρά Δευτέρα του 1925. Ενας νεαρός σπουδαστής της Σχολής Καλών Τεχνών, ονόματι Σπύρος Βασιλείου, συγκεντρώνει πρώτη φορά όλους τους συμφοιτητές στο σπίτι του, για μια διαφορετική σαρακοστιανή γιορτή.
Στόχος του είναι να μεταφέρει στην καρδιά της Αθήνας την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και το ξεχωριστό άρωμα που είχε ο παραδοσιακός εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας στη γενέτειρά του, το Γαλαξίδι. Μια αυθόρμητη πρωτοβουλία που έμελλε να ορίσει την αφετηρία ενός θεσμού, καθώς από το τέλος του πολέμου και για 60 ολόκληρα χρόνια στεγαζόταν στο θρυλικό σπίτι ατελιέ της οδού Γουέμπστερ 5, στη σκιά της Ακρόπολης.
Μασκαρεμένοι πολιτικοί, άψογα μεταμφιεσμένοι εφοπλιστές, με τις ευφάνταστα κομψές συζύγους τους, ζωγράφοι, ποιητές, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, πρεσβευτές, φιλότεχνοι, καρδιακοί φίλοι και αγαπημένοι γείτονες, αλλά και απλοί περαστικοί, μετά το λαϊκό γλέντι με την πατροπαράδοτη λαγάνα και την ταραμοσαλάτα στου Φιλοπάππου, έδιναν κάθε χρόνο το «παρών» στα περίφημα Κούλουμα του καταξιωμένου ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου, της συζύγου του Κικής και των θυγατέρων του, Δήμητρας και Δροσούλας, μετατρέποντας το ετήσιο οικογενειακό κάλεσμα σε ένα μοναδικό γεγονός, που πήρε διαστάσεις θρύλου στην Αθήνα του ’60 και του ’70.
Φεστιβάλ τέχνης
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν γλέντι ή γιορτή, αλλά ένα παραδοσιακό φεστιβάλ τέχνης και πνεύματος. Από το σαλόνι του ιστορικού νεοκλασικού παρέλασαν κάποια στιγμή όλοι. Από τον Ελύτη και τον Μόραλη έως την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Από τον σπουδαίο ιατρό Αγγελο Κατακουζηνό και τη σύζυγό του Λητώ έως τον Αλέκο Αλεξανδράκη με τη Νόνικα Γαληνέα. Από τον Φρέντυ Γερμανό, τον Μποστ και τον Μίκη Θεοδωράκη έως τον βουλευτή Παύλο Βαρδινογιάννη με τη σύζυγό του Λήδα Κατακουζηνού, και φυσικά ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος απολάμβανε τις χειροποίητες νοστιμιές της οικοδέσποινας Κικής Βασιλείου μετά την καθιερωμένη επίσκεψή του στου Φιλοπάππου.
Παλιός Αθηναίος, o μετρ-θρύλος της ανδρικής κομψότητας Σάντης Παπαδάτος, αναφέρει στην «Εspresso» για τα ιστορικά Κούλουμα του Βασιλείου: «Ο Γιάννης Τσαρούχης ερχόταν πρώτος και έφευγε τελευταίος. Κουβαλούσε μαζί του ολόκληρο βεστιάριο, υπέγραφε χαρταετούς, χόρευε ασταμάτητα, τρελαινόταν για τα καλαμαράκια και την ταραμοσαλάτα και φεύγοντας έπαιρνε μαζί του ό,τι απέμενε από τον σαρακοστιανό μπουφέ». Ολοι όμως οι προσκεκλημένοι είχαν να λένε για τη μαγειρική της οικοδέσποινας, ενώ ο αξιαγάπητος μπαρμπα-Σπύρος, όπως αποκαλούσαν τον ζωγράφο οι αγαπημένοι του φίλοι, στις προσκλήσεις του έγραφε πάντα τις περίφημες «διαταγές Βασιλείου», τύπου «οι κύριοι να φέρουν μουστάκι, οι κυρίες καπελίνα και ομπρελίνα, τα παιδιά χαρταετούς».
Πολλές φορές οι χοροί και τα τραγούδια κρατούσαν δύο και τρεις ημέρες, παρουσία του ίδιου του Ζαμπέτα. Και όταν τον Μάρτιο του 1985 ο σπουδαίος ζωγράφος με τα 6.000 ζωγραφικά έργα έφυγε από τη ζωή, πρόλαβε να γιορτάσει τα Κούλουμα εκείνης της χρονιάς πλαισιωμένος από παιδιά, εγγόνια και αγαπημένους φίλους, όπως εκείνος επιθυμούσε. Τιμώντας τη μνήμη του και την αγάπη του για τη γιορτή, τα θρυλικά Κούλουμα στο σπίτι της οδού Γουέμπστερ συνέχισε έως τον θάνατό της η αγαπημένη του σύζυγος Κική, την οποία ο Βασιλείου παντρεύτηκε την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, γι’ αυτό και ο γάμος τους τελέστηκε στο τυχερό σπίτι όπου ήταν πάντα γεμάτο κόσμο, χαρά, τέχνη, χρώμα και έρωτα.