Σε «κόκκινο συναγερμό» βρίσκονται οι υγειονομικές Αρχές της χώρας, καθώς θεωρείται θέμα χρόνου η έλευση της ευλογιάς των πιθήκων και στην Ελλάδα. Ο συναγερμός που σήμανε για το ύποπτο κρούσμα με τον Ρουμάνο που νοσηλευόταν στο Αττικόν μπορεί να αποδείχθηκε ψευδής, καθώς είχε προσβληθεί από ανεμοβλογιά, ωστόσο η επιστημονική κοινότητα θεωρεί αδύνατο να μη βρεθεί και η Ελλάδα στη λίστα των χωρών που έχει εντοπιστεί η συγκεκριμένη νόσος.
Τα δεδομένα που συλλέγονται σε παγκόσμιο επίπεδο αξιολογούνται τις τελευταίες ημέρες από τους επιστήμονες, οι οποίοι αναπτύσσουν στρατηγικές για την αντιμετώπιση της νόσου και την προστασία του πληθυσμού. Το θετικό στοιχείο είναι πως, παρά την ανησυχία -δεδομένου ότι μιλάμε για ένα σπάνιο νόσημα-, οι ειδικοί είναι ιδιαίτερα αισιόδοξοι, στέλνοντας καθησυχαστικά μηνύματα στον κόσμο.
Ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ Θεοκλής Ζαούτης ξεκαθάρισε χθες πως η ευλογιά των πιθήκων μπορεί να προκαλεί ανησυχία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να λάβει τα χαρακτηριστικά μιας επιδημίας ή πανδημίας, όπως αυτή του κορονοϊού.
«Δεν είναι πολύ μεταδοτική ασθένεια…» εκτίμησε και συμπλήρωσε πως «μόλις μία στις 50 στενές επαφές κολλάει». Ο κ. Ζαούτης ξεκαθάρισε ότι δεν μιλάμε για επαναφορά της μάσκας, καθώς η μετάδοση γίνεται με επαφή μέσω δερματικών βλαβών και σωματικών υγρών.
Πέραν του ΕΟΔΥ, επί ποδός βρίσκεται και η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, καθώς το ζήτημα της προστασίας του πληθυσμού από την πιθανότητα διασποράς του ιού βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα του υπουργείου Υγείας. Σύμφωνα με την πρόεδρο της επιτροπής Μαρία Θεοδωρίδου, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει εγκεκριμένο εμβόλιο με αποκλειστική στόχευση την ανοσοποίηση του πληθυσμού από τη νόσο της ευλογιάς των πιθήκων. Ωστόσο, ήταν ιδιαίτερα καθησυχαστική, λέγοντας πως μιλάμε για μια ασθένεια η οποία δεν μπορεί να προκαλέσει βαριά νόσηση ή θάνατο.
«Το νόσημα δεν χαρακτηρίζεται από σοβαρή νόσηση. Μπορεί να είναι αντιαισθητικό, απεχθές έτσι όπως το βλέπει κανείς, αλλά δεν είναι σοβαρό. Υπάρχει, βέβαια, 1% θνησιμότητα στην Αφρική, αλλά εκεί υπάρχουν κι άλλες συνθήκες. Είναι γενικά ένα νόσημα που αυτοϊάται» ανέφερε.
Σε αντίστοιχα συμπεράσματα φαίνεται πως καταλήγει η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων επιστημόνων. Ο καθηγητής Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Τζανάκης ξεκαθάρισε πως «ο πολύς κόσμος δεν πρέπει να ανησυχεί καθόλου για την ευλογιά των πιθήκων. Η νόσος αυτή μεταδίδεται πολύ δύσκολα, σε πολύ κοντινή επαφή με πάσχοντα, ο οποίος είναι μολυσματικός, όταν πλέον είναι συμπτωματικός, και με το εξάνθημα». Ιδιαίτερα καθησυχαστικός έχει εμφανιστεί και ο καθηγητής του London School of Economics Ηλίας Μόσιαλος.
Στον αντίποδα των παραπάνω, η καθηγήτρια Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ Αθηνά Λινού έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, τονίζοντας πως το υγειονομικό προσωπικό της χώρας δεν γνωρίζει τη συγκεκριμένη νόσο, άρα δεν γνωρίζει και πώς πρέπει να τη διαχειριστεί.
«Πρόκειται για μια φρικτή αρρώστια, με θνησιμότητα 10%, και, επίσης, όσο νοσεί κάποιος υποφέρει» είπε και συμπλήρωσε: «Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν γιατροί που να γνωρίζουν την ασθένεια, αφού το τελευταίο κρούσμα είχε εντοπιστεί το 1950, και άρα όλοι οι συνάδελφοι εκείνης της εποχής δεν ζουν». Συνεπώς, σύμφωνα με την κυρία Λινού, θα πρέπει να υπάρξει προσοχή και να τηρούνται τα μέτρα υγιεινής.