Η γη του ριφιφί που άνοιξε ξανά ύστερα από 32 ολόκληρα χρόνια στη μεσαία λωρίδα του οδοστρώματος της οδού Καλλιρρόης δεν ξύπνησε μόνο τις μνήμες για τους «ορφανούς» ποντικούς που άδειασαν το 1992 τις θυρίδες της Τράπεζας Εργασίας με λεία 5 δισ. δραχμές, αλλά φέρνει στην επιφάνεια και αθέατες πτυχές από ένα θρίλερ που διαδραματίστηκε με φόντο το ρεύμα ανόδου προς το Καλλιμάρμαρο Στάδιο.
- Από τον Βασίλη Χήτο
Η τρύπα που δημιουργήθηκε πριν από περίπου δύο μήνες οφείλεται στο περιβόητο ριφιφί, αλλά ευτυχώς κλείστηκε έγκαιρα, εκείνο όμως που παραμένει ανοιχτό είναι ποιοι ήταν οι μεγάλοι πρωταγωνιστές.
Την απάντηση δύο χρόνια μετά και συγκεκριμένα τον Ιούλιο του 1994 πήγε να δώσει ο πολυσυζητημένος Σύρος κρατούμενος στον Κορυδαλλό Τζουμάχ Χαλίντ, ο οποίος μεταξύ άλλων ισχυρίστηκε ότι οι σκοτεινοί «εγκέφαλοι» ήταν οι επιχειρηματίες Στέλιος Κολοβός και ο Μανιάτης Ντίνος Βοϊδονικόλας. Ηταν η στιγμή που κυκλοφορούσε πολύ έντονα η φήμη ότι στις θυρίδες κρυβόταν κοκαΐνη της ιταλικής Μαφίας και αυτός ήταν ο λόγος που η τράπεζα έκανε τα στραβά μάτια και δεν βοήθησε την Αστυνομία με περισσότερα στοιχεία.
Τον Νοέμβριο, ωστόσο, του ίδιου έτους ο Χαλίντ θα πάρει πίσω τους ισχυρισμούς του και τελικά το 1995 το Συμβούλιο Εφετών με βούλευμά του απάλλαξε από όλες τις κατηγορίες όλους τους κατηγορουμένους, ανάμεσά τους και στελέχη του υποκαταστήματος. Ομως, ο Χαλίντ δεν είχε βάλει το χεράκι μόνο σε αυτή τη μυστηριώδη υπόθεση.
Ο Σύρος που είχε ανοίξει το κουτί των αποκαλύψεων για το ριφιφί του αιώνα, εμπλέκοντας επιφανή πρόσωπα του επιχειρείν, είχε σκάψει βαθιά τον λάκκο και του Στηβ Κακέτση με τον αναπάντεχο εγκλεισμό του τελευταίου για ναρκωτικά στις Φυλακές Κορυδαλλού στο μακρινό παρελθόν. Ο Στηβ, στο απόγειο της καριέρας του ως ο επιχειρηματίας, που με τη Νεράιδα απογείωσε την αθηναϊκή νύχτα, βρέθηκε το 1994, για εννιά μήνες, πίσω από τα κάγκελα εξαιτίας της καταγγελίας ενός Λευτέρη Π., ο οποίος ήταν ήδη μέσα για μπραβιλίκια και κατέθεσε ότι ο Στηβ διακινούσε την κοκαΐνη που του έφερνε μέσω θαλάσσης με το ταχύπλοό του από την Ανάβυσσο Ελληνας της Κωνσταντινούπολης. Μάλιστα, προς επιβεβαίωση επικαλέστηκε και τη μαρτυρία της συμβίας του σκαφάτου, η οποία -όπως αποκαλύπτει σήμερα στην «Espresso» βετεράνος της Δίωξης Ναρκωτικών- δεν ήταν άλλη από την κουνιάδα της Αντζελας Γκερέκου, αδελφή του πιλότου άντρα της με τον οποίο η γόησσα της Κέρκυρας είχε κάνει τον πρώτο της γάμο. Ο Ν.Ξ., πιλότος της άλλοτε κραταιάς Ολυμπιακής Αεροπορίας, σήμερα είναι διευθυντής πτητικού έργου ιδιωτικής εταιρίας και, φυσικά, τόσο ο ίδιος όσο και η Αντζελα Γκερέκου δεν είχαν ουδεμία σχέση με την ουσία αυτής της σκοτεινής -όπως αποδείχτηκε- σκευωρίας σε βάρος του Στηβ.
Η κουνιάδα, όμως, δεν ήταν η μόνη. Ο Κακέτσης, ο οποίος μεσουρανούσε εκείνη την εποχή, ήταν η «παχιά αγελάδα». Του στήθηκε μια καλά οργανωμένη σκευωρία με πρωταγωνιστή τον Σύρο Τζουμάχ Χαλίντ, ο οποίος ήταν κρατούμενος και αυτός στον Κορυδαλλό και σε αγαστή συνεργασία με τον συγκρατούμενό του Λευτέρη Π. βοηθήθηκαν από τις συγκυρίες και έβαλαν αρχικά τον τότε πορτιέρη του La Playa να ισχυριστεί πως όντως ο Στηβ ήταν λαθρέμπορος ναρκωτικών.
Ο πορτιέρης του La Playa, ονόματι Αλέξης, είχε μόλις περάσει το κατώφλι των φυλακών μετά τη σύλληψή του για ένα κιλό κοκαΐνης από τη Δίωξη Ναρκωτικών. Ετσι, ο Σύρος και ο φυλακισμένος μπράβος τον χρησιμοποίησαν για να πει ότι την κοκαΐνη του σκαφάτου θα την παρέδιδε μετά στον Κακέτση ο ίδιος. Μάλιστα, τότε ο μπράβος Λ.Π. έδωσε και αυτός κατάθεση και υπέδειξε στον ανακριτή και την κρύπτη των ναρκωτικών που τάχα βρισκόταν στον ξύλινο τοίχο του γραφείου του στη Νεράιδα. Προς επίρρωσιν, μάλιστα, των λεγομένων του ανέφερε και σε ποιες ακριβώς καρέκλες κάθονταν η σύζυγος του Κακέτση, Κατιάνα Μπαλανίκα, και η Αντζελα Δημητρίου, η οποία εμφανιζόταν την περίοδο εκείνη στο μαγαζί.
Για να γίνει και πιο πιστευτός φέρεται ότι εκμυστηρεύτηκε στον ανακριτή που είχε έρθει από την περιφέρεια ότι «ο Στηβ και η Αντζελα βρίσκονται κρυφά, ενώ την Μπαλανίκα την έχουν ζώσει τα φίδια». Ηταν η περίοδος που ο επιχειρηματίας μπήκε σε έναν φαύλο κύκλο εκβιασμών και, όπως εξομολογήθηκε στον ίδιο βετεράνο της Δίωξης Ναρκωτικών όταν αποφυλακίστηκε, αυτή η ιστορία τού στοίχισε 70.000.000 δραχμές.
«Δούλευε» τις Αρχές
Ο Σύρος Τζουμάχ Χαλίντ είχε κάνει άνω κάτω τις Αρχές για τους δράστες στο ριφιφί του αιώνα που έγινε τον Δεκέμβριο του 1992, προπαραμονές Χριστουγέννων. Οι υπάλληλοι της Τράπεζας Εργασίας που εργάζονταν στο υποκατάστημα επί της οδού Καλλιρρόης 19 (σήμερα λειτουργεί εκεί η Eurobank) διαπίστωσαν πως άγνωστοι είχαν παραβιάσει το θωρακισμένο θησαυροφυλάκιο όπου βρίσκονταν οι θυρίδες πελατών του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Από τις 1.151 θυρίδες, είχαν ανοιχτεί οι 301, με το πολύτιμο περιεχόμενό τους να έχει κλαπεί. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, η αξία των κλοπιμαίων έφτασε τα 5 δισ. δραχμές (15.000.000 ευρώ).
Οι δράστες, για να φτάσουν στο υπόγειο με τις θυρίδες, είχαν ανοίξει ένα τούνελ, το οποίο ξεκινούσε από την κοίτη του ποταμού Ιλισού, που περνά κάτω από την οδό Καλλιρρόης. Το λαγούμι είχε μήκος περίπου 25 μέτρα και ήταν αριστοτεχνικά κατασκευασμένο, αφού στην υπόγεια αυτή διαδρομή είχαν τοποθετηθεί μέχρι και ράγες στις οποίες κινούνταν ένα βαγονέτο που έβγαζε έξω τα μπάζα του σκαψίματος, χωρίς κανείς να αντιληφθεί όσα συνέβαιναν.
Οταν οι δράστες εισήλθαν στην τράπεζα, κάποια ώρα μέσα στο Σαββατοκύριακο της 19ης και της 20ής Δεκεμβρίου 1992 χτύπησε ο συναγερμός, αλλά οι αρμόδιοι ασφαλείας δεν είδαν κάτι το μεμπτό ή οποιαδήποτε κινητικότητα στο ισόγειο της τράπεζας, οπότε δεν έδωσαν σημασία. Οι «ποντικοί» ήταν ντυμένοι ως υπάλληλοι της ΕΥΔΑΠ και δεν κίνησαν υποψίες. Μέχρι που έγινε γνωστό ότι η αποχέτευση την οποία υποτίθεται πως επισκεύαζαν ήταν η είσοδος του τούνελ.
Η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη έως και σήμερα, αν και στις 12 Ιανουαρίου του 1993 ανακαλύφθηκαν τυχαία σε μια παραλία της Βραυρώνας ομόλογα και επιταγές που προέρχονταν από το υποκατάστημα του Νέου Κόσμου. Βρέθηκαν επιπλέοντα της θαλάσσης κουτιά κ.λπ. Σχεδόν δύο χρόνια μετά, τον Ιούλιο του 1994, ο περιβόητος Σύρος κρατούμενος στον Κορυδαλλό Τζουμάχ Χαλίντ θα ισχυριστεί ότι γνώριζε τους δράστες της ληστείας. Είχε, υποτίθεται, πάρει και ο ίδιος μέρος «κρατώντας τσίλιες», ενώ είχε αναλάβει να σχεδιάσει τα υποστυλώματα που χρησιμοποιήθηκαν στο τούνελ, αντί 30.000.000 δραχμών, χρήματα που δεν πήρε ποτέ. Αντίθετα, μετά το ριφιφί τού έδωσαν μόνο 3.000.000, κάτι που τον έκανε να ανοίξει το στόμα του. Ο Ντίνος Βοϊδονικόλας, χτυπημένος από τον καρκίνο, απεβίωσε μόλις τον περασμένο Ιανουάριο, κυνηγημένος για άλλη υπόθεσή του στον Καναδά, όπου διέπρεψε ως επιχειρηματίας.
Ο Στηβ Κακέτσης, ζώντας μόνο με τις αναμνήσεις του, πέθανε πάμπτωχος τον περασμένο Μάιο, ύστερα από δύο μήνες νοσηλείας στο νοσοκομείο. Σήμερα ο Χαλίντ ζει με άλλο όνομα κάπου στη βόρεια Ελλάδα, ως άγνωστος μεταξύ αγνώστων.