«Ερημώνουν» και πάλι τα «σπίτια» του πληρωμένου έρωτα, καθώς, λίγους μήνες αφότου συνήλθαν από τις τραγικές επιπτώσεις που είχαν για εκείνα τα διαδοχικά lockdowns, δέχονται το ένα «χτύπημα» μετά το άλλο εξαιτίας της ακρίβειας και των υπέρογκων λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος, που απομακρύνουν την πελατεία τους.
- Από την Ιωάννα Τσέφλιου
Τα τελευταία δύο χρόνια ο κλάδος φυτοζωούσε και αντιμετώπιζε αντιξοότητες που έσφιγγαν ολοένα περισσότερο τη θηλιά στον λαιμό των ιδιοκτητών και των κοριτσιών του αγοραίου έρωτα, εξαιτίας της πανδημίας, των πιστοποιητικών εμβολιασμού και των οικονομικών προβλημάτων. Πάνω που πήγαν να πάρουν μια ανάσα, η ακρίβεια και η ενεργειακή κρίση οδηγούν ξανά τα κόκκινα φανάρια σε λουκέτο και αναγκάζουν τις εργαζόμενες να βγουν στις «πιάτσες» για να επιβιώσουν. Η πρόεδρος του Σωματείου Εκδιδόμενων Προσώπων Ελλάδας (ΣΕΠΕ) Ελλη Κανελλοπούλου κάνει λόγο για μια ζοφερή κατάσταση που είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί.
«Δέχομαι παράπονα από παντού, δεν υπάρχει ελπίδα. Τεράστια αναδουλειά… Αν δεν έχεις να το συντηρήσεις, θα το κλείσεις, τι θα το κάνεις; Είχαμε που είχαμε όλη αυτή την πτώση της κίνησης τα χρόνια της πανδημίας με τα περιοριστικά μέτρα για τον κορονοϊό, μετά τα πιστοποιητικά εμβολιασμού, πλέον οι επιχειρήσεις που λειτουργούν νόμιμα εδώ και χρόνια απειλούνται και λόγω των ανεξήγητων αυξήσεων στο ρεύμα» αναφέρει, μιλώντας αποκλειστικά στην «Espresso».
Η Έλλη Κανελλοπούλου εξηγεί πως τα ενοίκια εξακολουθούν να βρίσκονται «στον Θεό», πράγμα που, σε συνδυασμό με τα πάγια έξοδα μιας επιχείρησης, οδηγεί τους ιδιοκτήτες στην ανέχεια.
«Όταν το μικρότερο ενοίκιο που συναντάς σε ένα “σπίτι” είναι 1.000 ευρώ, ο μισθός της καθαρίστριας άλλα 700-800, το ρεύμα πλέον ξεπερνά κάθε λογική, προφανώς, αν δεν έχεις να το συντηρήσεις, θα βάλεις λουκέτο. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι διαφορετικό…» παραδέχεται η πρόεδρος του Σωματείου Εκδιδόμενων Προσώπων Ελλάδας.
Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζει πως νομοτελειακά οι υπέρογκοι λογαριασμοί ρεύματος θα οδηγήσουν τις εργαζόμενες του «πληρωμένου έρωτα» στους δρόμους, με όσους κινδύνους συνεπάγεται αυτό.
«Από τη στιγμή που τα “σπίτια” κλείνουν, οι κοπέλες πρέπει κάπως να ζήσουν. Είναι φυσικό και επόμενο, λοιπόν, πως θα ψάξουν αλλού δουλειά. Ήδη το 90% των κοριτσιών είναι παράνομες στον κλάδο. Τώρα θα παραγίνει το κακό. Οχι ότι τα πράγματα είναι ρόδινα για το υπόλοιπο 10% των ιερόδουλων, που έχουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος… Η πανδημική κρίση χτύπησε για τα καλά τους οίκους ανοχής, ενώ οι κρατικές ενισχύσεις ήταν ελάχιστες σε σχέση με το μέγεθος των πάγιων εξόδων. Τώρα, καλούνται να αντιμετωπίσουν και τα λουκέτα…» λέει.
«Υπάρχει τεράστιο θέμα. Το ρεύμα έχει δυσκολέψει πολύ την κατάσταση για τον κλάδο μας, που ολοένα χειροτερεύει. Το πρόβλημα, βέβαια, είναι σύνθετο. Έχουμε χάσει κάθε ελπίδα ότι το επάγγελμά μας θα βιώσει ξανά την άνοδο».
Όπως συμπληρώνει, το μεγάλο πρόβλημα για τους οίκους ανοχής είναι οι φουσκωμένοι λογαριασμοί του ρεύματος, αλλά και τα υψηλά ενοίκια.
«Πρέπει να μειωθούν τα ενοίκια και σαφώς το ρεύμα. Οι οίκοι ανοχής δίνουν τεράστια ποσά κάθε μήνα. Δεν γίνεται αυτό το πράγμα! Υπάρχουν μαγαζιά που προηγουμένως πλήρωναν λίγες εκατοντάδες ευρώ σε λογαριασμούς ρεύματος και πλέον το ποσό έχει φτάσει 1.500 ευρώ και σε πολλές περιπτώσεις ακόμη περισσότερο».
Σε ερώτηση αν πιστεύει πως θα υπάρξει μέριμνα για τα «σπίτια» του έρωτα, η Ελλη Κανελλοπούλου είναι απόλυτη και δεν μασάει τα λόγια της. «Δεν θα γίνει απολύτως τίποτα. Ακόμα και στο παρελθόν, που έχει τύχει τόσες φορές να μιλήσουμε, τίποτα δεν έγινε. Ισα ίσα που, αν πας να διεκδικήσεις και αυτά που πρέπει, σε κοιτάνε με απαξιωτικό ύφος – ξέρεις τι εννοώ…» λέει με νόημα και συμπληρώνει: «Τουλάχιστον να καταργηθεί το πιστοποιητικό εμβολιασμού – θα είναι ανάσα για εμάς, γιατί τόσο καιρό δυσκολεύει τη δουλειά μας».
Τέλος, η Έλλη Κανελλοπούλου κάνει αναφορά στο φημισμένο «Μπορντέλο της Ελλης», που πλέον δεν λειτουργεί. «Αποφάσισα να το κλείσω. Όχι για οικονομικούς λόγους. Η Αθήνα έχει χαλάσει, έβλεπα να συμβαίνουν απαίσια περιστατικά που έριχναν το επίπεδο. Ερχονταν και μου ζητούσαν “νο πλάστικ” ή έκαναν παζάρια. Είχε αρχίσει να γίνεται και επικίνδυνη η γειτονιά! Και, αν πεις κάτι, σε λένε ρατσίστρια. Εγώ απλά λέω πώς είναι τα πράγματα, δεν είμαι ρατσίστρια» καταλήγει.