Η συνταρακτική ιστορία του θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφερθεί στην οθόνη με τη μορφή κινηματογραφικής ταινίας ή τηλεοπτικής σειράς. Για την ώρα, η ζωή και το έργο του Λέο Λέανδρος, ενός εκ των σημαντικότερων Ελλήνων συνθετών, που συνεργάστηκε με μύθους της παγκόσμιας μουσικής σκηνής, αποτυπώθηκε στο χαρτί και βρίσκεται υπό έκδοση ως μυθιστορηματική βιογραφία με την υπογραφή συγγραφέα και του δημοσιογράφου Γιάννη Βίτσα.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Σε μια συγκλονιστική εξομολόγηση στην «Espresso», ο σπουδαίος καλλιτέχνης μιλάει για την πορεία του, τις «χρυσές» επιτυχίες του, τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, αλλά και για τη δικαστική διαμάχη του με την κόρη του, Βίκυ Λέανδρος, με αφορμή την τελευταία συναυλία της καριέρας της που αναμένεται να δώσει εκείνη στο Ηρώδειο.
Συμπληρώνετε 84 χρόνια μιας τεράστιας μουσικής διαδρομής. Εχετε δημιουργήσει μερικά από τα πιο αγαπημένα παγκόσμια hits, τόσο για την κόρη σας Βίκυ Λέανδρος, της οποίας υπήρξατε παραγωγός, εκπαιδευτής αλλά και ουσιαστικός μέντορας στα πρώτα χρόνια της, όσο και για τη Νάνα Μούσχουρη, τον Ντέμη Ρούσσο, τον Χούλιο Ιγκλέσιας, αλλά και πολλούς ακόμη διεθνείς ερμηνευτές. Εχετε πουλήσει περισσότερους από 200.000.000 δίσκους παγκοσμίως, ενώ τα τραγούδια σας έχουν ερμηνεύσει και διασκευάσει σχεδόν 400 ερμηνευτές ανά τον κόσμο. Σας πετυχαίνουμε στο εξοχικό σας στο Πευκί, λίγους μήνες πριν από την έκδοση της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Γιάννη Βίτσα με τον τίτλο «Εκατό +», που αντλεί έμπνευση από τη ζωή και το έργο σας.
Ναι. Εχω διηγηθεί τη ζωή μου στον Γιάννη Βίτσα, που μας δένει μία βαθιά φιλία περισσότερα από είκοσι χρόνια και τον θεωρώ πια μέλος της οικογένειάς μας.
Πώς ήταν η ζωή σας κατά τις πρώτες δεκαετίες;
Δεν μπορείς να φανταστείς πόσες φορές γκρεμίστηκε ο κόσμος μου κι άλλες τόσες που χτίστηκε ξανά… Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι ποτέ δεν επέτρεψα στον φόβο να παίξει κυρίαρχο ρόλο στη ζωή μου.
Και πότε ο κόσμος σας «γέμισε» από μουσική;
Η μουσική υπήρχε πάντα στη ζωή μου. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που όλα τα μέλη της τραγουδούσαν. Δεν θα ξεχάσω τα μεσημέρια μας, που ο πατέρας μου έπαιρνε την κιθάρα και τραγουδούσε, κυρίως κλέφτικα δημοτικά και όλοι γινόμασταν μια παρέα και τον συνοδεύαμε. Μάλιστα, όταν είχαμε κόσμο στο σπίτι οι γονείς μου, που θεωρούσαν ότι έχω καλή φωνή, μου ζητούσαν να τραγουδήσω εγώ.
Πότε τραγουδήσατε επαγγελματικά μπροστά σε κοινό;
Ηταν αρκετά χρόνια μετά. Από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου είχα τρέλα με την τζαζ. Λάτρευα τον Μπινγκ Κρόσμπι και τον Φρανκ Σινάτρα. Την πρώτη φορά, λοιπόν, με ανέβασε ο Γιώργος Οικονομίδης στη σκηνή της Αίγλης Ζαππείου, τον Ιούλιο του 1940.
Φαντάζομαι πως ήταν μία εκπληκτική στιγμή για εσάς…
Ακόμα θυμάμαι το άγχος που είχα τα δευτερόλεπτα προτού ανέβω στη σκηνή, όμως στο δεύτερο κουπλέ τραγουδούσα τόσο άνετα, σαν να ήμουν έμπειρος καλλιτέχνης. Ημουν αποφασισμένος να κερδίσω το κοινό.
Και αντιλαμβάνομαι πως συνέβη…
Αν κρίνω από το θερμό χειροκρότημα που εισέπραξα, μάλλον τα κατάφερα! Την ίδια ώρα κέρδισα και την εμπιστοσύνη του Οικονομίδη, με τον οποίο συνεργαστήκαμε πολλές φορές στο μέλλον.
Και τότε ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και αργότερα ήρθε και η γερμανική Κατοχή… Πώς ήταν εκείνο το διάστημα;
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος σημάδεψε καθοριστικά τη ζωή όλων εμάς που τον ζήσαμε. Τον χειμώνα του ’42 ήταν η μοναδική φορά που έχασα την αισιοδοξία μου. Υποφέραμε από την πείνα. Ηταν μια εφιαλτική περίοδος.
Τι σας κράτησε τότε;
Τα νιάτα και η δίψα για ζωή!
Και η μουσική τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σας τα χρόνια της Κατοχής;
Ηταν το στήριγμά μου! Η μουσική δεν με πρόδωσε ποτέ!
Και όταν τελείωσε ο πόλεμος;
Τότε άρχισα να τραγουδώ σε γνωστά μαγαζιά της εποχής, με διευθυντή ορχήστρας τον κορυφαίο Γιώργο Μουζάκη. Το 1945 μαζί με τον Γιώργο Οικονομίδη παρουσιάζαμε τα «Πρωινά για τη νεολαία» με πολύ μεγάλη επιτυχία. Εκείνη την περίοδο συνεργάστηκα με εξαιρετικούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως τους Ζακ Ιακωβίδη, Νίκι Γιάκοβλεφ, Φώτη Πολυμέρη και τη Δανάη. Τότε γνώρισα και τον Μίμη Πλέσσα, με τον οποίο έμελλε να δημιουργήσω μια στενή φιλία. Μαζί δημιουργήσαμε ένα κουαρτέτο που πειραματίστηκε με διάφορα νέα στιλ της αμερικανικής μουσικής και στο οποίο είχα ρόλο τραγουδιστή. Σιγά σιγά, όμως, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι η επικράτηση του λαϊκού τραγουδιού δεν μου επέτρεπε να έχω μέλλον στην Ελλάδα. Ο αμερικανικός ραδιοφωνικός σταθμός που εξέπεμπε από τη Γερμανία και τον οποίο άκουγα μανιωδώς έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απόφασή μου να αναζητήσω την τύχη μου εκεί. Ενημέρωσα την τότε σύζυγό μου για την πρόθεσή μου και σύντομα φύγαμε για τη Φρανκφούρτη.
Ποιος ήταν ο πρώτος σταθμός της καλλιτεχνικής διαδρομής σας;
Χωρίς να γνωρίζω τη γλώσσα και χωρίς να έχω κανέναν συγγενή ή φίλο στη Γερμανία, η απόφασή μου να ζήσω εκεί έμοιαζε τουλάχιστον παράτολμη. Από το πρώτο κιόλας βράδυ, φτάνοντας εκεί, πήρα τους δρόμους αναζητώντας μια ευκαιρία, η οποία δεν άργησε να έρθει. Σε έναν από τους χώρους που πήγα για οντισιόν γνωρίστηκα με τον πιανίστα του κουαρτέτου που έπαιζε εκεί, ο οποίος με συμπάθησε αμέσως και γίναμε φίλοι. Εκείνος, ύστερα από δική μου παρότρυνση, με πήρε μαζί του στο ραντεβού που είχε με έναν από τους παραγωγούς του ραδιοφωνικού σταθμού της Φρανκφούρτης. Εκείνος, αφού με άκουσε, με σύστησε στον διευθυντή του ραδιοφώνου. Ετσι, την επόμενη ημέρα βρέθηκα στο αμφιθέατρο του σταθμού, όπου πραγματοποιούνταν ένα μεγάλο κονσέρτο παρουσία κοινού, το οποίο μεταδιδόταν ζωντανά στο ραδιόφωνο. Το πρόγραμμα αυτό, με το χαρακτηριστικό όνομα «Frankfurt Wecher» (σ.σ.: Το ξύπνημα της Φρανκφούρτης), ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στη Γερμανία. Ερμήνευσα το τραγούδι του Γιάκοβλεφ «Απόψε κάνεις μπαμ βρε κοριτσάρα μου» και καταχειροκροτήθηκα. Υστερα από έξι μήνες υπέγραψα το πρώτο μου δισκογραφικό συμβόλαιο με την εταιρία Philips.
Κάνατε αμέσως επιτυχία;
Το καλοκαίρι του ’56 κυκλοφόρησε το πρώτο μου cd και ακολούθησαν και άλλα, με αρκετά από τα τραγούδια μου να γίνονται τεράστια σουξέ, φθάνοντας ως το Νο 1 των charts. Παράλληλα, γνώριζαν μεγάλη επιτυχία και στην Αυστρία, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 καθιερώθηκα και ως συνθέτης και παραγωγός. Είχα το ταλέντο να αντιλαμβάνομαι το σουξέ αμέσως! Παράλληλα, δημιούργησα ένα από τα πιο δημοφιλή συγκροτήματα στη Γερμανία της δεκαετίας του ’60, τους Die Five Tops, ενώ συνεργάστηκα με μερικούς από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της χώρας.
Πώς συνεργαστήκατε καλλιτεχνικά με την κόρη σας, Βίκυ Λέανδρος;
Οταν, σε νεαρή ακόμα ηλικία, μου εξέφρασε την επιθυμία της να ασχοληθεί με το τραγούδι, η αλήθεια είναι ότι την απέτρεψα, διότι γνώριζα πόσο δύσκολος είναι αυτός ο χώρος. Ομως, το πείσμα και η επιμονή της με έκαναν να αλλάξω γνώμη. Της παρέδιδα ο ίδιος, καθημερινά, μαθήματα φωνητικής και από το 1965, που βγήκε στη δισκογραφία, αφιερώθηκα ολοκληρωτικά στο χτίσιμο της καριέρας της. Ανέλαβα τις παραγωγές των δίσκων της, και μαζί με τους συνεργάτες μου γράψαμε για εκείνη υπέροχα κομμάτια, που έγιναν παγκόσμιες επιτυχίες. Ηταν πλέον σκοπός της ζωής μου να την κάνω σταρ παγκόσμιας εμβέλειας!
Και πώς αποφασίσατε το 1972 με το τραγούδι «Apres toi», που δημιουργήσατε με τον Munro, να πάτε στη Eurovision, με το οποίο λάβατε μάλιστα και την πρώτη θέση;
Πίστεψα στο κομμάτι και, παρότι η Βίκυ ήταν ήδη μία σταρ και δεν χρειαζόταν να πάρει μέρος σε ακόμα μία μουσική διοργάνωση, πήρα το ρίσκο να συμμετάσχουμε.
Εκτοτε συνεργαστήκατε στην πλειονότητα των δίσκων της ως το 1993.
Αλήθεια είναι αυτό. Δίσκοι που περιλαμβάνουν τεράστιες επιτυχίες. Οι μεγαλύτερες επιτυχίες που τραγούδησε η Βίκυ και μέσω των οποίων έγινε παγκοσμίως γνωστή είναι πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις που δημιούργησα ή που συνδημιούργησα σε συνεργασία με φίλους και σπουδαίους συναδέλφους, όπως ο Klaus Munro και ο Ralf Arnie, μεταξύ άλλων, και ερμηνεύτηκαν για πρώτη φορά από εκείνη κυρίως τις δεκαετίες ’60 και ’70. Πρόκειται για έναν μεγάλο αριθμό από τραγούδια μεταξύ των οποίων, τα «Ich liebe das Leben», «Wo Du Bist (Da Bin Auch Ich)», «Die Bouzouki Klang Durch Die Sommernacht», «Drehorgelmann», «Ich Bin», «Karussel d’ Amour», «Klipp und Klar», τα οποία διακρίθηκαν επί πολλές εβδομάδες στα charts επιτυχιών σε πολλές χώρες του κόσμου με την ερμηνεία της.
Η Βίκυ Λέανδρος πραγματοποιεί την τελευταία περιοδεία της, προτού ολοκληρώσει τη διαδρομή της στο τραγούδι, και στις 6 Σεπτεμβρίου πρόκειται να εμφανιστεί στο Ηρώδειο. Η αλήθεια είναι πως προκάλεσε εντύπωση το γεγονός πως στο δελτίο Τύπου για τη συναυλία το όνομά σας δεν αναφέρεται στους συνθέτες των οποίων θα ερμηνεύσει κομμάτια.
Πράγματι, ενημερώθηκα για το περιεχόμενο του δελτίου Τύπου και άκουσα και ένα σποτ για την προώθηση της συναυλίας προς τα τέλη Ιουλίου, και το γεγονός με λύπησε πολύ. Δηλαδή διοργανώνεται μία συναυλία με όλες τις μεγάλες επιτυχίες της Βίκυς, αλλά το όνομά μου δεν κρίνεται άξιο αναφοράς μεταξύ των συνθετών με τους οποίους συνεργάστηκε, παρότι οι περισσότερες εξ αυτών φέρουν την υπογραφή μου; Δεν μπορώ παρά να θεωρήσω την παράλειψη αυτή σκόπιμη. Αλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει… Οπως και να έχει, όμως, μία τέτοια παράλειψη θίγει τόσο εμένα όσο και το έργο μου, και με προσβάλλει. Για αυτόν τον λόγο αποφάσισα αυτή τη φορά να στείλω εξώδικο, μέσω του δικηγόρου μου, στη διοργανώτρια εταιρία και στον αρμόδιο οργανισμό δικαιωμάτων, με το οποίο ζήτησα να μην εκτελεστούν συνθέσεις που έχω δημιουργήσει ή συνδημιουργήσει, στο πλαίσιο της συναυλίας που θα πραγματοποιηθεί σε λίγες ημέρες. Τώρα μαθαίνω ότι προσπάθησαν εκ των υστέρων να τα «μπαλώσουν», γιατί, προφανώς, αντιλαμβάνονται ότι συναυλία με τις μεγάλες επιτυχίες της Βίκυς χωρίς τα τραγούδια μου δεν γίνεται. Παρ’ όλα αυτά, την απόφασή μου αυτή για απαγόρευση δεν την ανακαλώ.
Ολοκληρώνοντας την κουβέντα μας θα ήθελα να σας ευχηθώ για τα γενέθλιά σας. Στις 23 Αυγούστου γιορτάσατε τα 101 χρόνια! Πώς νιώθετε;
Νιώθω βαθιά ευλογία για το δώρο που μου έκαναν ο Θεός και η φύση, απεριόριστη χαρά διότι παραμένω ακόμα δημιουργικός, γράφοντας μουσική, και άπλετη συγκίνηση διότι έχω δίπλα μου δύο αγγέλους: τη σύζυγό μου Βενετία, που πορευόμαστε μαζί με ευτυχία τα τελευταία 38 χρόνια, και την κόρη μας Βανέσσα, που είναι ένα τρυφερό και χαρισματικό πλάσμα.