Ενας θυελλώδης έρωτας που έφτασε ως τον αρραβώνα και παραλίγο να καταλήξει σε γάμο, κόντρες πάνω και κάτω από την πίστα, αλλά και πολύ παρασκήνιο… Αυτή ήταν η σχέση της Καίτης Γκρέυ με τον Στέλιο Καζαντζίδη, που έμελλε να σηματοδοτήσει έναν από τους σημαντικότερους ερωτικούς δεσμούς στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Λίγες ημέρες πριν η ταινία «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου με θέμα τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη βγει στις σκοτεινές αίθουσες, με τον Χρήστο Μάστορα στον ομώνυμο ρόλο του μεγάλου λαϊκού βάρδου, και στον ρόλο της μεγάλης ερμηνεύτριας Καίτης Γκρέυ την Κλέλια Ρένεση, η «Espresso», μέσα από τις αφηγήσεις της 100χρονης πλέον μυθικής τραγουδίστριας από τη βιογραφία της «Ετσι όπως τα έζησα», που κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις Αγκυρα, ρίχνει φως σε όσα θα δούμε στη φιλόδοξη ταινία.
Τα κεφάλαια που αναφέρονται στο πιο κάτω κείμενο είναι εντελώς ενδεικτικά, καθώς η αυτοβιογραφία της μεγάλης ερμηνεύτριας περιλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο μέρος από την κοινή ζωή που είχαν με τον Στέλιο! Αλλωστε η μεγάλη τραγουδίστρια δεν έκρυψε ποτέ όσα έζησε με τον μεγάλο της έρωτα Στέλιο Καζαντζίδη, για τον οποίο έλεγε πως ήταν ο μόνος που την έκανε να νιώσει γυναίκα…
Η πρώτη γνωριμία…
«Το μαγαζί κάθε βράδυ ήταν γεμάτο. Ολη η ορχήστρα ήταν καθισμένη πάνω στο πάλκο και οι οικογένειες έρχονταν για να διασκεδάσουν με τα τραγούδια μας. Είχα παρατηρήσει λοιπόν πως κάθε Σάββατο βράδυ μια ηλικιωμένη γυναίκα ερχόταν στο μαγαζί και καθόταν σε ένα από τα πρώτα τραπέζια και περίμενε. Μόλις την έβλεπε ο Κλουβάτος, κατέβαινε από το πάλκο, πήγαινε κοντά της, της έδινε χρήματα και μετά έφευγε. Ενα από τα Σάββατα αυτά ρώτησα τον Γεράσιμο. “Βρε Γεράσιμε, ποια είναι αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα που της δίνεις χρήματα’’; ‘‘Καίτη, είναι μια ταλαιπωρημένη γυναίκα που έχει στη Μακρόνησο έναν γιο στρατιώτη και της δίνω λίγα χρήματα για να του πάρει τσιγάρα”.
Στενοχωρήθηκα έτσι όπως μου το είπε στην αρχή ο Γεράσιμος και θέλησα να τη βοηθήσω κι εγώ. “Γεράσιμε, μπορώ να της δώσω κι εγώ κάτι;” του λέω, και μου απαντάει “φυσικά”. Πράγματι, πήγαινα κοντά της όταν ερχόταν η γριούλα, την έβαζα να φάει και την κερνούσα και μια μπιρίτσα, της έδινα ένα πακέτο τσιγάρα και μετά έφευγε για να πάει στον γιο της. Οταν η κυρα-Γεσθημανή πήγαινε στη Μακρόνησο, στον γιο της τον Στέλιο, τα τσιγάρα, όλο ψέλλιζε: “Στέλιο μου, όταν έρθεις στην Αθήνα, θέλω να γνωρίσεις αυτό το κορίτσι που σου στέλνει τα τσιγάρα και τραγουδάει το “Βουνό”. Τι ωραίο κορίτσι και τι ψυχούλα…” Η επόμενη μέρα ήταν Παρασκευή, Σεπτέμβρης του ’53. Η μεγάλη έκπληξη έρχεται για μένα όταν με πλησιάζει ο Γεράσιμος μπαίνοντας στο κέντρο και μου λέει: “Καιτούλα, έλα να σε γνωρίσω με το παιδί που του στέλναμε τα τσιγάρα. Ηρθε να μας δει.
Πράγματι, πηγαίνω στο τραπέζι και βλέπω τον Στέλιο να έχει πλάι του μια κοπέλα, την Ελένη. Θυμάμαι έκανε ψύχρα και ο Στέλιος έριξε στην πλάτη της μια ζακέτα που της έφερα εγώ για να μην κρυώσει. “Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω από κοντά. Εχω ακούσει τόσο πολλά για σένα από τη μητέρα σου, που νιώθω σαν να σε ξέρω” του λέω εγώ. Το επόμενο λοιπόν βράδυ ήταν Σάββατο και ο Στέλιος αποφάσισε να φέρει στο κέντρο όπου τραγουδούσα όλο το σόι του. Ο Στέλιος, μόλις ακούει ένα ταγκό που παίζει η ορχήστρα, με κοιτάζει στα μάτια και μου λέει: “Θες να σε χορέψω ταγκό;” Κοκκίνισα. “Γιατί όχι” του απαντάω. Χορέψαμε αγκαλιασμένοι το ταγκό και προς το τέλος μού λέει στο αυτί: “Αύριο μεσημέρι θα έρθεις να φάμε σπίτι μαζί…”»
Τα γράμματα & η αποβολή…
«Τότε δούλευα εγώ με το δικό μου συγκρότημα, τον Κωστάκη τον Παπαδόπουλο, τον Λάκη Καρνέζη και τον Γιώργο Κοινούση, στις Τζιτζιφιές στου Δερμιτζόπουλου. Επρεπε λοιπόν να δουλεύω για να συντηρώ και την οικογένεια του Στέλιου, αλλά και για να στέλνω και στον Στέλιο χρήματα. Είχα βάλει τον Στάθη, τον αδερφό του Στέλιου, στο σχολείο. Εν τω μεταξύ, όταν έφυγε ο Στέλιος για την Καβάλα, ο άντρας μου σπιτώθηκε με κάποια γυναίκα. Για να μην έχουν το φόρτωμα του παιδιού που είχε μαζί μου κάνει, τον Φίλιππο, έβγαλε ψεύτικα χαρτιά και έκλεισε το παιδί μου στο ορφανοτροφείο. Ηδη όμως εγώ ήμουν έγκυος από τον Στέλιο. Υπέφερα για να τα βγάλω πέρα. Είχα φτάσει 4,5 μηνών. Η κοιλιά μου άρχιζε να φαίνεται. Μια μέρα, όμως, ένα ατυχές γεγονός μού προκάλεσε αιμορραγία.
Το λέω στην πεθερά μου κι εκείνη κάλεσε την κυρα-Ελισσώ, μια γειτόνισσα που ήξερε από ιατρικά, για να μου κάνει αιμοστακτικές ενέσεις. Η αιμορραγία σταμάτησε. Ομως μετά από κάποιες μέρες η αιμορραγία ξανάρχισε. Τρέχοντας πανικόβλητη η πεθερά μου, με παίρνει και με πηγαίνει σε έναν γιατρό στη γειτονιά μας. Ο γιατρός κάνει όλες τις εξετάσεις. Από το πρόσωπό του τρέχει ιδρώτας. Αφήνει κάτω τα ακουστικά. Στέκεται σιωπηλός σε μια γωνιά. “Δυστυχώς το παιδί έχει πεθάνει. Θα πρέπει να τη χειρουργήσω γιατί υπάρχει κίνδυνος και για την ίδια. Παγώσαμε μόλις το ακούσαμε. Εγώ άρχισα να κλαίω. Η πεθερά μου κρατούσε το κεφάλι της. “Συμφορά μας. Τι θα πούμε στον Στέλιο; Θα αυτοκτονήσει έτσι και μάθει κάτι τέτοιο” έλεγε και ξανάλεγε εκείνη. “Οχι, γιατρέ, θα την πάω σπίτι”. Ετσι κι έγινε.
Πηγαίνουμε σπίτι, κάπως είχα συνέλθει, το βράδυ είχαμε συνέλευση με τον Μανώλη Χιώτη και με το σωματείο μας. Επρεπε να παρευρίσκομαι μαζί τους. Ντύνομαι και ξεκινάω. ηταν χειμώνας, μαζί μου είχα και τον Στάθη, τον αδερφό του Στέλιου. Η πεθερά μου ήταν άρρωστη. Θυμάμαι φορούσα γούνα. Τέλειωσε η συνέλευση και πήρα τον Στάθη από το χεράκι να πάμε στου Δερμιτζόπουλου. Σταματάμε το λεωφορείο και, όπως πάω να ανέβω, αισθάνομαι ένα μπούκωμα στην κοιλιά. Το λεωφορείο σταματάει μπροστά από το κέντρο. Μαζί μας ήταν και ο Κωστάκης ο Παπαδόπουλος. Με βλέπει που είχα κιτρινίσει και κόντευα να σωριαστώ στο έδαφος. “Κώστα, δεν αισθάνομαι καλά. Σε παρακαλώ, πάρε μου από το περίπτερο ένα κουτί βαμβάκι” του λέω. Μπαίνουμε στο κέντρο και αμέσως πηγαίνω στην τουαλέτα. Μόλις πάω για την ανάγκη μου, πέφτει το παιδί. Ηταν αγόρι και ήταν νεκρό…»
Το πρώτο παρατράγουδο με τη Σεβάς Χανούμ….
«Ηταν η εποχή που δουλεύαμε στο Ροσινιόλ. Ο αδερφός μου ο Γιάννης ήθελε να με αποκαταστήσει και να με παντρέψει. Δεν άντεχε να με βλέπει να τυραννιέμαι και να παρακαλάω τον Στέλιο για γάμο. “Φυσικά, Γιάννη, και θέλω να παντρευτούμε με την Καίτη. Σιγά σιγά αρχίζουμε τις ετοιμασίες” του απαντούσε ο Στέλιος. Φορέματα, στεφάνια και το νυφικό που το είχα παραγγείλει από έναν έμπορο, τον Τσεκούρα. Η ζωή μας λοιπόν με τον Στέλιο κυλούσε ήρεμα. Φωνοληψίες, κέντρα, τραγούδι και οικογενειακή γαλήνη. Μια μέρα ο Στέλιος είχε πρόβα με τον Γιώργο Μητσάκη. Μου λέει λοιπόν: “Καίτη μου, φεύγω, πάω για πρόβα με τον Γιώργο. Δεν θα αργήσω”. Επειδή εγώ ήμουν πολύ ερωτευμένη μαζί του, του λέω: “Θες να έρθω μαζί σου, αγάπη μου;” “Οχι, κάτσε να ξεκουραστείς εσύ. Θα έρθω γρήγορα, δεν θα αργήσω”.
Οι ώρες περνούσαν και ο Στέλιος δεν φαινόταν. Εμένα είχαν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια. Παίρνω τον αδερφό μου τον Γιάννη τηλέφωνο για να ψάξουμε μαζί. Ανεβαίνουμε στο μηχανάκι και αρχίσαμε το ψάξιμο. Η πεθερά μου είχε τρελαθεί από την αγωνία. Τι είχε γίνει; Τον είχε πάρει η Σεβάς Χανούμ και, χωρίς να δώσουν σημεία ζωής, είχαν πάει μαζί στην Κόρινθο. Τρεις ολόκληρες μέρες ψάχναμε να βρούμε τον Στέλιο. Μετά από τρεις μέρες ο Στέλιος άνοιξε την πόρτα με κατεβασμένο το κεφάλι. “Σε παρακαλώ, αγάπη μου, συγχώρεσέμε. Αυτή η Σεβάς με μέθυσε που ήμασταν εκεί στου Μητσάκη και με παραπλάνησε…” Για μένα αυτό το παραστράτημα του Στέλιου μου στοίχισε».
Η γνωριμία με τη Μαρινέλλα…
«Ηταν Σεπτέμβρης και η Θεσσαλονίκη ετοιμαζόταν για τη Διεθνή Εκθεση. Τότε λοιπόν μας έκανε πρόταση ένας επιχειρηματίας να ανέβουμε στο κέντρο του. Ηταν οι μέρες που είχαμε τσακωθεί πάλι. “Δεν πρόκειται να πάμε πουθενά. Αμα θες, πήγαινε μόνη σου” μου απαντούσε. Η πόρτα του σπιτιού μας πίσω του κλείνει με δύναμη. Αλλος ένας καβγάς, άλλη μια στενοχώρια και ένα αγκάθι στη σχέση μας. Ο Στέλιος εξαφανίστηκε και πάλι. Είχε πάρει την κιθάρα του, δυο ρούχα και είχε ανέβει μόνος στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει. Μάλιστα είχε κάνει και συμφωνία να πάρει αυτός ως επιχειρηματίας το μαγαζί να το δουλέψει.
Εκεί λοιπόν στη Θεσσαλονίκη πρωτογνώρισε και μια νεαρή κοπέλα, καλλίγραμμη, η οποία χόρευε πολύ ωραία και έλεγε και μερικά τραγούδια. Είχε πολύ ωραία φωνή, αλλά δεν είχε εξοικειωθεί ακόμα. Δεν είχε κάνει επιτυχίες. Ηταν η Μαρινέλλα, την οποία είχε συστήσει στον Καζαντζίδη ο Στέλιος ο Ζαφειρίου. Εγώ δεν ήξερα τίποτα όμως. Η δουλειά δεν πήγαινε καλά και ο Στέλιος πήγαινε να χρεοκοπήσει. Ομως από αυτό το σημείο αρχίζει και η αντίστροφη μέτρηση για τον χωρισμό μας…»