Η Αννα Φόνσου είναι ένα ανοιχτό βιβλίο της ιστορίας που περιλαμβάνει όλες τις φάσεις της υποκριτικής τέχνης. Αν σε εμπιστευτεί ή γίνεις φίλος της, είναι βέβαιο πως η καρδιά της θα είναι ξεκλείδωτη σε τέτοιο σημείο, που χωρίς περιστροφές θα σου διηγηθεί τη ζωή της και τη ζωή των άλλων, και θα μείνεις με το στόμα ανοιχτό.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Τη συνάντησα στο Σπίτι του Ηθοποιού, εκεί που μένει κιόλας τους τελευταίους μήνες, και αποφασίσαμε να μιλήσουμε για όλα τα «παράτολμα» σημεία της ζωής της, για τα οποία δύσκολα τη ρωτάει κανείς. Οσα θα διαβάσετε είναι οι δικές της αλήθειες μιας ζωής που θα τη ζήλευε ακόμα και ο Κόπολα για να την κάνει ταινία…
Τελειώνεις και το δεύτερο Σπίτι του Ηθοποιού, στον ίδιο πεζόδρομο. Πώς τα κατάφερες;
Νομίζω πως τον Ιανουάριο θα είναι έτοιμο. Αυτό το κτίριο έχει πολλά ενδιαφέροντα κομμάτια: έχει ένα μικρό θέατρο εσωτερικά για να μπορούν να παίζουν νέοι καλλιτέχνες και θα ονομαστεί «Κυρία Κατερίνα». Γιατί δυστυχώς τα μισά θέατρα στην ελεύθερη αγορά τα έχει ένας επιχειρηματίας και τα άλλα μισά άλλος. Και από την άλλη, το Εθνικό Θέατρο, που έχει μοιρασμένες τις θέσεις. Οπότε, κανένας νέος δεν μπορεί να παίξει. Επίσης το κτίριο θα έχει έναν όροφο για ΑμεΑ, θα έχει βιβλιοθήκη με 10.000 βιβλία, θα έχει γυμναστήριο, καθώς και δωμάτια για να μένουν νεαροί φοιτητές που σπουδάζουν υποκριτική τέχνη. Μην ξεχάσω να αναφέρω το νέο κτίριο που βρήκαμε στη Θεσσαλονίκη και θα εγκαινιάσουμε κι εκεί Σπίτι του Ηθοποιού, αλλά και την ενασχόλησή μου με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, που μακάρι όλη η Ελλάδα να είχε τέτοια αντίστοιχα θέατρα, τέτοιους σκηνοθέτες και διευθυντές!
Αλήθεια, δεν έχεις βαρεθεί;
Επειδή με ξέρεις πολλά χρόνια, δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχω βαρεθεί στη ζωή μου. Δεν έχω βαρεθεί μόνο να αγαπώ ακόμα και τώρα τους γονείς μου, την αδερφή μου, την κόρη μου. Ισως είμαι η πιο βαρετή γυναίκα. Γιατί ακόμα και με έναν άνδρα να βγω, ορισμένες φορές, έπειτα από λίγο διάστημα τον βαριέμαι. Πιστεύω πως και τις τρεις φορές που παντρεύτηκα -και δεν πιστεύω καθόλου στον γάμο- το έκανα γιατί σε έναν μήνα χώριζα. Βαριόμουν πολύ εύκολα!
Τους ερωτευόσουν;
Φυσικά. Αλλά μετά μου περνούσε και μέναμε φίλοι. Το πόσο δυνατός είναι ένας έρωτας το διαπιστώνεις έπειτα από πολλά χρόνια, βλέποντας τι θυσίες έχεις κάνει για εκείνον.
Δεν ερωτεύτηκες ποτέ συνάδελφό σου; Ας πούμε τον Αλεξανδράκη…
Καταρχάς ο Αλεξανδράκης δεν με φλέρταρε ποτέ. Οταν έπαιξα στην ταινία «Το αγοροκόριτσο», όπου με έβαλε στους τίτλους και ως πρωταγωνίστρια, ήμουν πολύ μικρότερή του. Με έβλεπε σαν κόρη του.
Με τον Ηλιόπουλο, όμως, είχες σχέση…
Με τον Ντίνο είχαμε σχέση. Ομως τον Ντίνο δεν τον έβλεπες απλώς ως έναν ηθοποιό. Ηταν ένα πνευματικός άνθρωπος, με τρομακτικό χιούμορ, σοβαρός.
Και γιατί δεν τον παντρεύτηκες;
Καταρχάς είχαμε πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας και αντιδρούσαν οι δικοί μου. Δεν γινόταν!
Υπήρξες μοιραία γυναίκα που σε γούσταραν οι άνδρες…
Γιατί εγώ είμαι από τις γυναίκες που με αγαπούν οι άνδρες.
Το μετάνιωσες που δεν έκανες άλλο παιδί;
Οχι. Δεν ήμουν ικανή να κάνω άλλο παιδί. Είμαι ικανή να αγαπάω τα παιδιά και να κάνω τα πάντα για τα παιδιά. Δόθηκα στην κόρη μου. Από την άλλη, ήμουν μανιώδης με την καριέρα μου. Εδινα όλα τα χρήματα που έβγαζα για να κάνω θέατρο και δικές μου δουλειές. Τώρα που γυρίζω και κοιτάζω πίσω στον χρόνο, αυτές είναι οι δυνατές αναμνήσεις μου. Οπως το θέατρο Προσκήνιο που δημιούργησα και οι δουλειές που έκανα με τον Χατζηχρήστο, τον Καρακατσάνη…
«Σ’ την έπεσε» ποτέ ο Χατζηχρήστος;
Πολύ μεγάλος γυναικάς, όμως πάντα με προλάβαιναν οι άλλες και ήταν πάντα ερωτευμένος. Του είχα πει κάποτε: «Μα, ρε Κώστα, να μην είσαι ποτέ ελεύθερος να ερωτευτείς κι εμένα;» Και ήθελε να τον συμβουλεύω στις σχέσεις του!
Ηταν τόσο ερωτεύσιμος;
Ναι, ήταν. Καταρχάς, ήταν πολύ γενναιόδωρος. Εκανε πράγματα για τη γυναίκα με την οποία ήταν ερωτευμένος. Της έδειχνε τον έρωτά του. Ηταν άξιος για να τον αγαπάς τον Κώστα. Και δεν γινόταν ενοχλητικός να τρέχει πίσω από μια γυναίκα. Ισως και γι’ αυτό πέθανε στην ψάθα… Σε αυτό το σημείο θα βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Γυρνούσα από το Παρίσι, όπου γνώρισα τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Εγώ είχα ένα δέος για αυτόν τον άνθρωπο και του μιλούσα στον πληθυντικό. Και όπως καθόμασταν σε διπλανά καθίσματα, μου λέει: «Σας θαυμάζω. Σας θαυμάζω πολύ». Τον ρωτάω, λοιπόν, ποιον ηθοποιό έχει θαυμάσει περισσότερο. Και μου απαντάει: «Τον Κώστα Χατζηχρήστο. Δεν υπάρχει τέτοιος κωμικός. Πόσο θα σας ήμουν ευγνώμων αν μου τον συστήνατε». Την εποχή εκείνη ο Κώστας φιλοξενούνταν στο ξενοδοχείο «Παρκ» του Δημήτρη Θεοφίλου και δεν είχε καθόλου χρήματα. Εγώ μάλιστα νόμιζα ότι μου κάνει πλάκα. Μου δίνει το τηλέφωνό του και μου λέει: «Θα πάω εγώ να τον βρω. Δεν θέλω να τον κουράσω». Επειδή έμενε σε ένα δωμάτιο στο «Παρκ», του δίνω ραντεβού στον Μαγεμένο Αυλό που ήταν κάτω από το ξενοδοχείο. Και πάμε με τον Κώστα και τη σύζυγό του Βούλα στον Μαγεμένο Αυλό όπου μας περιμένει ο Παπαθανασίου. Σηκώνεται από την καρέκλα του ο Βαγγέλης και με δέος αρχίζει να του λέει πόσο τον θαυμάζει, ενώ έτρεμε βλέποντας τον είδωλό του. Και ο Κώστας να μου λέει χαμηλόφωνα: «Πες μου κάνα τραγούδι του. Δεν ξέρω τίποτα». Καθίσαμε ώρα εκεί. Οταν φύγαμε, μου τηλεφωνεί ο Κώστας και μου λέει ότι του είχε ήδη τηλεφωνήσει ο Παπαθανασίου και τον ρωτούσε αν δουλεύει και τέτοια. Λίγα εικοσιτετράωρα μετά, μου τηλεφωνεί και ο Βαγγέλης, που είχε ήδη νοικιάσει του Χατζηχρήστου ένα σπίτι στο Παγκράτι, ρετιρέ, και καθημερινά ο Χατζηχρήστος είχε κάτω από το σπίτι του ένα αμάξι με οδηγό που τον πήγαινε στον γιατρό του και μετά πηγαίναμε και τρώγαμε στον Διόνυσο απέναντι από την Ακρόπολη, τα οποία πλήρωνε όλα ο Παπαθανασίου. Και ο Κώστας στα τελευταία του έζησε σαν βασιλιάς!
Παρ’ όλες τις φτώχειες που πέρασε, ήταν τόσο αξιοπρεπής ο Χατζηχρήστος;
Πολύ, μέχρι εκεί που δεν φαντάζεσαι.
Από τα χέρια σου πέρασαν πολλά χρήματα και τα περισσότερα τα έριξες στο Σπίτι του Ηθοποιού και φτιάχνοντας θέατρα. Δεν σκέφτηκες ότι αυτά τα χρήματα θα μπορούσες να τα είχες φάει στην καλή ζωή;
Εγώ, όπως ξέρεις, ήμουν πολύ φτωχό κορίτσι. Ο πατέρας μου ήταν εξόριστος πολλά χρόνια και, όταν επέστρεψε στην Τήνο, έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσουμε. Εγώ είχα έναν μικρό γάιδαρο και πήγαινα σε όλο το νησί διάφορα χόρτα, φρούτα και αργότερα με τον ίδιο γάιδαρο πήγαινα στη Βαρβάκειο, στην Αθήνα, φρούτα από την Τήνο. Μετά, όταν η κυρία Κατερίνα με γνώρισε, με σπούδασε και με βοήθησε πολύ για να σταθώ στα πόδια μου. Οταν παντρεύτηκα έναν από τους πιο πλούσιους Ελληνες, τον πρώτο μου άντρα, εκείνος μου έλεγε τι ήθελα να μου αγοράσει. «ενα σπίτι στην Αθήνα, ένα σπίτι στη Νέα Υόρκη…» μου έλεγε και του έλεγα: «Οχι, θα ανεβάσω αυτό το έργο στο τάδε θέατρο». Εκεί τα έριχνα όλα. Ημουν πωρωμένη με το θέατρο και τώρα με το Σπίτι του Ηθοποιού.
Σκέφτηκες ποτέ την υστεροφημία σου;
Οχι, δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτό και γι’ αυτό δεν βλέπεις και πουθενά το όνομά μου γραμμένο μέσα στα κτίρια που φτιάχνω.
Κεφάλαιο Ανδρέας Μπάρκουλης!
Του χρωστάω πολλά του Ανδρέα. Με βοήθησε πολύ στην καριέρα μου. Χάρη στον Ανδρέα έπαιξα στην πρώτη μου ταινία, «Το αγοροκόριτσο», και με έμαθε ο κόσμος. Παίζαμε τότε μαζί στο θέατρο και είχε έρθει ο παραγωγός της ταινίας για να πει στον Μπάρκουλη ότι η Βουγιουκλάκη δεν θέλει να παίξει στο «Αγοροκόριτσο», αλλά θέλει να παίξει στη «Μουσίτσα». Και του λέει ο Μπάρκουλης: «Για δες αυτή τη μικρή». Την επόμενη μέρα πήγα στα γυρίσματα της ταινίας, στην οποία δεν έπαιξε ο Μπάρκουλης γιατί έπαιξε με την Αλίκη στη «Μουσίτσα», κι εγώ με τον Αλεξανδράκη παίξαμε στο «Αγοροκόριτσο». Εγώ του Ανδρέα τού χρωστάω πολλά και λυπάμαι πολύ για όλα όσα τον είχαν κατηγορήσει στο παρελθόν. Και μου έλεγε: «Δεν σκέφτομαι εμένα, αλλά τι θα ακούει αυτό το παιδί όταν θα έχω φύγει από τη ζωή».
Τον ερωτεύτηκες ποτέ;
Οχι. Ούτε τον Κούρκουλο. Μ’ αρέσει οι άντρες να κάνουν ένα διαφορετικό επάγγελμα.
Σου δόθηκε η ευκαιρία να γίνεις το μεγάλο όνομα, η σταρ, κι έβαλες φρένο;
Ναι, την περίοδο που έκανα το θέατρο Προσκήνιο. Θα μπορούσα να είχα κάνει τουρνέ και να παίξω σε πολλά έργα και ταινίες. Νίκο, έχω πολλά ελαττώματα. Μέσα σε αυτά τα ελαττώματα είναι και ότι είμαι πολύ υπερήφανη γιατί πέρασα πολύ μεγάλη φτώχεια και πείνα. Δεν έσκυψα ποτέ το κεφάλι. Οταν μάλιστα με ανέλαβε εξολοκλήρου η κυρία Κατερίνα, αντιλαμβάνεσαι πόσο περήφανη μπορεί να είμαι!
Και για σένα και για την Γκιζέλα τη δεκαετία του ’70 υπάρχουν κάποιες ταινίες με αισθησιακές σκηνές…
Δεν γυρίσαμε ποτέ αυτές τις σκηνές. Γι’ αυτό για 20 χρόνια έτρεχα στα δικαστήρια και στο τέλος δικαιώθηκα. Ποτέ δεν γυρίσαμε αυτές τις σκηνές εμείς. Στις ταινίες που γυρίσαμε εκείνη την εποχή (που ήταν και δικτατορία) κι εγώ και η Γκιζέλα ο παραγωγός ήταν υποχρεωμένος να δώσει το σενάριο και να το διαβάσουν οι άνθρωποι της κυβέρνησης του Παπαδόπουλου. Περνούσε από λογοκρισία, με λίγα λόγια. Για την ταινία «Το κορίτσι και το άλογο» που έκανα εγώ με τον Γιάννη Αργύρη, που ήταν στο Εθνικό Θέατρο, το σενάριο πέρασε από τους καθηγητές του Εθνικού. Οπως μια ταινία που κάναμε με τον Μπάρκουλη με τίτλο «Πιο θερμή από τον ήλιο», όπου είχαμε μια σκηνή με τον Ανδρέα που με αγκάλιαζε. Δεν ξέραμε ότι αυτές τις ταινίες τις στέλνουν στο εξωτερικό και βάζουν άλλες σκηνές επιπλέον. Μάλιστα, σε αυτή την ταινία έχουν βάλει μια χοντρή να φαίνεται το σώμα της με κάτι μεγάλα στήθη. Δεν άντεξα να τη δω αυτή την ταινία. Και όλο αυτό που βίωσα είναι μια πολύ μεγάλη πίκρα που έχω. Δεν έκανα ερωτικές σκηνές σε αυτές τις ταινίες. Μόνο γυμνό και μέχρι εκεί. Ξέρεις, έκανα πολλά χρόνια να το ξεπεράσω και να εμπεδώσω ότι δεν είμαι εγώ αυτή που δείχνουν στην ταινία. Και όταν έκανα τα δικαστήρια, ήρθε ως μάρτυράς μου όλο το συνεργείο που τις γυρίζαμε. Και γι’ αυτό αποσύρθηκαν!
Η Γκιζέλα Ντάλι;
Είχαμε πει τότε να στραφεί κι εκείνη νομικά, αλλά λόγω κόστους δεν μπορούσε και δεν το προχώρησε. Την είχε πειράξει πάρα πολύ, γιατί η Γκιζέλα δεν έκανε ούτε μια σκηνή γυμνή. Και πέθανε με αυτόν τον καημό!
Είσαι φίλη με το «Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη», τον Αλκη Γιαννακά. Γιατί αποφεύγει τη δημοσιότητα;
Οταν του λέω για συνέντευξη, μου λέει: «Δεν θέλω να έχω καμιά σχέση με το παρελθόν μου. Αν ξαναγεννιόμουν, δεν θα έκανα τίποτα από αυτά».
Εβγαλες χρήματα;
Οχι πολλά. Γιατί όταν ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου, εγώ έφυγα. Στο θέατρο, από το οποίο θα μπορούσα να πάρω χρήματα από μεγάλους ρόλους, δεν πήρα, γιατί έκανα δικές μου θεατρικές δουλειές.
Στο Εθνικό Θέατρο γιατί δεν έχεις παίξει;
Κάθε χρόνο πηγαίνω και κάνω αίτηση και κάθε χρόνο μού λένε: «Εχουμε την περυσινή σας αίτηση. Εχετε κάνει κάτι άλλο για να συμπληρώσετε; Δυστυχώς, έχουμε κλείσει για φέτος». Από όλους τους διευθυντές του Εθνικού, μόνο ένας με φώναξε όλα αυτά τα χρόνια να παίξω: ο Δημήτρης Λιγνάδης! Δυστυχώς, ενώ τα είχαμε βρει όλα, έσκασε η υπόθεσή του και πάγωσαν τα πάντα.
Πίστεψες από την αρχή στην αθωότητα του Λιγνάδη;
Εγώ τον Δημήτρη δεν τον ξέρω στην προσωπική του ζωή και δεν με ενδιαφέρει. Οπως δεν με ενδιαφέρει ούτε η προσωπική ζωή κανενός άλλου. Ημαστε στις εισαγωγικές εξετάσεις των παιδιών πολλά χρόνια μαζί. Ξέρω έναν άνθρωπο βαθιά μορφωμένο, ο οποίος μάλιστα πάνω στη δουλειά του δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Αλλωστε, γι’ αυτό υπάρχουν τα δικαστήρια, για να βγάζουν τις σωστές αποφάσεις. Εγώ έκανα 25 χρόνια για να μου φύγει από πάνω μου η «μουντζούρα» με τις αισθησιακές ταινίες. Η Γκιζέλα πέθανε με αυτόν τον καημό.
Σκέφτηκες να έχεις έναν σύντροφο δίπλα σου τώρα που πέρασαν τα χρόνια;
Οχι, τα έχω βρει με τον εαυτό μου και τα έχω καλά. Τώρα ασχολούμαι με της εγγονής μου τα ερωτικά (γέλια).
Θέλω να μου μιλήσεις για τον Σπύρο Μερκούρη, τον αδερφό της Μελίνας…
Ηταν ο έρωτάς μου. Με βοήθησε πάρα πολύ στο Σπίτι του Ηθοποιού και ήταν επίτιμος πρόεδρος. Ο Σπύρος είχε όλα τα προσόντα του καλού ανθρώπου. Διανοούμενος, ήρεμη δύναμη και μεγάλη προσωπικότητα. Πίστεψε πάρα πολύ σε μένα. Ημασταν μαζί 10 ολόκληρα χρόνια!
Η σύζυγός του ήταν τόσο large, που γνώριζε για τη σχέση σας;
Νομίζω πως η σύζυγός του ήταν μαζί του γιατί έπρεπε να είναι μαζί. Το ήξερε για μένα. Του έλεγε «συγχαρητήρια γιατί η Αννα είναι πολύ σπουδαία σε αυτό τον ρόλο» και τέτοια πράγματα. Δεν ήταν αντρόγυνο με την τυπική έννοια. Οταν καθόμασταν, μου έλεγε συνεχώς ιστορίες για τη Μελίνα και κυρίως ότι η Μελίνα δεν είχε καταλάβει πόσο την αγαπούσε ο Σπύρος. Τη λάτρευε. Με τον Σπύρο γυρίσαμε όλο τον κόσμο μαζί. Οι δυο μας. Και παρέμεινα φίλη και με τα παιδιά του Σπύρου. Μάλιστα, θα κάνουμε μια αίθουσα που θα ονομάζεται «Σπύρος Μερκούρης».
Οταν πέθανε, πώς ένιωσες;
Κυριακή πρωί, ήμασταν μαζί στο Κολωνάκι και έπινε βότκα. Μάλιστα, του έκανα παρατήρηση, γιατί το βράδυ θα βγαίναμε. Φεύγει για να πάει σπίτι του και το απόγευμα μου τηλεφωνεί και μου λέει: «Από τη βότκα έχω έναν πονοκέφαλο βαρύ». Του λέω λοιπόν να ακυρώσουμε το βραδινό. Το επόμενο πρωί που του τηλεφωνώ είναι η γυναίκα του η Αλέξια και μου λέει κλαίγοντας: «Πάμε τον Σπύρο στο νοσοκομείο». Τρέχω, πάω στο νοσοκομείο, ήταν αναίσθητος. Οι γιατροί μάς είπαν ότι θα συνερχόταν. Μια μέρα μετά πέθανε και δύο μήνες μετά «έφυγε» και η σύζυγός του. Μου στοίχισε τόσο πολύ, που έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Θα τον τιμώ και θα τον θυμάμαι όσο ζω!
Οταν θα φύγεις από τη ζωή, πώς θα ήθελες να σε θυμάται ο κόσμος;
Νομίζω θα με θυμάται για το Σπίτι του Ηθοποιού. Τέτοια αγάπη που έχω εισπράξει από αυτό το ίδρυμα και τον απλό κόσμο που με βρίσκει στον δρόμο, δεν το έχω εισπράξει ούτε τα 50 χρόνια που παίζω στο θέατρο. Θέλω να τους ευχαριστήσω όλους και έναν έναν για αυτή την αγάπη του κόσμου.