Με ψυχραιμία και αυτοκυριαρχία έδρασε ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, εκείνο το βράδυ της δολοφονίας της συζύγου του στα Γλυκά Νερά, αναφέρει ο εισαγγελέας στην πρότασή του προς το δικαστικό συμβούλιο.
Χαρακτηρίζοντας τον ως έναν άνθρωπο σκληρό, ανάλγητο και αμετανόητο, ο εισαγγελικός λειτουργός εμφανίζεται πεπεισμένος ότι πρόκειται για ένα προσχεδιασμένο έγκλημα, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ότι ήταν ατύχημα.
Στην πολυσέλιδη πρότασή του, ο Εισαγγελέας Γιώργος Νούλης αναφέρεται στη σχέση που είχε το ζευγάρι το οποίο είχε απευθυνθεί σε ειδική σύμβουλο, η οποία έκρινε ότι η Καρολάιν δεν έπασχε από επιλόχεια κατάθλιψη, ότι το ζεύγος ήταν τελείως αποκομμένο από το οικογενειακό περιβάλλον, ενώ «η μεθόδευση από μέρους του κατηγορουμένου (βοηθούσης προς τούτο από το Μάρτιο του 2020 και της πανδημίας του ιού COVID 19) στάσης συστηματικής απομάκρυνσης της συζύγου του από άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, σχέσεις και συναναστροφές, είχε ως σκοπό να έχει τον διαρκή έλεγχο των κινήσεών της, ώστε να μπορεί να την χειραγωγεί.»
Όπως επισημαίνει ο εισαγγελικός λειτουργός: «Η Καρολάιν Κράουτς βίωνε ως εγκλεισμό την σχέση της με τον κατηγορούμενο, διακατεχόταν δε αυτή ενόψει και της ηλικιακής τους διαφοράς από σύνδρομο «συνεξάρτησης» από τον τελευταίο κι εμφανιζόταν φοβισμένη.
Το μοιραίο βράδυ της δολοφονίας – Ο θάνατος δεν ήταν ακαριαίος, αλλά αγωνιώδης
Αναφερόμενος στο μοιραίο βράδυ της δολοφονίας , ο εισαγγελέας επισημαίνει:
«Μετά και την συγκεκριμένη πολλοστή θερμή φιλονικία του ζεύγους ο κατηγορούμενος αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση σχεδίου εξόντωσης της συζύγου του, που από καιρό καλλιεργούσε στην σκέψη του, με σκοπό να απαλλαγεί από την παρουσία της και να απομείνει μόνος με το παιδί τους. Το σχέδιο του αυτό αποτελούνταν από δύο μέρη, αφενός μεν την φόνευση της Κράουτς, αφετέρου δε την εμφάνιση του θανάτου της ως προϊόν εγκληματικής ενέργειας τρίτων αγνώστων δραστών προς αποφυγή τον δικών του ποινικών ευθυνών. Κι ενόσω το μωρό κοιμόταν στο σαλόνι της οικίας και η Κράουτς στην κρεβατοκάμαρα του άνωθεν αυτού ορόφου ο κατηγορούμενος προχώρησε, με τη χρήση γαντιών χειρός, σε σειρά ενεργειών προκειμένου να διαμορφώσει στο χώρο της οικίας εικονικό σκηνικό «ληστείας μετά φόνων».
Συγκεκριμένα:
- Προέβη στην βίαιη αποκόλληση κάμερας παρακολούθησης του χώρου σαλονιού -καθιστικού, που ήταν τοποθετημένη (βιδωμένη) στην οροφή του, ώστε να μην καταγράφονται οι κινήσεις του υποστήριξης του σεναρίου που εμπνεύστηκε
- Προχώρησε στην αφαίρεση και την καταστροφή της κάρτας μνήμης της συγκεκριμένης συσκευής με σκοπό την εξαφάνισή της.
- Αποξήλωσε το παράθυρο φύλλο του υπογείου της μεζονέτας το οποίο στη συνέχεια απέκρυψε στο χώρο του πλυσταριού, ώστε να δημιουργήσει «πύλη εισόδου» των «αγνώστων ληστών» στο σπίτι.
- επέφερε σε επιλεγμένους χώρους της μεζονέτας (καθιστικό σαλόνι) τεχνητή εικόνα ακαταστασίας, ώστε να εμφανίζουν εικόνα άτακτης της έρευνας τους (ενδεικτικά, αναστάτωση βιβλιοθήκης, ρίψη στο δάπεδο πλαστικού κουτιού του επιτραπέζιου παιχνιδιού monopoly) και
- Απομάκρυνε από τον χώρο του σαλονιού τιμαλφή του ζεύγους (βέρες, δαχτυλίδια) τα οποία και απέκρυψε εντός πλαστικής σακκούλας στο ρεζερβουάρ της μοτοσυκλέτας του, ώστε να τα παρουσιάσει ως «λεία των ληστών».
Αφού ολοκλήρωσε το πρώτο μέρος της «σκηνογραφίας» των χωρών του ισογείου του σπιτιού ο κατηγορούμενος περί ώρα 4:05 ανέβηκε στο υπνοδωμάτιο της μεζονέτας όπου κοιμόταν ανύποπτη η σύζυγός του. Απόλυτα ψύχραιμος αιφνιδίασε τον κοιμώμενο σε πρηνή θέση (μπρούμυτα) θύμα, το οποίο και ακινητοποίησε με το υπέρτερο σωματικό βάρος του. Με τη δύναμη των χεριών του πίεσε ισχυρά το κεφάλι της Κράουτς προς το μαξιλάρι με αποτέλεσμα την απόφραξη των έξω στομίων των αεροφόρων οδών αυτής (στόμα και ρουθούνια). Τούτο επέφερε σταδιακή δυσχέρεια στην αναπνοή της, αυτή σθεναρώς προσπάθησε να αντιδράσει, πλην όμως τούτο δεν κατέστη δυνατό. Η προσπάθεια αυτή του κατηγορουμένου να εξοντώσει την σύζυγό του διήρκεσε επί πεντάλεπτο και τελικώς το θύμα κατέληξε λόγω ασφυξίας περί ώρα 4:11. Ο θάνατος δεν ήταν ακαριαίος, αλλά αγωνιώδης.»
Το δεύτερο μέρος του εγκληματικού σχεδίου
«Μετά την θανάτωση της συζύγου του ο πάντα ψύχραιμος και αυτοκυριαρχούμενος κατηγορούμενος προχώρησε άμεσα στην υλοποίηση και του δευτέρου μέρους του εξαρχής προπαρασκευασμένου εγκληματικού του σχεδίου: Της δήθεν εισβολής ληστών στην οικία του, οι οποίοι και σκότωσαν την άτυχη σύζυγό του. Προς τούτο αυτός:
1. Την ώρα 4:20 φόνευσε διά απαγχονισμού τον οικόσιτο σκύλο ονόματι Ρόξι. Το άτυχο ζώο κρεμάστηκε από αυτόν με το λουρί του στα κάγκελα της εσωτερικής σκάλας μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου. Η τέλεση του εγκλήματος αυτού είχε δε την στόχευση, τόσο στο να εμφανιστεί πειστικότερο το σενάριο της βιαιότητας των «φανταστικών» ληστών, οι οποίοι πλην της συζύγου του σκότωσαν και τον τετράποδο, όσο και να απομακρυνθούν οι τυχόν υποψίες από το πρόσωπο του κατηγορουμένου, αφού δεν θα ήταν πιθανό να θεωρηθεί ότι ο ίδιος το κακοποίησε
2. Προέβη στην επιλεκτική αναστάτωση και του χώρου της κρεβατοκάμαρας, όπου σκότωσε το θύμα, με την αφαίρεση και την ρίψη στο δάπεδο συρταριού κομοδίνου. Και τούτο προς διαμόρφωση εικόνας έρευνας και του ακριβούς σημείου του εγκλήματος.
3. μετακίνησε το κοιμώμενο στο ισόγειο όροφο μωρό του ζεύγους και το τοποθέτησε επάνω στο κρεβάτι του υπνοδωματίου, δίπλα στην άρτι δολοφονηθείσα από τον ίδιο μητέρα του. Και τούτο με σκοπό να προσδώσει ένα περαιτέρω δραματικό τόνο στο όλο σενάριο και να μεγεθύνει την αγριότητα των ανύπαρκτων ληστών.
4. Με τη χρήση σπάγκου και μονωτικής ταινίας έδεσε μόνος του μεταξύ τους τα χέρια του μπροστά και τα πόδια του. Περαιτέρω, περιτύλιξε το λαιμό του με μονωτική ταινία, με την οποία κάλυψε το στόμα και τα μάτια του, ώστε να εμφανίσει εαυτόν ως ακινητοποιηθέντα από τους ληστές. Αντίστοιχα έπραξε και με το σώμα της συζύγου του, της οποίας τα χέρια έδεσε πισθάγκωνα με μια γκρι ζακέτα.
Οι υποκριτικές ενέργειες
Όπως αναφέρει ο εισαγγελέας, κατά την προανάκριση ο κατηγορούμενος επέμενε να προβαίνει σε υποκριτικές ενέργειες που θα απομάκρυναν τις υπόνοιες τέλεσης του εγκλήματος από τον ίδιο.
«Ως προς την ανθρωποκτονία από πρόθεση ανθρωποκτόνος δόλος ευκρινώς συνάγεται από τον τρόπο και τις συνθήκες εκτέλεσης της (πεντάλεπτης διαρκείας ασφυκτικός πνιγμός του κοιμώμενου θύματος). Εξίσου εναργώς προκύπτει και το στοιχείο της ηρεμίας ψυχικής κατάστασης στην οποία τελούσε ο δράστης κατά την εκτέλεσή της, όπως συνάγεται από την εκ των προτέρων μεθόδευση της παύσης λειτουργίας τις κάμερας ασφαλείας της οικίας του, τον αιφνιδιασμό της ανύποπτης θανούσης, την εξαρχής σκηνοθεσία δήθεν διαπραχθείσας και σε βάρος του ληστείας και της προσχεδιαστεί σας προσπάθειες παραπλάνησης των διωκτικών αρχών. Για τις υπόλοιπες πράξεις υφίσταται η ομολογία του κατηγορουμένου, όλες δε αυτές απέρρευσαν από το κίνητρο της συγκάλυψης της εγκληματικής του δράσης και στόχευαν στην πρόκληση σύγχυσης και τελικώς τον αποπροσανατολισμό των αστυνομικών ερευνών».
«Η πλήρης διαύγειά του επιρρωνύεται από την πληρότητα της σχετικής «σκηνοθεσίας» τόσο μετά την τέλεση της ανθρωποκτονίας όσο και πριν από αυτή, η οποία και καταδεικνύει ότι την επεξεργάστηκε νωρίτερα και υπολογισμένα και όχι υπό το κράτος ανεξέλεγκτης παρόρμησης.
Η δε χρονική τοποθέτηση από τον ίδιο όλων των «σκηνοθετικών» ενεργειών του μετά την θανάτωση του θύματος και ως προϊόν πανικού του αφενός μεν είναι παντελώς άνευ εννόμου επιρροής ως προς το χαρακτηρισμό της πράξης, αφετέρου δε τελείως αβάσιμη, αφού εντός δίωρου από την κατάληξη του θύματος έως και την ειδοποίηση της άμεσης δράσης δεν είναι χρονικά αντικειμενικά εφικτή η πραγμάτωση του συνόλου των προαναφερθεισών παραπλανητικών ενεργειών προς υποστήριξη του κατασκευασμένου σεναρίου περί της δήθεν ληστείας”.
Ο εισαγγελέας κάνει λόγο για «ψυχρή και μεθοδική εξύφανση λεπτομερούς ψεύδους σεναρίου περί επιδρομής στον τόπο του εγκλήματος αγνώστων τρίτων ληστών, οι οποίοι δήθεν διέπραξαν τα εγκλήματα στα οποία ο ίδιος προέβη, προς αποπροσανατολισμό των αστυνομικών και διωκτικών αρχών. Και αναφέρει ως παραπειστικές ενέργειες:
1. Την υποκριτική και αμετανόητη στάση του μετά την ανθρωποκτονία που διέπραξε, καθώς αναζήτησε ψυχολογική στήριξη για την διαχείριση της προσποιητής θλίψης του από την απώλεια της συζύγου του
2. την θρασύτητα και την έλλειψη μεταμέλειάς του, ως προκύπτει από την άνεση και την παρουσία και συμμετοχή του ως «τεθλιμμένου χώρου» στις θρησκευτικές τελετές μνήμης της φονευθείσας από τον ίδιο συζύγου του και
3. τον κυνισμό και την φιλαυτία που επέδειξε ακόμη και μετά την ομολογία των πράξεών του καθώς επιχείρησε να δικαιολογήσει το ψευδές σκηνικό ληστείας που επεξεργάστηκε προς αποφυγή των ποινικών ευθυνών του ως προερχόμενο από το ενδιαφέρον του «η κόρη του να μεγαλώσει τουλάχιστον με τον πατέρα της». Ήτοι ο ίδιος να απολαύσει την πατρότητα και την ανατροφή ενός παιδιού από το οποίο βίαιο στέρησε από την βρεφική του ηλικία την μητέρα του».