Ο πρώτος άνθρωπος που κατήγγειλε τον Δημήτρη Λιγνάδη αποκαλύπτει τι είπε ενώπιον της ανακρίτριας το βράδυ της 10ης Μαρτίου.
«Δεν ήταν απλά ένα πράγμα που το έκανε μια φορά ή δυο φορές. Ήτανε κάτι το οποίο το εξάσκησε, το έμαθε, το έκανε πολύ καιρό. Εγώ τον είχα ξεχάσει γιατί δεν ήθελα να τον θυμάμαι, ήταν άσχημο αυτό που έγινε και δεν θα επιτρέψω να το πάθει άλλο παιδί αυτό. Δεν άντεξα όταν είδα ότι υπήρχαν και άλλα θύματα, και επιβαλλόταν η φωνή μου στην υπόθεση», είπε ο 25χρονος στην εκπομπή «Live news».
Και συνέχισε: «Όταν μιλούσαμε, είδα έναν καλό άνθρωπο σαν τον ρόλο του πατέρα που είχε, μου μίλαγε για πράγματα της Αρχαίας Ελλάδας μου έλεγε για κάτι πράγματα τα οποία εγώ δεν ήξερα και εγώ είδα ότι είναι ένας άνθρωπος που έχει γνώση, ξέρει πράγματα, γιατί να μη μιλήσω σε έναν καλύτερο άντρα που μπορεί και εμένα να με κάνει και εμένα κάτι καλύτερο;
Όταν βρέθηκα στο διαµέρισµά του καθίσαμε σε έναν καναπέ, µου έβαλε ένα ποτό και µου έδωσε να καπνίσω ένα τσιγαριλίκι. Ξαφνικά, έπειτα από δύο γουλιές ποτού και πριν ακόµη τελειώσω το τσιγάρο, ένιωσα µια υπερβολική έξαψη, αφόρητη ναυτία, τροµερή ζάλη. Παρέλυσα σ’ ολόκληρο το σώµα µου κι άρχισα να χάνω την επαφή µε το περιβάλλον, να σβήνω κυριολεκτικά. Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις µου ήμουν γυµνός στον καναπέ, ενώ είχε ήδη ξηµερώσει».
Όσο για το αν τον απείλησε είπε: «Όχι, εγώ τον απείλησα. Εγώ τον απείλησα γιατί ένιωσα ότι αυτό δεν ήτανε κάτι που έπρεπε να γίνει. Δεν είπα ότι δεν το έχω ανάγκη αυτό στη ζωή μου, κατάλαβες; Δεν ήξερα ότι αυτό ήταν κάτι απαράδεκτο, κάτι το οποίο δεν είναι στον κόσμο μου, τι να σου πω. Ήταν βία. Μου είπε ότι είχε καρκίνο του λάρυγγα και μου μίλαγε λες και είχε πάει να πεθάνει, και ότι δεν αντέχει άλλο. Απ’ ό,τι κατάλαβα είχε απειλήσει κάποια άτομα, αλλά τι να σου πω, εμένα δεν μπόρεσε να με απειλήσει, και δεν πρόκειται ποτέ να μπορέσει να με απειλήσει εμένα. Πλέον ξέρω ποιος είμαι, δεν τον φοβάμαι. Βεβαίως προσέγγιζε όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο, γιατί δεν ήταν απλά ένα πράγμα που το έκανε μια φορά ή δυο φορές. Ήτανε κάτι το οποίο το εξάσκησε, το έμαθε, το έκανε πολύ καιρό.
Ήταν το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί, ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έμπαινε στο μυαλό κάποιου ανθρώπου, μικρού παιδιού. Εκμεταλλευότανε, κάτι έβρισκε πάνω σε κάποιο άτομο. Δεν έκανα παρέα με τον πατέρα μου ποτέ, ούτε με τη μητέρα μου, ήτανε η σχέση πολύ αυστηρή και δεν έβγαινα από το σπίτι γενικώς. Δηλαδή η πρώτη φορά που βγήκα στον δρόμο και μίλησα σε παιδιά ήταν τότε στα δεκατέσσερα, στα δεκαπέντε η πρώτη φορά που βγήκα έξω».
Στις 19 Φεβρουαρίου καταθέτει τη μήνυσή του. Το έγκλημα που φέρεται να τελέστηκε το 2010 τιμωρείται ως κακούργημα και δεν έχει παραγραφεί.
«Το θέμα με έκανε να αρρωστήσω για πρώτη φορά στη ζωή μου, εγώ δεν ήξερα τι ήταν ‘panic attack’ (σ.σ. κρίσεις πανικού). Δεν το ήξερα εγώ αυτό. Άμα δεν είχα το δικό μου το μέρος στην κοινωνία και ξέρω τώρα τι κάνω, θα μπορούσε να μη μιλούσα και ποτέ, θα μπορούσε να φοβόμουνα ακόμα. Δεν με ενδιαφέρει τώρα τι θα πει ο ένας, τι θα πει ο άλλος. Εγώ ξέρω ποιος είμαι, αυτό είναι το πιο σημαντικό».