Λίγες ημέρες μετά το τελευταίο κατευόδιο στον Μίκη Θεοδωράκη, ο κορυφαίος μουσικοσυνθέτης δέχεται μετά θάνατον «ιερά» πυρά από τη Μητρόπολη Πειραιώς, με ανακοίνωση που εξέδωσε και στην οποία αναφέρει ότι η πίστη του μεγάλου Έλληνα δημιουργού στον Θεό είναι «ρηχή και σκιώδης», ενώ χαρακτηρίζει «ανούσιες», «υπέρμετρες» και «απαράδεκτες» τις εκδηλώσεις τιμής μετά τον θάνατό του!
Όπως ήταν φυσικό, η «ιερά επίθεση» προκάλεσε την οργή της οικογένειας του σπουδαίου μουσουργού. Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες της «Espresso», η κόρη του Μίκη Θεοδωράκη, Μαργαρίτα έγινε έξαλλη μόλις πληροφορήθηκε το περιεχόμενο της ανακοίνωσης και διεμήνυσε, μέσω της εφημερίδας, ότι δεν θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρια και πως θα απαντήσει στις προσβολές της μητρόπολης στη μνήμη του πατέρα της.
Στο κείμενο που υπογράφει το «Γραφείο επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών», γίνεται λόγος για φαινόμενο «ειδωλοποιήσεως και αποθεώσεων ανθρώπων». Ένα από τα παράδοξα φαινόμενα της σύγχρονης κοινωνίας μας είναι και αυτό της ειδωλοποιήσεως και αποθεώσεως ανθρώπων που θεωρήθηκαν ως σπουδαίοι και μεγάλοι επειδή διέθεταν κάποια έκτακτα φυσικά χαρίσματα», αναφέρεται στην αρχή του κειμένου που δημοσίευσε η Μητρόπολη Πειραιώς με αφορμή τις «πομπώδεις εκδηλώσεις αποθεώσεως προς τον πρόσφατα αποθανόντα μουσικοσυνθέτη Μιχαήλ (Μίκη) Θεοδωράκη».
Στη συνέχεια, αφού επισημαίνεται ότι ο σύγχρονος αποστατημένος άνθρωπος έχει καταντήσει «ειδωλολάτρης» λόγω της προσκόλλησής του σε πρόσωπα που ικανοποιούν τις μηδενιστικές και ηδονιστικές επιθυμίες του, επιχειρείται μια κριτική προσέγγιση των πολιτικών πεποιθήσεων του Μίκη Θεοδωράκη.
«Ο Μίκης, πέρα από μουσικοσυνθέτης, συνέδεσε τη ζωή του με το μαρξιστικό κίνημα στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε στα εφηβικά του χρόνια στην πολιτική παράταξη της “δεξιάς” και μάλιστα ως μέλος της ΕΟΝ, του Ιωάννη Μεταξά. Είχε, δυστυχώς, ταλαιπωρηθεί στα χρόνια μετά τον αδελφοκτόνο εμφύλιο σπαραγμό και αργότερα στα χρόνια της επταετούς δικτατορίας, επί των ημερών της οποίας τα τραγούδια του είχαν γίνει εμβατήρια αγώνων και “σημαία” ενάντια στο απαράδεκτο στρατιωτικό καθεστώς της χούντας» αναφέρουν οι συντάκτες της ανακοίνωσης. Και προσθέτουν: «Είχε έναν ασταθή πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό, αναμειγνύοντας τις διεθνιστικές αρχές της μαρξιστικής αριστεράς με εθνικά και πατριωτικά στοιχεία. Αναφέρουμε εδώ την πατριωτική του στάση και τη συστράτευσή του με όλες τις υγιείς παραδοσιακές δυνάμεις του τόπου στο θέμα της λεγομένης “Συμφωνίας των Πρεσπών” και τη συμμετοχή του στα πολυπληθή συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης». Σε άλλο σημείο οι υπεύθυνοι του «Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών» επιχειρούν να κάνουν ανάλυση του έργου του κορυφαίου μουσικοσυνθέτη, χαρακτηρίζοντας μάλιστα «αρνητικό στοιχείο στις μουσικές του συν θέσεις το γεγονός ότι τα έργα που μελοποίησε ήταν, κατά κανόνα, έργα μαρξιστών ποιητών και νεοεποχιτών». Από τα ιερά «βέλη» της Μητρόπολης Πειραιώς δεν γλιτώνει ούτε ο Οδυσσέας Ελύτης, αφού στη συνέχεια του κειμένου τονίζεται ότι τα ποιήµατά του «εκφράζουν τις αρχές της Νέας Εποχής και δυστυχώς του Νεοπαγανισμού».
Όσον αφορά τη στάση του Μίκη Θεοδωράκη απέναντι στην ορθόδοξη πίστη η μητρόπολη κρίνει ότι ο αείμνηστος μουσικοσυνθέτης «δεν υπήρξε συνεπής πολέμιος της Εκκλησίας, διότι δεν υπήρξε ποτέ συνεπής μαρξιστής», συμπληρώνοντας ότι από τα κατά καιρούς λεγόμενά του συμπεραίνεται ότι «μάλλον έκλινε προς τον αγνωστικισμό».
Τονίζει δε ότι προξενεί θλίψη και οδύνη «η ρηχή και σκιώδης πίστη του στον άγιο Τριαδικό Θεό, η οποία μάλιστα εκδηλώθηκε με την εν ζωή επιθυμία του να μη στηθεί σταυρός και καντήλι στον τάφο του». Υπάρχουν πάντως και κολακευτικές αναφορές στο καλλιτεχνικό έργο του δημιουργού της «Ρωμιοσύνης», αφού τονίζεται: «Τα μουσικά του έργα, με επαναστατικό κυρίως χαρακτήρα, τον έκαναν γνωστό σε όλο τον κόσμο και τα τραγούδια του έγιναν επαναστατικά “εμβατήρια”. Δημιούργησε (μαζί με τον άλλο μεγάλο καλλιτέχνη, τον Μάνο Χατζιδάκι) τομές στον κορμό του ελληνικού τραγουδιού και γενικότερα του πολιτισμού, αλλάζοντας τη μορφή του, εισάγοντας τον ποιητικό λόγο στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. στη μουσική, έφεραν την αναδιάταξη των οργάνων στην ενορχήστρωση – συνοδεία των μελωδιών… Τα τραγούδια εκείνα προκάλεσαν μια ορμητική ενέργεια. δημιούργησαν μια θάλασσα μελωδιών, συμφωνικών έργων, κύκλους τραγουδιών, εν πάση περιπτώσει, έθεσαν βάσεις για τη σύγχρονη ελληνική μελοποιία. Εκείνη η χρονική στιγμή τού ’50 έμελλε να είναι η σπίθα που θα γινόταν φλόγα και η φλόγα φωτιά. Πύρινος λόγος ατομικής και κοινωνικής συνείδησης. Η παρουσία του από εκείνη τη στιγμή υπήρξε καταλυτική, βάζοντας (μαζί με τον Χατζιδάκι) τα θεμέλια μιας νέας τραγουδιστικής αντίληψης, αλλά και πολιτισμικής αυτογνωσίας». Όπως καταλήγουν οι υπογράφοντες, ο συνθέτης που ταξίδεψε την Ελλάδα στα πέρατα της οικουμένης υπήρξε «μια σπάνια ιδιοφυΐα στον χώρο της μουσικής με παγκόσμια ακτινοβολία», η οποία σεβάστηκε την ορθόδοξη παράδοση μελοποιώντας εκκλησιαστικούς ύμνους. Ωστόσο, δεν «πέφτουν στην παγίδα» να τον αποθεώσουν, λαμβάνοντας υπ’ όψιν «την προσωπική του ζωή και τον ασταθή πολιτικό χαρακτήρα του».
Γι’ αυτόν τον λόγο, εξάλλου, χαρακτηρίζουν «ανούσιες», «υπέρμετρες» και «απαράδεκτες από την άποψη της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως» και τις εκδηλώσεις τιμής του έργου και του προσώπου του Μίκη Θεοδωράκη. «Επομένως οι ιαχές “αθάνατος”, που ακούστηκαν κατά την ταφή του, όπως και η άποψη που εξέφρασε κορυφαίο πολιτειακό πρόσωπο ότι ο Μίκης υπήρξε δήθεν “ο παιδαγωγός του λαού”, δεν έχουν κατά την ταπεινή μας γνώμη καμία αξία και περιεχόμενο. Πολύ περισσότερο δεν έχουμε δικαίωμα να τον τιμήσουμε ή να τον προβάλουμε ως πρότυπο προς μίμηση μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, η οποία γνωρίζει να τιμά και να προβάλλει ως πρότυπα προς μίμηση μόνο τα ζωντανά και πιστά μέλη της, δηλαδή τους αγίους της», καταλήγουν.