Η επιτυχία αστυνομικών σειρών από το «CSI» και το «Dexter» μέχρι το «Line of Duty» και το «Law & Order» είναι τόσο μεγάλη παγκοσμίως, που μας έχει κάνει να θεωρούμε δεδομένο πολλά πράγματα για την εξιχνίαση των εγκλημάτων, τα οποία όμως στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μύθοι.
- Από τον Βασίλη Χονδρογιάννη
Ειδικοί αναλυτές των τόπων εγκλημάτων μάς επιφυλάσσουν μεγάλες ανατροπές σε όσα γνωρίζαμε μέχρι τώρα, οι οποίες, ωστόσο, δεν πρόκειται να μας χαλάσουν την απόλαυση που μας προσφέρουν οι ανατροπές στην πλοκή της αγαπημένης μας αστυνομικής σειράς.
Ο πιο διαδεδομένος μύθος, σύμφωνα με δημοσίευμα της «Daily Mail, είναι ότι μετά τη σύλληψη, όταν ο ύποπτος οδηγείται στο κρατητήριο, έχει δικαίωμα για μόνο ένα τηλεφώνημα. Κάποιες φορές, μάλιστα, οι «κακοί» της πλοκής το χρησιμοποιούν για τους σκοτεινούς σκοπούς τους. Ποιος δεν θυμάται στην ταινία «The Dark Knight» τον Τζόκερ να χρησιμοποιεί το μοναδικό τηλεφώνημα για να ενεργοποιήσει βόμβα που είχε κρυμμένη στην κοιλιά συνεργού του; Μόνο που, σύμφωνα με το Legal Reader, αυτό είναι εφεύρεση του Χόλιγουντ. Στις ΗΠΑ, οι συλληφθέντες έχουν δικαίωμα να κάνουν δύο ή περισσότερα τηλεφωνήματα, ενώ αντίθετα στη Βρετανία, όπως επισημαίνει ο δικηγόρος Τζον Μέιλ, δεν επιτρέπεται να κάνουν κανένα. Είναι οι αστυνομικοί που ενημερώνουν το άτομο που θα τους υποδείξει ο συλληφθείς.
Ξεχάστε, επίσης, τις τόσο συνηθισμένες σκηνές σε αστυνομικές σειρές του εξωτερικού ή της Ελλάδας στις οποίες ο ύποπτος μαζί με άλλα άτομα στέκεται σε παράταξη για να τον αναγνωρίσει ο αυτόπτης μάρτυρας. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η τακτική που χρησιμοποιήθηκε στο μακρινό παρελθόν είναι πλέον παρωχημένη και δεν χρησιμοποιείται. Οι ντετέκτιβ προτιμούν να δείχνουν στον μάρτυρα πραγματικές φωτογραφίες για την ταυτοποίηση του υπόπτου. Αποφεύγουν, δε, τα σκίτσα που γίνονται με την καθοδήγηση του μάρτυρα, καθώς έχει αποδειχτεί ότι συχνά οι μάρτυρες δεν θυμούνται καλά.
Ακόμη και τα τόσο αγαπημένα από τον Σέρλοκ Χολμς δαχτυλικά αποτυπώματα που μπορεί να αποκαλύψουν τον δολοφόνο πλέον χρησιμοποιούνται εξαιρετικά σπάνια. Μπήκαν στην άκρη χάρη στη χρήση του DNA που έχει αφήσει ο ύποπτος στον τόπο του εγκλήματος.
Ωστόσο, ακόμη και η ανάλυση του DNA, που κυριαρχεί σε σειρές τύπου «CSI», πλέον αμφισβητείται, καθώς αποδείχτηκε ότι στη σκηνή μπορεί να βρεθεί το DNA ατόμων που είναι άσχετα με το έγκλημα. Αυτό διότι το DNA μεταφέρεται εύκολα, μέσω του βήχα ή του φτερνίσματος και μπορεί να διατηρηθεί στις επιφάνειες ή στα ρούχα για καιρό.
Ανάλυση
Αλλά και η εντυπωσιακή ταχύτητα με την οποία βγαίνουν τα αποτελέσματα του εργαστηρίου από την ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων που συνέλεξε η σήμανση στον τόπο του εγκλήματος είναι δημιούργημα του Χόλιγουντ. Κάθε επεισόδιο μιας αστυνομικής σειράς διαρκεί το πολύ μία ώρα, οπότε οι έρευνες γίνονται σε χρόνο ρεκόρ. Σε ένα επεισόδιο οι αστυνομικοί πρέπει να απομονώσουν τον τόπο του εγκλήματος, να αφαιρέσουν από τη σκηνή οτιδήποτε δεν σχετίζεται με το έγκλημα, να μελετήσουν το πτώμα, να συλλέξουν στοιχεία και να τα στείλουν για ανάλυση. Στην πραγματικότητα, η διαδικασία παίρνει πολλές ώρες, ενώ τα αποτελέσματα της εργαστηριακής ανάλυσης, όπως αυτής του DNA, μπορεί να πάρουν μια εβδομάδα.
Ο πέμπτος μύθος που καταρρίπτουν οι ειδικοί είναι ότι βλέποντας ένα πτώμα ο ιατροδικαστής μπορεί να πει με ακρίβεια την ώρα του θανάτου. Οπως επισημαίνει η Βρετανίδα καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ανθρωπολογίας Σου Μπλακ, το καλύτερο που μπορεί να κάνει κάποιος είναι με τη βοήθεια της θερμοκρασίας του πτώματος να δώσει ένα διάστημα αρκετών ωρών, μέσα στο οποίο επήλθε ο θάνατος. Ούτε αν λάβει υπόψη τη νεκρική ακαμψία ή τον βαθμό αποσύνθεσης είναι δυνατόν να υπολογίσει την ακριβή ώρα θανάτου, καθώς αυτά εξαρτώνται από πολλούς εξωγενείς παράγοντες. «Δεν είναι δυνατό να πεις ότι κάποιος πέθανε στις δύο παρά 25, όπως συμβαίνει κάποιες φορές στις αστυνομικές σειρές» αποφάνθηκε η Μπλακ.
Ούτε την ακριβή ηλικία του θύματος μπορεί να υπολογίσει κανείς απλώς παρατηρώντας το πτώμα, όπως συμβαίνει στις σειρές όπου ακούμε τον ειδικό να περιγράφει το θύμα ως «50χρονο άνδρα». Η Μπλακ εξηγεί ότι στην πραγματικότητα οι ειδικοί που λειτουργούν με επιστημονικούς όρους χρησιμοποιούν τρεις ηλικιακές ομάδες για να περιγράψουν την ηλικία του θύματος. Αναφέρονται σε «νεαρό ενήλικα», για τα θύματα μέχρι γύρω στα 25 έτη, για «ώριμο ενήλικα», για όσα είναι μέχρι περίπου 45 ετών, και σε «ηλικιωμένο ενήλικα», για όσα είναι πάνω από περίπου 45 ετών.
Τέλος, το βλοσυρό ύφος των ντετέκτιβ την ώρα που ερευνούν τη σκηνή του εγκλήματος εξυπηρετεί μόνο τις ανάγκες των σεναριογράφων των αστυνομικών σειρών. Το να τους εμφανίζουν ανέκφραστους, δίνοντας την εικόνα ότι δεν επηρεάζονται από τα συναισθήματα λύπης που μπορεί να τους κατακλύζουν εκείνη τη στιγμή, απλώς συμβάλλει στο «χτίσιμο» του τηλεοπτικού χαρακτήρα τους. Στην πραγματικότητα, όπως εξήγησε ο Αμερικανός συνταξιούχος υπαστυνόμος Μπράιαν ΜακΚίνα, κάποιοι φόνοι είναι τόσο άγριοι που πολλοί αστυνομικοί δεν μπορούν να αντέξουν και καταρρέουν ψυχολογικά στον τόπο του εγκλήματος.