Το πιο σκληρό πρόσωπο της κοινωνίας και της ζωής μιας παλιάς σταρ του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού παρουσιάζει σήμερα αποκλειστικά η «Espresso» μέσα από τη συγκλονιστική αφήγηση της κόρης της μεγάλης ρεμπέτισσας Ρένας Στάμου, η οποία έφυγε από τη ζωή πριν από δύο χρόνια, σε ηλικία 99 ετών.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Δεν πιστεύαμε στα αυτιά μας όταν η γυναίκα που ζήτησε μόνη της να μας δει και βρισκόταν απέναντί μας στο μικρό τραπεζάκι ενός παραδοσιακού καφενείου, μας μετέφερε με γλαφυρό τρόπο τα βασανιστήρια που είχε υποστεί από τη σπουδαία για όλους εμάς Ρένα Στάμου.
«Είμαι εδώ, γιατί η δημοσιότητα, φρονώ, είναι η τελευταία μου ευκαιρία να μάθω ποια πραγματικά είμαι. Ψάχνω να βρω ποιος είναι ο πατέρας μου, ποιο είναι το πραγματικό μου επίθετο, να έχω μια ταυτότητα που να πιστοποιεί ότι είμαι η κόρη της Ρένας Στάμου. Θέλω να είμαι νομοταγής Ελληνίδα πολίτης, και όμως, αυτή τη στιγμή δεν φαίνομαι πουθενά. Νιώθω ένα τίποτα σε μια χώρα όπου μεγάλωσα και έζησα. Δυστυχώς, η μάνα μου δεν με είχε δηλώσει ποτέ και πουθενά» είναι τα πρώτα πονεμένα λόγια της Ρούλας Τζιάκι, η οποία για να κυκλοφορήσει στον δρόμο έχει ένα πρόχειρο χαρτί από την Αστυνομία, χωρίς ωστόσο να ξέρει κανείς το πραγματικό ονοματεπώνυμό της.
Και ίσως όσα λέει σήμερα η γυναίκα αυτή να μην είχαν τόσο μεγάλη σημασία, αν δεν μιλούσαμε για τη διάσημη μάνα της, τη μεγάλη φίρμα της εποχής του ’40, του ’50 και του ’60, τότε που όλοι οι μεγάλοι συνθέτες έκαναν ουρά για να της γράψουν τραγούδια, ενώ στους δίσκους γραμμοφώνου εμφανίζεται ως η πρώτη δεύτερη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη. Στη Ρένα Στάμου ανήκει και η μεγάλη επιτυχία «Απόψε με εγκατέλειψες», που τραγούδησε σε πρώτη εκτέλεση. Τη δεκαετία του 2000 η μεγάλη ρεμπέτισσα είχε γράψει τα απομνημονεύματά της, αφήνοντας πολλές αιχμηρές ιστορίες για τη μονάκριβη κόρη της Ρούλα.
«Η μητέρα μου ήταν καλή για τον κόσμο. Με την οικογένειά της δεν τα πήγαινε καλά. Μία μίλαγε σε εμένα και ήθελε να έχουμε σχέσεις, από την άλλη δεν μίλαγε στην εγγονή της. Περίεργες καταστάσεις. Ηταν πολύ αυταρχικός άνθρωπος. Με είχε πετάξει πολλές φορές στον δρόμο με τα πράγματά μου και με είχε μαζέψει η κόρη της ρεμπέτισσας Ιωάννας Γεωργακοπούλου. Μια ζωή θυμάμαι να με πετάει στον δρόμο. Ξέρετε τι είναι να σε πετάει στον δρόμο η ίδια η μάνα σου και να κοιμάσαι στα παγκάκια, χωρίς να έχεις ένα ευρώ στην τσέπη; Στην Αγγλία, όπου ζήσαμε αρκετά χρόνια, με είχε δώσει σε ανάδοχη οικογένεια. Δυστυχώς, οι περισσότεροι από αυτούς που έχουν γίνει ονόματα αγαπάνε περισσότερο τη δόξα και τα λεφτά από την οικογένειά τους. Ακόμα και ο ψυχολόγος της μαμάς μου, που είχα επισκεφτεί κάποτε, μου είπε ότι είχε παράφορη ζήλια απέναντί μου και γι’ αυτό μου συμπεριφερόταν τόσο σκληρά» λέει με δάκρυα στα μάτια η γυναίκα χωρίς ταυτότητα, που ψάχνει να βρει το παρελθόν της.
«Θέλω να μάθω ποιος είναι ο πατέρας μου»
Σε καμία από τις ερωτήσεις μας δεν δείλιασε ούτε στιγμή να απαντήσει. «Από 11 ετών δούλευα είτε σε σούπερ μάρκετ είτε σε εργοστάσια, ως καθαρίστρια. Η μαμά μια ζωή πάντα έκρυβε οτιδήποτε είχε να κάνει με την προσωπική της ζωή. Το μεγάλο αγκάθι στη ζωή μου είναι ότι δεν ξέρω ποιος είναι ο αληθινός πατέρας μου. Ολα αυτά τα χρόνια έχω ακούσει πολλά σενάρια, για πολλούς. Και αυτός ήταν ο συνεχόμενος μεγάλος καβγάς που είχαμε μεταξύ μας: απέφευγε να μου πει τον πραγματικό μου πατέρα. Οταν πέθανε η μαμά, το μόνο που βρήκαμε ήταν ένα χαρτί γάμου, που ήταν παντρεμένη με έναν Αρμένη. Θέλοντας να βρω ποιος είναι ο πραγματικός μου πατέρας, μια και πάντα απέφευγε να μου πει, πλησίασα τον γιο αυτού του Αρμένη και μου είπε ότι η μαμά είχε παντρευτεί δεύτερη φορά, όμως δεν ήταν αυτός ο πατέρας μου. Σκεφτείτε ότι η μητέρα μου είχε πέντε διαφορετικά επώνυμα: στην Αγγλία ήταν Ειρήνη Ρέγκις. Στην Ελλάδα την ξέρουν ως Ειρήνη Σεβνταλή. Επίσης στην Αγγλία είχε και τα επώνυμα Καζαντζιάν και Χαραλάμπους. Μη με ρωτάτε, όμως, λεπτομέρειες, γιατί δεν ξέρω πώς τα άλλαζε και για ποιον λόγο τα άλλαζε, και μάλιστα με νόμιμο τρόπο. Και εδώ είναι το μπέρδεμα, γιατί δεν έχουμε ένα επώνυμο που να ταιριάζει μεταξύ μάνας και κόρης» λέει η Ρούλα Τζιάκι ανάβοντας με στεναγμό ένα τσιγάρο και βγάζοντας από το πορτοφόλι της μερικές φωτογραφίες που έχει μαζί της από τα παιδικά της χρόνια με τη Ρένα Στάμου.
Τη ρωτάμε γιατί δεν την αναγνώρισε ποτέ. «Σκεφτείτε ότι χαρτί γεννήσεως δεν υπάρχει πουθενά για εμένα. Εψαξα και στην Ελλάδα και στην Αγγλία, και δεν έχω κανένα χαρτί για το ποια είμαι, ποιους έχω γονείς. Εφτασα ακόμα και στη Μονή Πετράκη για να βρω κάποιο στοιχείο. Και εκεί μου απάντησαν πως, και να πεθάνω, δεν θα μπορούν να με θάψουν. Το μόνο που έχω είναι κυπριακό και αγγλικό διαβατήριο και δεν ξέρω πώς τα έβγαλε και αυτά με διαφορετικά ονοματεπώνυμα» λεει. Την κοιτάζουμε βαθιά μέσα στα μάτια. Τη ρωτάμε: είναι δυνατόν μια Ρένα Στάμου να έχει τόσο περίεργο και μπερδεμένο παρελθόν; Χαμογελάει με νόημα. «Και πολλά περισσότερα…» λέει, καταπίνοντας τον κόμπο που έχει στον λαιμό!
Οι σχέσεις μάνας και κόρης όλα τα χρόνια είχαν περάσει διά πυρός και σιδηρού. «Δεν θυμάμαι ποτέ τη μάνα μου να μου έχει πει “σ’ αγαπώ”. Δεν θυμάμαι τη μάνα μου να με έχει κρατήσει αγκαλιά σαν μάνα με παιδί. Το ξέρω, ακούγεται πολύ σκληρό, όμως είναι η πραγματικότητα αυτή. Καμιά φορά σαν παιδί θυμάμαι τη μάνα μου να μου αγοράζει κάποιο φόρεμα. Ομως η μνήμη μου είναι γεμάτη από κακές στιγμές. Στην Αγγλία η αστυνομία είχε βαρεθεί να με βρίσκει στον δρόμο, επειδή η μάνα μου με είχε πετάξει. Είχε φτάσει στο σημείο να με κλείσει στο κρατητήριο για 48 ώρες. Και όλα αυτά μπορώ να τα αποδείξω. Σήμερα δεν βγαίνω σε αυτή τη συνέντευξη για να με λυπηθεί κανείς, αλλά για να βρω την αληθινή μου ταυτότητά» συμπληρώνει.
Τη ρωτάω από πού απορρέει αυτή η σκληρότητα της μητέρας της απέναντί της. «Ισως επειδή, όπως και η μάνα μου γράφει μέσα στην αυτοβιογραφία της, οι γονείς της ποτέ δεν την αγάπησαν πραγματικά. Οταν πήγαμε στην Αμερική να μείνουμε στον θείο μου, η μόνη λέξη που θυμάμαι να μου φωνάζουν όλοι ήταν “μούλικο”. Δεν μπορώ να μετρήσω πόσες φορές ο θείος μου, ως “μούλικο” με είχε κλείσει μέσα σε ένα δωμάτιο χωρίς φαγητό και νερό. Από την Αμερική φύγαμε το ’68 και επιστρέφοντας στην Ελλάδα μάς φιλοξένησε για αρκετούς μήνες στο σπίτι της η Καίτη Γκρέυ. Και εκεί, η αλήθεια είναι ότι πέρασα πολύ όμορφα, γιατί η Γκρέυ ήταν καλός άνθρωπος και συμπονετικός απέναντί μου».
Με το στόμα ανοιχτό και μην μπορώντας να αντιληφθούμε το μέγεθος της σκληρότητας, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της Ρούλας Τζιάκι, τη ρωτάμε για τα παιδικά της χρόνια. «Δεν θυμάμαι τη μάνα μου σχεδόν καθόλου να είναι στη ζωή μου. Πάντα με ξέχναγε στα σχολεία. Το αποκορύφωμα είναι όταν με παράτησε στο ιδιωτικό σχολείο “Κουτσοδόντι” στο Σχιστό και ήρθε έπειτα από μήνες να με πάρει. Η μάνα μου με θυμόταν μόνο στις δύσκολες καταστάσεις της, όταν αρρώσταινε. Το υπόλοιπο διάστημα με πετούσε στους δρόμους και άλλοτε με έδενε χειροπόδαρα στις καρέκλες. Η μάνα μου, πιστεύω με το χέρι στην καρδιά, ότι ποτέ δεν ήθελε να αποκτήσει παιδί. Να σκεφτείτε ότι όταν ερχόταν κάποιος ξένος άνθρωπος στο σπίτι με έκρυβε ή έλεγε ότι είμαι ανιψιά της. Στο σχολείο όλοι φώναζαν “να το μούλικο”. Είχα φάει τρομερό μπούλινγκ σαν παιδί. Ωστόσο, όλοι οι παλιοί συνάδελφοί της ήξεραν για εμένα και την ύπαρξή μου. Και εγώ δεν θα σας το κρύψω: την είχα ανάγκη, και να με αγαπάει και να με προσέχει. Είχα ανάγκη τη σκιά της, τη δύναμή της. Και τώρα με πονάει πολύ αυτή η κατάσταση, που έρχεται συνεχώς στο μυαλό μου».
Οταν στις 28 Μαρτίου 2022 η Ρένα Στάμου έφυγε από τη ζωή η «Espresso», με ειδικό αφιέρωμα, εξιστορούσε όχι μόνο την απίστευτη ζωή της ρεμπέτισσας, αλλά και το θρίλερ με την κηδεία της, καθώς στην Ελλάδα δεν μπορούσε να ενταφιαστεί λόγω του ότι ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά. «Μπορεί ο κόσμος να με κατηγορήσει, όμως, με το χέρι στην καρδιά, έχω πάει μόνο δύο φορές στο μνήμα της, και είναι άλλο ένα αγκάθι για εμένα». Στην πολύωρη συζήτησή μας η Ρούλα Τζιάκι μάς αναφέρει και το τεράστιο πρόβλημα που αντιμετωπίζει τώρα με τη γραφειοκρατία, καθώς η μαμά της στη μακροχρόνια καριέρα της (τραγουδούσε μέχρι και πριν από μερικά χρόνια) είχε καταφέρει να κερδίσει τεράστια ποσά από το τραγούδι τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, όμως η ίδια δεν μπορεί να πάρει ούτε ένα ευρώ επειδή δεν μπορεί να αποδείξει ότι είναι παιδί της.
«Δεν μπορώ σε καμία τράπεζα, σε καμία υπηρεσία να αποδείξω ότι είμαι κόρη της. Το 2014 η μαμά μου είχε έρθει για τελευταία φορά στην Ελλάδα και έκανε μια διαθήκη που τα άφηνε στον εγγονό της. Αυτή τη διαθήκη την είχε αφήσει στην κόρη της μεγάλης ρεμπέτισσας Ιωάννας Γεωργακοπούλου, που ήταν οικογενειακή φίλη. Η Μάρω Γεωργακοπούλου, όμως, πέθανε ξαφνικά, με αποτέλεσμα να έχει χαθεί και η διαθήκη». Τη ρωτάμε για τα ποσά που είχε αφήσει στις θυρίδες των τραπεζών η Ρένα Στάμου. «Στην Ελλάδα είναι 650.000 ευρώ και στην Αγγλία ήταν περισσότερα. Από την Αγγλία μπόρεσα να πάρω μόνο 35.000 ευρώ. Τα υπόλοιπα τα πήρε το κράτος. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, που την είχα πάει σε ένα από τα καλύτερα γηροκομεία της Αγγλίας, της λέω “μαμά, τα λεφτά θα τα χάσουμε. Πρέπει να τα τακτοποιήσεις”. Και μου απαντάει “ε, και;”. Βοηθούσε ξένες οικογένειες, όμως τη δική της ποτέ».
Λίγο πριν ολοκληρώσουμε τη συνέντευξη τη ρωτάω για τις τελευταίες στιγμές της Ρένας Στάμου. «Ηταν, δυστυχώς, σε άλλο κόσμο, με Αλτσχάιμερ. Είχε πάντα αγκαλιά ένα κουκλάκι και κοίταζε στο άπειρο. Ομως το παράδοξο είναι ότι θυμόταν πάντα τα τραγούδια της, ορισμένα πράγματα από τις συνεργασίες της με τους συναδέλφους της, και τον εγγονό της, που λάτρευε. Αν την είχα απέναντί μου θα της έλεγα ό,τι της είπα όταν ήταν ζωντανή: “Θέλω να μάθω ποιος είναι ο πατέρας μου και γιατί δεν έψαξε ποτέ να με βρει”».