Σε ηλικία 73 ετών έφυγε από τη ζωή ο Βαγγέλης Ρωχάμης, ο περιβόητος «πεταλούδας» που απέδρασε περισσότερες από 10 φορές από τις φυλακές.
Γεννήθηκε το 1951. Ήταν μέλος πολυμελούς οικογένειας, σε ηλίκια 16 ετών ξεκίνησε να εργάζεται με σκοπό την συντήρηση της. Στη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του στη Σύρο (1971) και επειδή δεν του χορηγήθηκε άδεια προκειμένου να επισκεφθεί τη νεογέννητη κόρη του, απέδρασε από το στρατόπεδο.
Κατηγορήθηκε επίσης για κλοπή μοτοποδηλάτου και ήλθε σε προστριβή με ανωτέρους του στο στρατό οπότε και έλαβε προσωρινή αναβολή ως Ι-5.
Διαβάστε επίσης: Η κόρη του Βαγγέλη Ρωχάμη εξομολογείται πώς ήταν η ζωή της με έναν πατέρα δραπέτη
Για την κλοπή καταδικάστηκε σε τρεισήμισι μήνες στις Φυλακές Κορυδαλλού. Το 1976 φυλακίστηκε για την κλοπή που πραγματοποίησε στο ταχυδρομείο του χωριού του. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 πήρε άτυπο διαζύγιο από τη σύζυγό του και για λίγους μήνες μετέβη στην Κύπρο. Το 1980 συνελήφθη για απόπειρα πώλησης κλεμμένων τηλεοράσεων και φυλακίστηκε στον Κορυδαλλό.
Το Δεκέμβριο του 1981 πρωταγωνίστησε στην πρώτη στάση κρατουμένων στις φυλακές αναπτύσσοντας πολιτικό, διεκδικητικό ρόλο. Για τη δράση του στη στάση δικάστηκε το 1986 και καταδικάστηκε σε 27 μήνες φυλακή.
Καταδικάστηκε για ληστείες, κλοπές, φθορές ξένης ιδιοκτησίας, οπλοφορίες, οπλοχρησίες.[ Έχει πραγματοποιήσει πάνω από δέκα αποδράσεις από τις φυλακές Κορυδαλλού, Χαλκίδας, Κέρκυρας και Αλικαρνασσού. Στις αποδράσεις του τον βοήθησαν φίλοι, ενώ στην απόκρυψη του βοήθησαν γυναίκες.
Χαρακτηριστικό ήταν το περιστατικό στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οπότε η αστυνομία τον αναζητούσε με συντονισμένη επιχείρηση μεγάλης κλίμακας και ο Ρωχάμης διασκέδαζε σε νυχτερινό κέντρο, οι θαμώνες του οποίου δεν τον κατέδωσαν.
«Για να πάμε στο επισκεπτήριο περνούσαμε τουλάχιστον δέκα πόρτες. Άλλες ήθελαν κλειδιά και άλλες όχι. Όταν περνούσαμε από την γραμματεία, είδα ότι τα κλειδιά ήταν περασμένα σε ένα ταμπλό. Όταν τα είδα την πρώτη φορά, φρόντισα να έχω ένα κομμάτι πλαστελίνης μαζί μου.
Όταν πέρναγα από εκεί – συνήθως όταν επέστρεφε από τα Δικαστήρια – και είχα χρόνο δέκα λεπτά μέχρι να έρθει η σειρά μου, έπαιρνα ένα κλειδί και μπαμ ( το έβαζε πάνω στην πλαστελίνη). Πέρασαν δέκα μήνες, ίσως και χρόνος, για να πάρω τα 5 – 6 κλειδιά που χρειαζόμουν.
Τα έδινα σε κάποιον έξω και μου τα έφτιαχνε. Το να ανοίξεις όλες τις πόρτες ήταν θέμα υπομονής. Τις δύο τελευταίες τις άνοιξαν μόνοι τους, από εκεί που έφευγαν οι δικηγόροι, γιατί έτσι έφυγα. Είχα ντυθεί σαν δικηγόρος.
Μπορούσα να οργανώνω τους κρατούμενους να είναι αγαπημένοι και διεκδικούσαμε όλοι μαζί περισσότερα δικαιώματα και καλύτερη ζωή στις φυλακές. «Το ’81 είχαμε καταλάβει επί ένα μήνα τη φυλακή. Μέχρι και τα υπόγεια ελέγχαμε», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.