Μεσάνυχτα Τετάρτης. Τρεις μήνες μετά τη στυγερή δολοφονία της 46χρονης Κουβανής τρανς μέσα στο σπίτι της στον Αγιο Παντελεήμονα από τον Μπανγκλαντεσιανό σύντροφό της η «Espresso» βρίσκεται στον δρόμο με κατεύθυνση τη λεωφόρο Συγγρού.
- Απο τον Ιάσονα – Δημήτριο Τσέτσο
Εκεί, στη λεωφόρο της αμαρτίας, ανάμεσα στα φώτα των Ι.Χ., στις μαρκίζες strip clubs και στα στρας των τραβεστί και των τρανσέξουαλ που λαμπυρίζουν στις πιάτσες του αγοραίου έρωτα αναζητούμε απαντήσεις σε ερωτήματα που ξεπηδούν από τον «κόκκινο κύκλο» της Αννας που κατακρεουργήθηκε από τον εφήμερο εραστή της: «Υπάρχει άραγε μετά το περιστατικό περισσότερος φόβος στις πιάτσες των τραβεστί;» «Πίσω από τα make up τις kinky ηδονής είναι κρυμμένη η καχυποψία, όταν σταματά ένα αυτοκίνητο με υποψήφιο πελάτη;»
Η βραδιά της Τετάρτης που η «Espresso» βγήκε στον δρόμο είναι μια συνηθισμένη βραδιά για τους «μύστες» της αμαρτωλής Συγγρού. Η λεωφόρος της ηδονής διαθέτει γκάμα «επιλογών» για όσους αναζητούν την ηδονή: από studios και strip clubs μέχρι sex shops και ξενοδοχεία ημιδιαμονής. Εκεί όμως, εδώ και δεκαετίες, βρίσκονται και οι πιάτσες των τραβεστί και των τρανς που πουλάνε το κορμί τους για 50 και 100 ευρώ. Κι όμως, η πάλαι ποτέ «κραταιά» Συγγρού, που έσφυζε κάποτε από τα… αχ και τα βαχ, μοιάζει με ένα φάντασμα για όσους την έχουν γνωρίσει στις δόξες της.
Η Νικόλ είναι από τις παλιές
Εδώ όπου κάποτε γινόταν «παρέλαση» από τραβεστί και πελάτες πλέον ο αριθμός των τραβεστί που κάνουν πιάτσα έχει ελαττωθεί. Μπαίνουμε στον παράδρομο κι εκεί λίγο πιο κάτω από το Πάντειο Πανεπιστήμιο διακρίνουμε αμάξια με ανοιχτές πόρτες και αναμμένα alarm. Aπό ένα αυτοκίνητο ξεπροβάλλει ένα πόδι με γόβα στιλέτο και καλσόν. Σταματάμε κι εμείς και πλησιάζουμε μια τρανσέξουαλ που δεν ξεπερνά τα 45. Της λέμε ποιοι είμαστε κι εκείνη δέχεται να μας μιλήσει και να φωτογραφηθεί στον φακό της «Espresso».
Η Νικόλ (έτσι μας συστήθηκε) φαίνεται πως είναι από τις παλιές της πιάτσας, που γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις. Δεν μας εκπλήσσει που γνώριζε την άγρια δολοφονημένη Αννα. «Ναι, τη γνώριζα, και μάλιστα πολλά χρόνια. Είχα μάθει ότι πουλούσε και ναρκωτικά και ότι είχε μπλέξει με αλλοδαπούς» μας λέει αρχικά, ενώ όταν τη ρωτάμε αν φοβάται μετά το αιματηρό περιστατικό στον Αγιο Παντελεήμονα, μας απαντά: «Μου έχουν τύχει διάφορα.
Κάνω αυτό το επάγγελμα 17 χρόνια. Θέλει προσοχή. Τους ξέρω τους περισσότερους πελάτες. Δεν πάω στον χώρο τους, γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να συμβεί». Και συμπληρώνει: «Προσπαθώ να είμαι ευγενική με τους πελάτες και να περνάμε ωραία. Ούτε να τσακώνομαι ούτε τίποτα. Προσπαθώ να είμαι καλό κορίτσι». Την αφήνουμε να κάνει τη δουλειά της, αποχωρώντας διακριτικά.
Πόρνη από τα δεκατέσσερα
Μέχρι στιγμής έχουμε δει τρεις τραβεστί και τρανς να κάνουν πιάτσα, ώσπου το βλέμμα μας πέφτει πάνω σε μια φιγούρα που στέκεται στην άκρη του δρόμου. Την πλησιάζουμε και καταλαβαίνουμε ότι από την όψη του προσώπου της είναι «παλιά καραβάνα». Χωρίς να χάνουμε χρόνο, εκδηλώνουμε τις προθέσεις μας και περνάμε στο παρασύνθημα. Μας συστήνεται με το όνομα Ερως, είναι 62 ετών, έχει τελειώσει οικονομικά, και κατάγεται από τη Βόρειο Ηπειρο, ενώ εργάζεται ως πόρνη από τα δεκατέσσερά της: «Την Αννα δεν ξέρω; Την Αννα; Την καλύτερή μου φίλη; Για αυτή μου μιλάς; Για τον πόνο στην ψυχή μου, την κολλητή μου, που “έφυγε” τόσο άδικα;» είναι τα πρώτα λόγια της και συνεχίζει: «Η Αννα ήταν καλή κοπέλα, την έπαιρνα για παρτούζα με πελάτες. Ηταν πολύ εργατική. Είχε στήσιμο, είχε τα πάντα, ήταν ένα χαμηλών τόνων παιδί, έπαιρνε τα χρήματά της, όλα κομπλέ. Ετυχε μερικές φορές να της προσφέρω 100 ευρώ, άλλες 70. Ποτέ δεν σήκωσε φωνή, ποτέ δεν είπε κάτι κακό. Το λάθος που έκανε η Αννα ήταν ότι έμαθε τα ναρκωτικά. Και έμαθε στη freebase, είναι ένα είδος κοκαΐνης! Δεν ήξερε από αυτά και εθίστηκε. Στη συνέχεια έπαιρνε όποιον είχε τέτοιου είδους ναρκωτικά, για να κάνει χρήση».
Μιλώντας για τη δολοφονία της κολλητής της, η Ερως αναφέρει πώς το έζησε: «Είναι η μεγαλύτερη θλίψη μου, την ημέρα που το έμαθα δεν με βάσταγαν τα πόδια μου. Προσπάθησα από τις άλλες κοπέλες να μάθω πού κατέληξε η σορός της. Πήγα μέχρι και στο νεκροτομείο να τη δω. Μέχρι που έμαθα ότι την αποτέφρωσαν και έστειλαν πίσω την τέφρα της στη χώρα της». Πάνω στην κουβέντα όμως η Ερως προχωρά σε αποκαλύψεις για την «αθέατη» λεωφόρο της αμαρτίας, κάνοντας λόγο στην ουσία για ένα… συνδικάτο της πιάτσας βασισμένο στην ομερτά και στους εκβιασμούς.
«Υπάρχουν συγκεκριμένες τρανς που εκμεταλλεύονται τις νεότερες. Τις προσεγγίζουν και λένε “θες να βγεις στο πεζοδρόμιο; Θα μου δίνεις 50 ευρώ την ημέρα, θα κάθεσαι σε σημείο που δεν είμαι εγώ και θα πληρώνεσαι 10 ευρώ για τον κάθε πελάτη που θα φέρνεις σπίτι μου. Με αυτόν τον τρόπο και με τους εκφοβισμούς και τις απειλές σε ευάλωτα άτομα επικρατεί ο νόμος της σιωπής. Υπάρχουν Ρομά που γίνονται τραβεστί για να τα παίρνουν από άλλα κορίτσια, με απειλές! Πλέον επικρατεί ο φόβος, με τα στόματα να είναι κλειστά» καταλήγει η Ερως, που λέει πως εξαιτίας της συγκεκριμένης κατάστασης σκέφτεται να τα μαζέψει και να φύγει στο εξωτερικό…