H Αννα Αδριανού κουβαλάει ένα όνομα βαρύ σαν ιστορία, καθώς είναι κόρη του σπουδαίου αείμνηστου ηθοποιού Γιάννη Βασταρδή.
- Από τον Βαγγέλη Καράλη
Η ίδια όμως ήδη από πολύ μικρή ηλικία χάραξε τη δική της πορεία ως ηθοποιός και σεναριογράφος μετρώντας δεκάδες επιτυχίες στο θέατρο και στην τηλεόραση. Μιλώντας στην «Espresso» ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της που είναι γεμάτη με επιτυχίες αλλά και πολλές δυσκολίες, καθώς ήδη από μικρή ηλικία έχει βιώσει την απώλεια στη ζωή της…
Τελειώνοντας το σχολείο αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την υποκριτική. Hταν μονόδρομος για εσάς, έχοντας πατέρα τον Νίκο Βασταρδή;
Hταν μονόδρομος, γιατί ήμουν στο θέατρο από πολύ μικρή, με έπαιρνε μαζί του σε παραστάσεις από τα πέντε μου σε μεγάλα έργα που δεν είχαν καμία σχέση με παιδικό θέατρο, όπως Σαίξπηρ, Ιψεν, και μου μιλούσε συνέχεια για θέατρο. Από μικρή μπήκε μέσα μου το «μικρόβιο».
Το όνομα του πατέρα σας βοήθησε στην καριέρα σας, σας άνοιξε πόρτες;
Οχι, γιατί πήρα άλλο όνομα ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, δεν λέγομαι Βασταρδή αλλά Αδριανού. Ηταν δική μου επιλογή, γιατί δεν ήθελα να με ταυτίζουν με τον πατέρα μου και να μου ανοίγουν πόρτες γι’ αυτόν τον λόγο.
Θα ήθελα να αναφερθούμε σε δύο πολύ πετυχημένες σειρές, στις οποίες ήσασταν πρωταγωνίστρια και παράλληλα γράψατε και το σενάριο, τις «Επιθυμίες» και τα «Κλεμμένα Ονειρα». Περιμένατε ότι θα είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία;
Κανείς δεν το περίμενε κι εγώ προσωπικά έχω μια σχέση με την επιτυχία όχι πολύ σπουδαία, με την έννοια ότι πολύ καλές δουλειές δεν γίνονται επιτυχία και μέτριες δουλειές πετυχαίνουν. Αυτές οι σειρές ήταν πολύ καλές σειρές και πολύ πρωτότυπες για την εποχή τους. Ηταν πολύ προσεγμένες δουλειές και με μεγάλα οικονομικά μπάτζετ. Στις «Επιθυμίες» κάναμε δέκα ημέρες γυρίσματα στη Σιγκαπούρη και στο Μπαλί. Επίσης οι ηθοποιοί ήταν εξαιρετικοί και είχαμε μεγάλο κέφι για δουλειά, καθώς οι συνθήκες δουλειάς ήταν εξαιρετικές.
Εκτός από πετυχημένες έχουν υπάρξει και άσχημες στιγμές στην καριέρα σας;
Οχι, γιατί δεν βλέπω πουθενά τίποτα άσχημο, γιατί είμαι άνθρωπος που έχει αποφασίσει να μην γκρινιάζει, να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο και να ξέρω ότι σε κάθε πράγμα έχω ευθύνη. Ηταν ο τρόπος που διάλεγα τις δουλειές μου, οπότε ήμουν συνειδητοποιημένη για τις επιλογές μου.
Λίγο καιρό μετά το #ΜeΤoo τα πράγματα στο θέατρο έχουν γίνει καλύτερα;
Υποθέτω και ελπίζω, ναι. Αυτή η ιστορία θέλει γενικότερα μια προσοχή. Παλαιότερα υπήρχαν πολύ περισσότερο από πολύ σπουδαίους σκηνοθέτες και ηθοποιούς και παρενοχλήσεις και κακές συμπεριφορές. Απλώς τότε οι άνθρωποι δεν διαμαρτύρονταν, γιατί σκέφτονταν την καριέρα τους. Συνεπώς πλέον οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να σκέφτονται και τη ζωή τους και την αξιοπρέπειά τους, και αυτό είναι καλό. Για οτιδήποτε κακό συμβαίνει εκτός από τον θύτη παίζει ρόλο και το θύμα, πόσο δέχεται να είναι θύμα όσο δεν μιλάει. Οτι βγήκαν άνθρωποι και μίλησαν δημόσια, ρίσκαραν να μη βρουν ξανά δουλειά, να εκτεθούν, και αυτό είναι πολύ καλό και θέλει θάρρος.
Εχετε παρουσιάσει εκπομπές και στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Θα σας ενδιέφερε ξανά η παρουσίαση στην τηλεόραση;
Στην τηλεόραση, όχι. Στη φάση που είμαι και στην ηλικία που είμαι με ενδιαφέρουν πράγματα που μπορούν να βοηθήσουν τον κόσμο να κάνει ένα βήμα παραπέρα προς το καλύτερο. Εάν υπήρχε κάτι τέτοιο, που δεν βλέπω να υπάρχει, θα με ενδιέφερε να παρουσιάσω μια εκπομπή με βιβλία, αλλά δεν γίνονται τέτοια concepts. Οπότε οι άνθρωποι που είναι παρουσιαστές στις εκπομπές που κάνουν το κάνουν μια χαρά.
Η τηλεόραση τα τελευταία χρόνια γίνεται καλύτερη ή χειρότερη; Αναφέρομαι στις εκπομπές…
Για εμένα, χειρότερη. Δεν υπάρχει έμπνευση και δεν υπάρχει κάτι που να κάνει τη διαφορά. Γίνονται πολλά πράγματα, αλλά όλα είναι ίδια, υπάρχει ο φόβος κάποιος να ρισκάρει και να κάνει κάτι διαφορετικό.
Σε αντίθετο κλίμα, πρωταγωνιστείτε σε μια σειρά με έμπνευση, που έχει αγαπηθεί από το κοινό, στον «Ερωτα φυγά». Πώς βιώνετε αυτήν την επιτυχία;
Ηταν μια σειρά που μου άρεσε πολύ. Την παρακολουθούσα πριν μπει ο δικός μου ο ρόλος και χάρηκα πολύ όταν μου έγινε η πρόταση. Είναι μια σειρά που έχει μια άλλη ματιά επάνω στους ανθρώπους και επάνω στην εποχή που διαδραματίζεται. Για εμένα επίσης δεν είναι τυχαίο ότι την έκανε ο Βασίλης Τσελεμέγκος, που τον εκτιμώ πολύ.
Για τον κόσμο που ίσως δεν γνωρίζει, έχετε περάσει πολλές δυσκολίες, καθώς σε νεαρή ηλικία χάσατε την μητέρα σας, τον αδελφό σας και το 2012 τον πατέρα σας. Παρ’ όλα αυτά δεν έχετε χάσει την αισιοδοξία σας…
Αισιόδοξος άνθρωπος γίνεσαι όχι όταν σου πηγαίνουν όλα καλά, αλλά μέσα από τις αναποδιές. Αρχικά δεν θα μπορούσα να μην είμαι αισιόδοξη, γιατί είχα έναν πατέρα που μου έλεγε «όταν με πάνε να με εκτελέσουν», γιατί ήταν και παιδί της Κατοχής, «εγώ θα χαρώ τη διαδρομή» και αυτό ήταν το μότο του, να ζούμε το κάθε δευτερόλεπτο ως μοναδικό. Είχε πει ένας μεγάλος σοφός: «Η ζωή είναι δύσκολη, όποιος το καταλάβει αυτό μπορεί να τη ζήσει καλά». Ολα γίνονται για κάποιο λόγο και αν κάποιος αφεθεί στη ροή της ζωής, εκεί καταλαβαίνει ότι η ζωή είναι πιο σοφή από εμάς και τα θέλω μας.
Εδώ και 26 χρόνια είστε παντρεμένη με τον σεναριογράφο Γιάννη Μπότση. Τι ρόλο παίζει στη ζωή σας;
Είναι οικογένειά μου και επειδή οι γονείς μου και ο αδελφός μου έφυγαν από τη ζωή, κι επίσης δεν έχω παιδιά, ο Γιάννης για εμένα είναι τα πάντα. Είναι ο άνθρωπος της ζωής μου, αυτό είναι ο Γιάννης για εμένα.
Να αναφερθούμε στην παράστασή σας «Θα σε δω στον παράδεισο», σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Λιακόπουλου, στο θέατρο Αυλαία, όπου θα γίνουν και άλλες τρεις παραστάσεις στις 23, 24 και 25 Μαρτίου. Πώς βιώσατε αυτήν την επιτυχία;
Οταν διάβασα το έργο, είπα ότι δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο και θέλω να κάνω αυτό. Η Ρόουζ που παίζω είμαι απολύτως εγώ. Αυτό που είναι σημαντικό για το έργο, το οποίο πραγματεύεται την απόλυτη αγάπη, είναι ότι ο συγγραφέας δεν επέλεξε ένα ζευγάρι ρομαντικό, που δεν υπάρχει, που όλα πηγαίνουν καλά στη ζωή του, είναι ένα ζευγάρι που έχει περάσει πολλά. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι ότι ανάμεσα στο ζευγάρι ό,τι κι αν τους χώριζε -και υπήρχαν διαφωνίες- δεν ήταν ικανό να καταστείλει αυτήν την αγάπη, γιατί η αγάπη είναι απόφαση.