Βαρύτατο πλήγμα στην ψυχολογία των πολιτών προκάλεσαν η καραντίνα και τα περιοριστικά μέτρα καθώς, σύμφωνα με τα αποτελέσματα διεθνούς έρευνας, κατά τη διάρκειά τους αυξήθηκε το ποσοστό όσων εμφάνισαν κατάθλιψη ή υπέφεραν από σοβαρό στρες. Ταυτόχρονα, είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό παγκοσμίως οι θεωρίες συνωμοσίας που αναπτύχθηκαν γύρω από την πανδημία.
Συγκεκριμένα, η έρευνα «COVID-19 Mental health international for the General Population» που πραγματοποιήθηκε από την COMET-G διαπίστωσε ότι τον τελευταίο έναν χρόνο διαγνώσθηκε με κλινική κατάθλιψη περίπου το 18% των πολιτών παγκοσμίως. Το ποσοστό έφτασε στο 30% στα άτομα που είχαν ήδη προβλήματα ψυχικής υγείας. Μάλιστα, τα συγκεκριμένα άτομα εμφάνισαν αρκετά υψηλά ποσοστά αυτοκτονικών σκέψεων, που έφτασαν σχεδόν το 15%. Παράλληλα, περίπου το 18% εμφάνισε σοβαρότατο στρες. Σύμφωνα με την έρευνα, η πανδημία έπληξε τη γενική ποιότητα ζωής ολόκληρου του πληθυσμού, δηλαδή τις συνήθειες στον ύπνο και στο φαγητό, ενώ προβλήματα δημιουργήθηκαν και στις ενδοοικογενειακές σχέσεις.
Παράγοντες
Οπως ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας, καθηγητής Ψυχιατρικής του Τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Φουντουλάκης, εκτός από το lockdown και τους περιορισμούς, οι παράγοντες που επίσης επηρέασαν ήταν οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, ο φόβος για την οικονομική κατάσταση και την εργασία και η ύπαρξη χρόνιας νόσου. Η έρευνα έδειξε ότι επηρεάστηκαν περισσότερο οι γυναίκες, ενώ οι επιπτώσεις εμφανίστηκαν νωρίτερα στους νέους και στις μεγαλύτερες ηλικίες αργότερα. Στο ίδιο χρονικό διάστημα οι μισοί από τους συμμετέχοντες αποδέχθηκαν σε σημαντικό βαθμό τουλάχιστον μία από τις θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφορούσαν. Οι θεωρίες αυτές βρήκαν γόνιμο έδαφος σε κοινωνίες ανεπαρκώς αναπτυγμένες από πολιτικοοικονομική και κοινωνική άποψη, καθώς και σε αυτές με προβληματικά συστήματα εκπαίδευσης.
«(Οι θεωρίες συνωμοσίας) έπαιξαν έναν σημαντικό ρόλο στις συμπεριφορές του πληθυσμού, μειώνοντας τη συμμόρφωση με τις συμπεριφορές υγείας. Κάποιες από αυτές φαίνεται ότι προστάτευσαν από την εμφάνιση κατάθλιψης αλλά τελικά, ούτως ή άλλως, αποδείχθηκαν όλες ένας επιβαρυντικός παράγοντας για την ψυχολογική υγεία του πληθυσμού» υποστηρίζει ο κ. Φουντουλάκης.
Τέλος, η έρευνα έφερε στο φως και ορισμένα θετικά που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπως τη μείωση της αυτοκτονικότητας και, πιθανότατα, της χρήσης ουσιών και του καπνίσματος. Η έρευνα διοργανώθηκε υπό την αιγίδα του Τμήματος Ιατρικής και της Πρυτανείας του ΑΠΘ, σε συνεργασία με την Παγκόσμια Ψυχιατρική Εταιρεία, από τον Μάρτιο του 2020 έως τον Απρίλιο του 2021 και βασίστηκε σε απαντήσεις περίπου 55.589 ατόμων από 40 χώρες. Τα αποτελέσματά της θα παρουσιαστούν διαδικτυακά το ερχόμενο Σάββατο.