Τι έκανε ο Λάκης Λαζόπουλος όταν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην Αμαλία και την Τασούλα στην Κομοτηνή το 1979;
Τι συνέβη όταν στον γάμο του με την Τασούλα εμφανίστηκε η παιδική του αγάπη με νυφικό και πώς αντέδρασε στις απειλές της προτού εκείνος ντυθεί γαμπρός; Ποια ήταν η αντίδραση της Τασούλας στην… τηλεφωνική απιστία του;
Οι απαντήσεις και πολλές άγνωστες πτυχές της ζωής του Λάκη Λαζόπουλου ξεδιπλώνονται στις 357 σελίδες του βιβλίου «Αλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου» που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Διόπτρα. Ενα βιβλίο που γράφτηκε από τον δημιουργό με αφορμή τη συγκλονιστική μάχη της συζύγου του με τον καρκίνο για πάνω από τρία χρόνια.
Το βιβλίο όμως είναι και μια παράλληλη καταγραφή της άγνωστης προσωπικής ζωής του δημοφιλούς ηθοποιού και θεατρικού συγγραφέα.
Ο ίδιος καταπιάνεται ακόμη και με τις φήμες που κυκλοφορούσαν προ ετών για τα περίφημο κότερο στη Μύκονο και τα ναρκωτικά, βγάζοντας στη φόρα τις ιατρικές εξετάσεις που αποδεικνύουν τον άδικο πόλεμο και τη λάσπη που δέχτηκε…
Η «Espresso» ταξίδεψε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του στον κόσμο του Λάκη Λαζόπουλου και, παίρνοντας τη σχετική άδεια από τον δημιουργό, δημοσιεύει άγνωστες στιγμές του που αποτυπώθηκαν στο «Αλλες φοράνε τα ρούχα σου»…
«Ήμουν στον κινηματογράφο Ποαλα»
Είχα φτάσει Σάββατο βράδυ αργά. Είχα κρυφτεί στο σπίτι μέχρι να ξημερώσει Κυριακή, ξημέρωσε, πήγα στην ταινία, που μπορεί να ήταν και του Γκοντάρ όσο το ξανασκέφτομαι, και βρισκόμαστε στο σημείο που εγώ βγαίνω από τον κινηματογράφο.
Στο πεζοδρόμιο, ακριβώς απέξω, στεκόταν η Τασούλα με την Αμαλία αγκαζέ και με περιμένανε να βγω. Τις είδα με την άκρη του ματιού μου και από την αμηχανία μου έδωσα ακόμη μεγαλύτερη ένταση στα χέρια μου, μιας και συνέχιζα να αναλύω την ταινία στο διπλανό μου, που ακόμη δεν την είχε κατανοήσει. Η αλήθεια είναι ότι χέστηκα πάνω μου. Αν υπήρχε ντομάτα δίπλα μου, θα αισθανόταν μειονεκτικά που εγώ είχα κοκκινίσει περισσότερο από αυτήν. Δεν γινόταν όμως να τις αποφύγω. Είχαν σταθεί σε τέτοιο σημείο, που ήταν αδύνατον να τις προσπεράσεις, να πεις δεν τις είδες ή να κοιτάξεις αλλού.
«Γεια» είπα.
«Γεια» είπαν και οι δυο με μια φωνή.
Είχα και τον νου να μην ακουστούν τίποτα φωνές, νομίζω η Αμαλία πήρε τον λόγο πρώτη. «Ηρθαμε εδώ με την Τασούλα, να ξεκαθαρίσουμε, γιατί μιλήσαμε μεταξύ μας. Αλλα λες σ’ εμένα, αλλά λες σ’ εκείνη και θέλουμε να διευκρινίσουμε ποια από αυτά που λες είναι τα σωστά». Η Τασούλα δεν μιλούσε, συμφωνούσε.
«Ε, αφού είστε άλλες, άλλα θα πω στη μια και άλλα θα πω στην άλλη. Πώς θα πω τα ίδια, αφού δεν είστε ίδιες;» είπα μια εξυπνάδα να γλιτώσω. Δεν γέλασε κανείς…
Πήρα τη μεγάλη απόφαση, δηλαδή αναγκάστηκα, δεν θα την έπαιρνα, φαντάζομαι, αν είχα το περιθώριο να μην την πάρω.
Ομως η ερώτηση «Ποια θες λοιπόν;» με οδήγησε αναπόφευκτα στον γκρεμό της επιθυμίας μου. Εκανα ένα δεύτερο να απαντήσω. «Την Τασούλα» είπα.
Εβαλαν τα κλάματα και οι δυο, η καθεμία για άλλους λόγους, και έφυγαν μαζί αφήνοντάς με μόνο εκεί. Οι φοιτητές είχαν όλοι φύγει. Είχα απομείνει εγώ και το άβασταχτο κρύο. Ενας Λαρισαίος Δον Ζουάν της συμφοράς…
Εστία θηλέων, Κομοτηνή 1979
Ηταν περασμένες δέκα το βράδυ περίπου, όταν άνοιξα την πόρτα της Εστίας Θηλέων στην Κομοτηνή, κρατώντας στο χέρι μου ένα κουτί καριόκες.
Οι κοπέλες που με είδαν να ανεβαίνω τις σκάλες για να πάω στο δωμάτιο της Τασούλας ήξεραν τον λόγο που ερχόμουν. Τα συνωμοτικά βλέμματα και τα γελάκια δεν άφηναν περιθώρια παρανόησης. Ο έρωτας υπήρχε, οι φοιτητές είχαν αρχίσει όλοι να μιλούν για αυτόν, η Τασούλα είχε πιστέψει πια πως αυτή ήταν το κορίτσι που ήθελα, τι έμενε; Το κρεβάτι… Η πόρτα χτύπησε και το «έλα, πέρασε» το άκουσα σαν «έλα, πέρασε στη ζωή μου για πάντα»…
Το κρεβάτι έφυγε προς τον ουρανό και, μόλις οι φωνές μας υψώθηκαν, οι ανάσες δυνάμωσαν και, καθώς οι ήχοι της ευχαρίστησης διέσχισαν την ψυχή για να φτιάξουν την καινούργια μελωδία, μια νυχτερίδα τρύπωσε από το μισάνοιχτο παράθυρο που είχαμε ανοίξει για να φεύγει ο καπνός των τσιγάρων. Κάπνιζα τότε πολύ. Η νυχτερίδα πετούσε σαν τρελή πάνω κάτω, έπεσε πάνω μου και πετάχτηκα από το κρεβάτι.
Η Τασούλα τράβηξε πάνω της την κουβέρτα και εγώ χοροπηδούσα σαν κατσίκι αριστερά και δεξιά προσπαθώντας με το παντελόνι μου να τη βγάλω έξω από το παράθυρο. Φοβόμουν, αλλά εκείνη τη στιγμή η Τασούλα έπρεπε να κρατήσει την εντύπωση ότι ήμουν ατρόμητος. Ασε που ένιωθα ότι έπαιζα ήδη ρόλο με αυτές τις κωμικές κινήσεις που έκανα, ξεβράκωτος στο δωμάτιο να κυνηγάω με ένα παντελόνι μια νυχτερίδα που πετούσε μανιασμένη.
Κάποια στιγμή με την άκρη του ματιού μου την είδα ότι είχε ανασηκώσει την κουβέρτα, με έβλεπε και γελούσε. Από την ώρα που είδα ότι άρχισε να γελάει, νομίζω ότι έπαιξα τον ρόλο μου τέλεια.
Το πούλμαν της χαράς
«Της Ελλάδος το κάγκελο». Επιθεώρηση στο καλοκαιρινό θέατρο Σμαρούλα, στην Ευελπίδων… Κυριακή το βράδυ θα τελειώναμε την παράσταση και την άλλη μέρα πρωί, πολύ πρωί, θα φεύγαμε όλοι μαζί να πάμε στη Λάρισα, στον γάμο μου με την Τασούλα. Το πούλμαν της χαράς. Ετσι το είχε βαφτίσει τότε ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, δημοσιογράφος στον «Ταχυδρόμο».
Ο γάμος ήταν νωρίς το απόγευμα της Δευτέρας. Επαιρναν διάφοροι άνθρωποι στο σπίτι μας στη Λάρισα να μου ευχηθούν «η ώρα η καλή», πέρναγαν συγγενείς, ξαδέλφια και όλο το σόι και άφηναν τα δώρα τους. Η μάνα μου ερχόταν κατά το συνήθειό της και μου κοτσάριζε το ακουστικό στο τηλέφωνο στο αυτί μου και με έβαζε να μιλήσω, ήθελα δεν ήθελα εγώ.
«Μίλα» μου έλεγε. Μέσα σ’ αυτήν την παραζάλη, λίγες ώρες πριν τον γάμο, μου φέρνει η μάνα μου το ακουστικό του τηλεφώνου μέσα στο δωμάτιο που βρισκόμουν και έφτανε μέχρι εκεί το καλώδιο. «Δεν ξέρω ποια είναι», μου είπε, «δεν θέλει να μου πει». Μου πέταξε το ακουστικό στα μούτρα και πήγε να περιποιηθεί τους καλεσμένους.
Στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου άκουσα μια φίλη των γυμνασιακών μου χρόνων που είχε υπάρξει μεγάλος μου έρωτας, είχαμε ερωτευτεί με σφοδρότητα σύγκρουσης αυτοκινήτων που τρέχουν με υπερβολική ταχύτητα. Της έλεγα λοιπόν όσα χρόνια ήμασταν μαζί τότε πως, μόλις τελειώσω το γυμνάσιο και πάω στο πανεπιστήμιο και μόλις βγάλω τα πρώτα μου λεφτά ως δικηγόρος, μ’ αυτή θα παντρευτώ. Τα λόγια αυτά τα ξέχασα βέβαια αμέσως όταν έφτασα στο πανεπιστήμιο στην Κομοτηνή.
Ερχόμουν σπάνια στη Λάρισα και αμέσως φρόντιζα να εξαφανίζομαι, ενώ όποτε βρισκόμασταν, ύστερα από πίεση δική της, και εγώ της έπαιζα τον στεναχωρημένο συνέχεια. Οταν όμως αυτή με ρώταγε αν όταν τελειώσουν όλα αυτά θα παντρευτούμε, εγώ απαντούσα: «Μα, το ρωτάς;»
Σημασία είχε ότι τα τελευταία χρόνια είχαμε χάσει με το κορίτσι κάθε επαφή, όταν εγώ έπαιζα στην πρώτη μου παράσταση στη Λάρισα, αυτή ήταν στο εξωτερικό για μεταπτυχιακό και ξαφνιάστηκα όταν την άκουσα στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου. Φαντάστηκα ότι με πήρε για να μου ευχηθεί ή να μου παραπονεθεί γιατί δεν την κάλεσα στον γάμο.
«Μου είχες πει ότι θα με παντρευόσουν», μου είπε, «και δεν μου το είπες μια φορά, μου το είπες χίλιες». «Ξέρεις πώς είναι ζωή» της είπα. «Δεν έπαψα να σ’ αγαπώ, αλλά κάπου είναι λογικό μέσα σ’ αυτά τα χρόνια…»
«Δεν ξέρω τι είναι λογικό και τι δεν είναι λογικό», μου είπε, «εγώ πίστεψα σε σένα, σε περίμενα, έμαθα ότι παντρεύεσαι, έχω πάρει κι εγώ νυφικό, θα το φορέσω και θα έρθω στην εκκλησία την ώρα που παντρεύεσαι. Θα καθίσω κάπου απέναντι και θα με κοιτάς. Να δω τι θα κάνεις. Και όταν τελειώσει ο γάμος σου, τότε περίμενε να δεις . Δεν είμαι το κοριτσάκι που άφησες όταν έφυγες. Εχω νευριάσει πάρα πολύ».
Κάποια στιγμή στον γάμο η Τασούλα, που ένιωσε από το σώμα μου να τρέχει όλη αυτή η ανησυχία, με κοίταξε και μου μετέφερε με το βλέμμα της την απορία της γιατί γυρίζω συνέχεια και κοιτάω προς τα πίσω.
Ακουγα μέσα μου ένα θόρυβο, μια ξαφνική μουρμούρα των καλεσμένων και κάποια ντυμένη νύφη να διασχίζει το πλήθος και να μου χτυπάει τον ώμο. Θυμάμαι λοιπόν αυτόν τον γάμο λεπτό προς λεπτό. Η άλλη νύφη δεν ήρθε ποτέ. Ευτυχώς. Γιατί θα είχε γραφτεί και σε βίντεο και θα έπαιζε ακόμα μέχρι σήμερα στα πρωινάδικα.
Το τελευταίο τσιφτετέλι
Αρχίσαμε όλοι να κάνουμε ευχές. Ημασταν οκτώ άτομα παρέα. Σηκωνόταν ο καθένας και φώναζε από μια ευχή δυνατά. Η Τασούλα σηκώθηκε και φώναξε με την πιο χαμηλή φωνή απ’ όλους στην παρέα: «Να είμαστε καλά». Εγώ σηκώθηκα προτελευταίος και φώναξα: «Θέλω ένα σπίτι στη Σέριφο». Και ξαφνικά ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από πίσω μου: «Πουλάμε εμείς το δικό μας». Αυτό έγινε το πρώτο εξοχικό μας στη Σέριφο. Περάσαμε υπέροχα καλοκαίρια εκεί. Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη βραδιά που είχαμε μαζευτεί και ποιος δεν ήταν στην παρέα, τέτοια γέλια, η Τασούλα δεν είχε γελάσει ποτέ τόσο δυνατά. Η Λίνα Νικολακοπούλου είχε δώσει ρεσιτάλ εκείνο το βράδυ…
Η Τασούλα κοιμόταν απάνω, η ώρα ήταν περασμένες τέσσερις κι εγώ ήμουν ξαπλωμένος σ’ έναν καναπέ κάτω στο δωμάτιο από το κεντρικό σαλόνι. Σκοτάδι απόλυτο, είχα φέρει τη συσκευή του τηλεφώνου δίπλα μου και ψιθύριζα διάφορα ερωτικά λόγια, από αυτά που λέμε τα ακατάλληλα δι’ ανηλίκους σε μια ηθοποιό που είχα ούτε ένα μήνα πριν γνωρίσει.
Η Τασούλα ξύπνησε μέσα στη νύχτα, κατέβηκε αθόρυβα τις σκάλες, πήγε στην κουζίνα, ήπιε νερό, άκουσε τις ομιλίες και ήρθε και ξάπλωσε στον απέναντι καναπέ στο σαλόνι. Εναν καναπέ που έβλεπε απευθείας στον δικό μου καναπέ, μόνο που το σκοτάδι και η δική μου κατάσταση δεν επέτρεπαν να δω αν υπήρχε κάποιος άλλος στον χώρο.
Ημουν άλλωστε απόλυτα βέβαιος ότι η Τασούλα κοιμάται όπως πάντα βαθιά. Το τηλέφωνο μπορεί να κράτησε και μια ώρα. Οταν τελείωσε, τα μάτια μου, καθώς συνήθιζαν μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα στο σκοτάδι, διέκριναν τη σιλουέτα της στον απέναντι καναπέ και το βλέμμα της συνάντησε το βλέμμα μου. Δεν μίλησε, δεν είπε τίποτα, δεν είπα τίποτα. Εγώ τι να πω, άλλωστε; Τα είχαν πει όλα τα λόγια μου πριν. Σειρά της ήταν να μιλήσει. Δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο άβολα. Με κοιτούσε, δεν μιλούσε. Μετά από κάποια ώρα σηκώθηκε και ανέβηκε τις σκάλες. Δεν το συζητήσαμε το θέμα ούτε την επόμενη μέρα ούτε την μεθεπόμενη ούτε ποτέ.