Θεραπεία που ελκύει βλαστοκύτταρα στο τμήμα του μυ που έχει υποστεί βλάβη.
Το «κλειδί» στη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας φαίνεται να βρίσκεται σε μια πρωτεΐνη που πρωταγωνιστεί στον μηχανισμό του οργανισμού να αυτοθεραπεύεται. Την πρακτική της αξία επιχείρησαν να ενισχύσουν Αμερικανοί επιστήμονες που δηλώνουν συγκρατημένα αισιόδοξοι από τα πρώτα αποτελέσματα. Στη συγκεκριμένη θεραπευτική απόπειρα, οι Αμερικανοί ερευνητές μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τη γονιδιακή θεραπεία για να βελτιώσουν σε κάποιο βαθμό τα συμπτώματα σε δεκαεπτά ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια τρίτου σταδίου, δηλαδή τη φάση κατά την οποία η ασθένεια καθιστά ακόμη και καθημερινές δραστηριότητες πολύ δύσκολες.
Το καινούργιο της νέας αυτής θεραπευτικής προσέγγισης είναι ότι η γονιδιακή θεραπεία είναι έτσι σχεδιασμένη, ώστε να ελκύει τα βλαστοκύτταρα του ίδιου του σώματος στο τμήμα του καρδιακού μυ που έχει υποστεί βλάβη. Τα πρώτα στοιχεία της έρευνας, που έχουν στα χέρια τους οι ερευνητές του Northeastern Ohio Medical University, είναι ενθαρρυντικά, ωστόσο επισημαίνουν ότι θα χρειαστεί πολύ περισσότερη έρευνα προκειμένου να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα για την πραγματική αξία αυτής της θεραπευτικής προσέγγισης.
Οπως εξηγεί ο δρ Μαρκ Πεν, επικεφαλής της έρευνας, τα βλαστοκύτταρα από μόνα τους έχουν την τάση να επισκευάζουν τον ιστό που έχει υποστεί βλάβη, αλλά δεν τα κάνουν όλα με την ίδια επιτυχία. Ετσι, επιχείρησαν να μεγιστοποιήσουν τις επιδόσεις τους. Εκαναν έγχυση στον καρδιακό μυ των ασθενών με τρεις διαφορετικές δόσεις φαρμάκου που περιείχε γονίδιο για τη SDF-1, μια φυσική πρωτεΐνη στο σώμα που πιστεύεται ότι στρατολογεί τα βλαστοκύτταρα στα σημεία του ιστού που έχουν υποστεί βλάβη. Ερευνα που έγινε στο εργαστήριο έδειξε ότι μετά από καρδιακή προσβολή, η δράση της SDF-1 στην καρδιά αυξάνεται, αλλά μόνο για μικρό χρονικό διάστημα. Στόχος της πειραματικής τους θεραπείας είναι να βελτιώσουν τη δράση της SDF-1 και να ελκύσουν περισσότερα βλαστοκύτταρα στις περιοχές της βλάβης.
Από τα πρώτα αποτελέσματα αυτή η προσέγγιση δείχνει ασφαλής. Δύο από τους δεκαεπτά ασθενείς που υποβλήθηκαν σε αυτήν πέθαναν έναν χρόνο μετά, αλλά οι θάνατοι αυτοί δεν συνδέονταν με τη θεραπεία. Από τους δεκαπέντε υπόλοιπους ασθενείς καταγράφηκαν κάποιες βελτιώσεις στα συμπτώματά τους, αλλά και στην ικανότητά τους να περπατούν.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ