Το βρετανικό υπερωκεάνιο S.S. ARCADIAN, που τορπιλίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο και βυθίστηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρασύροντας μαζί του στον βυθό 279 άτομα, εντοπίστηκε από τον ερευνητή Κώστα Θωκταρίδη και την ομάδα του νοτιοανατολικά της Σίφνου, σε βάθος 163 μέτρων.
Από τους επιβαίνοντες είχαν διασωθεί 1.058 άτομα, ανάμεσά τους και ο θερμαστής Thomas Threlfall, που είχε σταθεί δεύτερη φορά τυχερός, αφού πέντε χρόνια νωρίτερα είχε καταφέρει να επιβιώσει από το ναυάγιο του «Τιτανικού». «Ιδια μέρα και ίδιο μήνα ήταν που βυθίστηκε ο “Τιτανικός” αλλά και στις δύο περιπτώσεις εγώ βγήκα σώος» είχε δηλώσει τότε ο άνδρας!
Το ARCADIAN είχε αποπλεύσει από τη Θεσσαλονίκη με τελικό προορισμό την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά κατά τη διάρκεια του πλου έγινε αντιληπτή η ύπαρξη εχθρικού υποβρυχίου στην Ικαρία και έτσι βρέθηκε να διαπλέει μέσα από τις Κυκλάδες, με σκοπό να αποφύγει το υποβρύχιο. Εντούτοις, τη 15η Απριλίου του 1917 μια έκρηξη συγκλόνισε το ARCADIAN. Το γερμανικό υποβρύχιο UC-74 είχε εντοπίσει το υπερωκεάνιο και εξαπέλυσε επίθεση εναντίον του. Μία τορπίλη έπληξε το πλοίο στη δεξιά πλευρά του, μεταξύ γέφυρας και πρωραίου ιστού. Ο πλοίαρχος διέταξε να «κάνουν κράτει οι μηχανές», να ηχήσει η σειρήνα συναγερμού, ώστε να κινηθούν προς τους σταθμούς συγκέντρωσης, και ζήτησε από το πλήρωμα να προχωρήσει στην άμεση καθαίρεση των σωστικών λέμβων, ώστε να εγκαταλείψουν το ARCADIAN. Το πλοίο άρχισε να βυθίζεται με την πλώρη και αναπτύσσοντας μια κλίση προς τα αριστερά.
Δυνατός θόρυβος
Πέντε μόλις λεπτά μετά την έκρηξη, καθώς η πλώρη του «ARCADIAN» χανόταν μέσα στα νερά του Αιγαίου, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος, το σκάφος πήρε ξαφνική κλίση και η πρύμνη του ξενέρισε. Από τους επιβαίνοντες διασώθηκαν 1.058 άτομα, ενώ οι υπόλοιποι 279 χάθηκαν στα νερά του Αιγαίου. Από αυτούς, οι 34 ήταν μέλη του πληρώματος, δύο ήταν πολίτες, δέκα ανήκαν στις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού και οι υπόλοιποι ανήκαν στον στρατό ξηράς.
Χρειάστηκε να περάσουν 107 χρόνια για να εντοπίσουν τελικά οι ερευνητές τα συντρίμμια του ARCADIAN. «Η ποιότητα των πρωτογενών μετάλλων που χρησιμοποιήθηκαν στη ναυπήγησή του έχει σίγουρα παίξει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του ναυαγίου μέχρι και σήμερα» δήλωσε ο Κώστας Θωκταρίδης και συνέχισε: «Η υποβρύχια ορατότητα στην περιοχή είναι εξαιρετική, όπως άλλωστε στις περισσότερες περιοχές του Αιγαίου. Τα υποβρύχια ρεύματα βοηθούν στη διαύγεια των νερών, ενώ επί του ναυαγίου η θαλάσσια ζωή είναι σχετικά μειωμένη. Ξεχωρίζουν τα καπόνια που συγκρατούσαν κάποτε τις σωστικές λέμβους, από τα οποία πλέον κρέμονται πετονιές και αλιευτικά εργαλεία. Κατά τη βύθιση του πλοίου οι τσιμινιέρες αποσπάστηκαν. Ο εντοπισμός και η ταυτοποίηση του ναυαγίου έγινε με τη χρήση υποβρύχιου τηλεκατευθυνόμενου οχήματος».