Με τη «βούλα» του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας του 4χρονου γιου του ένας πατέρας, που «φώναζε» από την πρώτη στιγμή ότι δεν υπέβαλε ποτέ σε «άρρωστα» χάδια το ίδιο του το σπλάχνο.
- Από την Ιωάννα Τσέφλιου
Μάλιστα, ο ίδιος έφτασε ένα βήμα πριν από τον θάνατο, όταν αποπειράθηκε να βάλει τέλος στη ζωή του, μη αντέχοντας άλλο να μη βλέπει το παιδί του, το οποίο έχει στρέψει εναντίον του η πρώην σύζυγός του!
Ο γολγοθάς δίχως τέλος του ταλαιπωρημένου πατέρα, ο οποίος έχει αποξενωθεί πλήρως από τον 13χρονο -σήμερα- γιο του εξαιτίας της χρόνιας δικαστικής διαμάχης με την πρώην σύζυγό του, περιγράφεται στη δικογραφία της συγκλονιστικής υπόθεσης, που φέρνει αποκλειστικά στο φως της δημοσιότητας η «Espresso». Οπως αναφέρεται στα δικαστικά έγγραφα, το ζευγάρι χώρισε το 2015 και τα δύο μέρη είχαν συμφωνήσει ο πατέρας να βλέπει τον 4χρονο -τότε- γιο του και τη 13χρονη κόρη του, χωρίς όμως τα παιδιά να διανυκτερεύουν στο σπίτι του.
Αυτό συνέβη τέσσερις φορές, ώσπου η μητέρα, η οποία ζούσε πολλά χρόνια στο εξωτερικό, αλλά πλέον μένει μόνιμα στην Ελλάδα, προχώρησε σε καταγγελία σε βάρος του πρώην συζύγου της, κατηγορώντας τον ότι κακοποιούσε σεξουαλικά τον γιο τους. Η καταγγελία αρχικά έπεσε στο κενό, αφού η ιατροδικαστική έκθεση του 2016 δεν ανέφερε οτιδήποτε μεμπτό για τον πατέρα και η μαρτυρία του μικρού ήταν θετική για τον πατέρα του. Ομως, η σύζυγος επανήλθε δύο χρόνια αργότερα με μήνυση κατά του πατέρα, κατηγορώντας τον για βαριά αδικήματα και με μία νέα κατάθεση του μικρού, διαφορετική από τις αρχικές του καταθέσεις.
Οσα περιγράφονται στη μήνυση, με την οποία η ίδια ζητούσε να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του πρώην συζύγου της για βιασμό, γενετήσια πράξη με ανήλικο, κατάχρηση ανηλίκων και γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών, προκαλούν σοκ. Οπως ανέφερε αρχικά, πέρα από τα αδικήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, ο πατέρας των παιδιών της ήταν βίαιος απέναντί της, διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις και ξεσπούσε πάνω της με το παραμικρό.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν από ένα σημείο και μετά να ζουν συμβατικά στο ίδιο σπίτι, αλλά σε διαφορετικούς ορόφους, ώσπου το 2015 αποφάσισε να μετακομίσει με τα παιδιά της σε άλλο διαμέρισμα και συμφώνησαν τους όρους επικοινωνίας με τα τέκνα τους.
Ακραίες καταστάσεις
Περιγράφοντας τη σεξουαλική κακοποίηση που, κατά τους ισχυρισμούς της, υπέστη ο γιος της, η γυναίκα ανέφερε αρχικά πως το αγοράκι άρχισε να επιδεικνύει περίεργη συμπεριφορά στο σχολείο, γεγονός που την έβαλε σε σκέψεις. Ετσι, θέλησε να μάθει αν του συμβαίνει κάτι και τον Απρίλιο του 2016 το ρώτησε μπροστά στην κόρη της πώς τα περνάει με τον μπαμπά του, όταν πηγαίνει στο σπίτι του. Σύμφωνα με την ίδια, όσα είπε το 6χρονο -τότε- αγόρι την έκαναν να χάσει τη γη κάτω από τα πόδια της.
Στην έγκλησή της η καταγγέλλουσα περιγράφει ακραίες και σοβαρές καταστάσεις, καθώς επίσης και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που υποτίθεται ότι είχε μάθει από το 6χρονο αγοράκι. Μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι ο πατέρας ζητούσε από το μικρό αγγελούδι να παίζουν πονηρά «παιχνίδια», βάζοντάς το να υπακούει σε συγκεκριμένους «κανόνες», το κακοποιούσε σεξουαλικά και προχωρούσε και σε άλλες πράξεις, που δύσκολα περιγράφονται με λέξεις και οι οποίες δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν.
Η γυναίκα αρχικά, το 2016, έκανε καταγγελία στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων Αττικής και το αγοράκι εξετάστηκε από ειδικό ψυχολόγο της ΕΛ.ΑΣ., χωρίς όμως να αναφέρει το παραμικρό για κακοποίηση από τον πατέρα του. Εν συνεχεία η γυναίκα πήρε παράνομα τα παιδιά και προσπάθησε να διαφύγει για πάντα στην Αυστραλία, από όπου κατάγεται, αν και είχε συναντηθεί και με την εισαγγελέα Ανηλίκων και έκανε επώνυμη καταγγελία, η οποία εξετάστηκε, χωρίς πάλι να βρεθεί κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Σε απάντηση, ο πρώην σύζυγός της κατέθεσε μήνυση σε βάρος της για αρπαγή ανηλίκου και αυτοδικία, με αποτέλεσμα να κριθεί ένοχη από το Ποινικό Δικαστήριο, αφού δεν κατάφερε να δικαιολογήσει την πράξη της αυτή.
Να σημειωθεί πως η ιατροδικαστής που εξέτασε το παιδί ουδέποτε διαπίστωσε κακώσεις ή παθολογικά ευρήματα, ενώ ο παιδοψυχίατρος του Τζάνειου Νοσοκομείου, ο οποίος ανέλαβε να διεκπεραιώσει την παιδοψυχιατρική εκτίμηση του παιδιού, κατόπιν παραγγελίας της εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, δεν διαπίστωσε κακοποίηση. Συνολικά, υπάρχουν πέντε πραγματογνωμοσύνες και γνωματεύσεις οι οποίες αθωώνουν τον πατέρα του παιδιού. Η απόλυτη δικαίωση για τον ίδιο ήρθε με το υπ’ αριθμόν 2281/2023 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο τον απαλλάσσει από όλα τα αδικήματα για τα οποία φερόταν ως κατηγορούμενος.
Το βούλευμα αναφέρει χαρακτηριστικά: «Για τους ισχυρισμούς της εγκαλούσας δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για την τέλεση των καταμηνυόμενων πράξεων, καθώς, αφενός, μεν δεν διενεργήθηκε καμία σωματική εξέταση στο παιδί που να πιστοποιεί όσα ισχυρίζεται η εγκαλούσα μητέρα, αφετέρου, σύμφωνα με τις παιδοψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες που διενεργήθηκαν, δεν διαπιστώθηκε τίποτα συγκεκριμένο».
Σε άλλο σημείο του γίνεται επίκληση στην παιδοψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του Τζάνειου Νοσοκομείου, στην οποία τονίζεται ότι «η εν γένει στάση του παιδιού τόσο κατά την εξέταση αλλά και η αναφερόμενη από τη μητέρα και το σχολείο συμπεριφορά δεν συνάδουν με την ψυχοπαθολογία σεξουαλικά κακοποιημένου ατόμου».
Επισημαίνεται, δε, ότι ο ανήλικος δεν περιέγραψε ενέργειες που περιέχουν κακομεταχείριση ή ασέλγεια σε βάρος του και ότι το παιδί αρχικά -ακόμα και μετά τις καταγγελίες- εξέφρασε την επιθυμία να βλέπει τον πατέρα του. Τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου αποφάσισαν να μην παραπέμψουν την υπόθεση στο ακροατήριο και να απαλλάξουν τον πατέρα από κάθε κατηγορία, καταλήγοντας ως εξής: «Καθίσταται σαφές ότι ελλείψει ιατροδικαστικών ευρημάτων που να επιβεβαιώνουν όσα καταγγέλθηκαν, αλλά και ελλείψει σαφών ψυχολογικών και ψυχιατρικών ευρημάτων από ανεξάρτητους ψυχολόγους και ψυχιάτρους, σε συνδυασμό με τις διαφορετικές εκδοχές του φερόμενου ως παθόντος ανήλικου, που δεν μπορούν να απαντήσουν με σαφήνεια στο πού και πότε έλαβαν χώρα οι καταγγελλόμενες πράξεις, δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις που να θεμελιώνουν την κατηγορία σε βάρος του πατέρα».
Πέρα από τα παραπάνω, υπάρχουν αστικές αποφάσεις που ρυθμίζουν την επικοινωνία πατέρα και γιου και διατάσσουν την επικοινωνία τους έως σήμερα, όμως αυτή δεν έχει καταστεί εφικτή λόγω «άρνησης του τέκνου να συναντήσει τον πατέρα», όπως διατείνεται η μητέρα και καταγγέλλουσα. Συγκεκριμένα, κάθε φορά που προσπαθεί ο πατέρας να συναντήσει το παιδί του με βάση τη δικαστική απόφαση, στο προκαθορισμένο ραντεβού εμφανίζονται μητέρα και γιος, και αρνούνται την οποιαδήποτε επαφή. Εχουν ασκηθεί μηνύσεις από τη πλευρά του πατέρα και πλέον εκκρεμούν αρκετά δικαστήρια σε ποινικό επίπεδο για παραβίαση από τη μητέρα δικαστικής απόφασης που αφορά την επικοινωνία με το τέκνο.
Νίκαινας : «Πως αυτός ο άνθρωπος θα ξανακερδίσει τον γιο του που έχασε;»
Ο συνήγορος του πατέρα Κωνσταντίνος Νίκαινας δήλωσε στην «Espresso»: «Πρόκειται για μία υπόθεση που αναδεικνύει παθογένειες ετών της κοινωνίας μας αλλά και της ελληνικής Δικαιοσύνης στο πολύπαθο ζήτημα της γονικής αποξένωσης μέσω ψευδών κατηγοριών, η οποία δεν δύναται να αντιμετωπίσει τέτοιες καταστάσεις, που φέρνουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές και καταστρέφουν ψυχές ανθρώπων και κυρίως ανήλικων τέκνων.
Οι συνέπειες για τον στοχοποιημένο γονέα είναι πολλαπλές και καταστροφικές, ιδίως αναφορικά με τη σχέση με τα παιδιά του, την οικονομική του κατάσταση, την ψυχική του υγεία, κάτι που συνέβη και στην παρούσα υπόθεση. Λόγω των ψευδών, όπως αποδείχτηκε, κατηγοριών, ένας πατέρας έχει να αγκαλιάσει τον γιο του οκτώ χρόνια και είναι τόσο μεγάλο το μέγεθος της αποξένωσης, που ο γιος φοβάται και αρνείται να συναντήσει τον πατέρα. Ενας άνθρωπος σύρθηκε βίαια στα δικαστήρια επί σειρά ετών με βαριές κατηγορίες από την πρώην σύζυγό του, με κίνδυνο να καταδικαστεί σε πολυετείς καθείρξεις, με στόχο, πέρα από την ηθική και κοινωνική του εξόντωση, και την αποξένωσή του από τα παιδιά του, κάτι που τελικά επετεύχθη».
Συνεχίζοντας ο συνήγορος του κατηγορουμένου αναρωτήθηκε: «Με ποιον τρόπο αυτός ο άνθρωπος θα αντιμετωπίσει τους συνανθρώπους του, που μέχρι πρότινος τον έβλεπαν και τον αντιμετώπιζαν ως βιαστή και, δη, του ανήλικου τέκνου του; Θα τους δείξει το απαλλακτικό βούλευμα ή τις πέντε πραγματογνωμοσύνες που τον αθωώνουν ή τις αποφάσεις που από την πρώτη στιγμή διατάσσουν την επικοινωνία του πατέρα με το παιδί και που έχουν παραβιαστεί κατ’ εξακολούθηση; Πώς θα βγάλει από το μυαλό της κοινωνίας αλλά και των οικείων του αυτές τις δεύτερες σκέψεις, που όλοι θα έχουν για πάντα; Ποιος θα του μπαλώσει τα κουρέλια της χαμένης του αξιοπρέπειας; Και, κυρίως, πώς θα ξανακερδίσει τον γιο του που έχασε;».
Μακάρι αυτή η μητέρα να συνειδητοποιούσε το μέγεθος της καταστροφής που έχει προκαλέσει στις ψυχές τόσων ανθρώπων και κυρίως στην ψυχή του μικρού παιδιού της, το οποίο έχει άμεση ανάγκη την αγάπη του πατέρα του και την επικοινωνία μαζί του.