Η στολισμένη πόλη της Αθήνας μπορεί εδώ και ημέρες να έχει βάλει τα γιορτινά της όμως ακόμη και στον πιο πολυσύχναστο δρόμο, την Ερμού, που σφύζει από κόσμο κάποιες «σκιές», που για πολλούς περνούν απαρατήρητες, αναζητούν λίγη ανθρωπιά.
ΑΠΟ ΤΟΝ
ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΡΑΛΗ
Είναι οι άστεγοι που κάθονται διακριτικά στις σκοτεινές γωνιές της στολισμένης πόλης προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για να επιβιώσουν ακόμη ένα βράδυ μέσα στο κρύο. Γι’ αυτούς δεν υπάρχουν γιορτές, αλλά απλώς ακόμη μια μέρα που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, ελπίζοντας σε λίγη βοήθεια από τους περαστικούς. Λίγο φαγητό, ένα παλιό ρούχο, πολλές φορές απλά ένα χαμόγελο, αρκούν για να νιώσουν και αυτοί ένα σκίρτημα θαλπωρής και ζεστασιάς.
Η «Espresso» βρέθηκε στην άτυπη κοινότητα που έχουν διαμορφώσει οι άστεγοι δίπλα σε γνωστό μαγαζί με παιχνίδια στο Μοναστηράκι, όπου είναι έντονη η μεγάλη αντίθεση… Από τη μια τα φώτα και τα χαρούμενα γιορταστικά λαμπιόνια και από την άλλη το φτωχικό βιος, μια κουβέρτα, ένα τσιγάρο και σακούλες με αποφάγια.
Ο κύριος Μιχάλης είναι ένας ευγενέστατος εξηντάρης με καταγωγή από τη Σάμο. Διηγείται την ιστορία του, που θα μπορούσε να είναι κομμάτι της ζωής όλων μας. «Είχα μαγαζί με ξηρούς καρπούς στη Σάμο. Η οικονομική κρίση με τσάκισε. Τα χρέη με έπνιγαν. Σκέφτηκα μέχρι να βάλω τέλος στη ζωή μου. Είπα όμως “θα ζήσω και θα το παλέψω”. Πήρα τα υπάρχοντά μου και ήρθα στην Αθήνα να αναζητήσω μια νέα τύχη. Εχω φίλους εδώ, που είπαν ότι θα με βοηθήσουν. Τελικά ήταν μόνο λόγια, “είσαι μεγάλος, ρε συ Μιχάλη, δεν θα αντέξεις να κάνεις τον σερβιτόρο”, μου είπαν. Έμεινα άνεργος στην Αθήνα ψάχνοντας δουλειά. Ενα βράδυ επέστρεψα σπίτι μου απογοητευμένος. Μου το είχαν διαρρήξει και μου τα πήραν όλα, ό,τι μου είχε απομείνει δηλαδή. Ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Εμένα βρήκαν; Πλέον πουλάω χαρτομάντιλα στον δρόμο. Επιχειρηματίας είμαι πάλι!» μας λέει με χαμόγελο θέλοντας να κρύψει τα δακρυσμένα μάτια του.
Λίγο παρακάτω συναντάμε την κυρία Χρυσούλα, 72 ετών με καταγωγή από τον Πύργο, που περιγράφει πώς νιώθει τις γιορτές ζώντας στον δρόμο. «Κάνουμε κι εμείς εδώ στον δρόμο ρεβεγιόν! Μαζευόμαστε, πίνουμε λίγο κρασάκι και κάνουμε πάρτι, με ό,τι καλό μας έχουν αφήσει οι περαστικοί. Αυτές τις ημέρες, ο κόσμος είναι πιο χαρούμενος και τον πιάνει ένα κλίμα φιλανθρωπίας. Τον υπόλοιπο χρόνο μοιραζόμαστε πολλές φορές ένα καρβέλι ψωμί. Εδώ στον δρόμο δεν υπάρχουν για μας γιορτές και μέρες ξεχωριστές. Κάθε μέρα είναι γιορτή, που καταφέρνουμε να επιβιώνουμε» εξομολογείται.
Απέναντι από την κυρία Χρυσούλα ζει στον δρόμο ο Θανάσης, ένα νέο παιδί μόλις 25 ετών με όμορφο χαμόγελο και καθαρό βλέμμα. «Είναι η πρώτη χρονιά που θα περάσω τις γιορτές στον δρόμο. Σιχάθηκα τους ανθρώπους και τα λεφτά τους!» μας λέει με οργή.
«H μητέρα μου αποφάσισε να με πετάξει στον δρόμο για να νοικιάσει το σπίτι μας ως airbnb! Ήθελα από χρόνια να φύγω από το σπίτι της μάνας μου. Ηταν ένα μικρό διαμέρισμα στον Νέο Κόσμο. Δούλευα 12 ώρες σε πιτσαρία για να βγάλω κάποια χρήματα και να αυτοσυντηρούμαι. Είχα κάνει ένα καλό κομπόδεμα και ετοιμαζόμουν να νοικιάσω μόνος μου σπίτι, μέχρι που μου ανακοίνωσε ότι έχω δύο μήνες προθεσμία για να φύγω. Το έκανα μέσα σε μια μέρα. Τα παράτησα όλα και έφυγα. Την ειδοποίησα ότι είμαι καλά και να μη με ψάξει. Είμαι με τους φίλους μου στους δρόμους δίπλα στην Ερμού εδώ και μια εβδομάδα. Νηστικός, αλλά τουλάχιστον ελεύθερος και μακριά από τη φιλαργυρία των ανθρώπων. Δεν το βάζω κάτω, θα βρω σύντομα δουλειά και θα ορθοποδήσω πάλι!» λέει με σιγουριά που προκαλεί έκπληξη.
Ζητήσαμε μια φωτογραφία με τους ανθρώπους που άνοιξαν με χαρά και προθυμία την καρδιά τους, αλλά αρνήθηκαν ευγενικά. «Ας κρατήσουμε τη λίγη αξιοπρέπεια που μας έχει απομείνει, δεν χρειάζεται να μάθει όλη η Ελλάδα την κατάντια μας» σχολίασαν χωρίς να χάσουν το ζεστό χαμόγελο αισιοδοξίας από τα χείλη τους.